Είναι κοινός τόπος ότι τα ιδανικά του ολυμπισμού, όπως η ευγενής άμιλλα, το ευ αγωνίζεσθαι, η ειρήνη και η αδελφοσύνη των λαών, στους νεότερους χρόνους έχουν χάσει πλέον σε μεγάλο βαθμό τη σημασία τους. Αποτελούν λόγια κενά σχεδόν περιεχομένου, που χρησιμοποιούνται συγχρόνως και ως ένα είδος προπετάσματος, πίσω από το οποίο προωθούνται στόχοι και σκοπιμότητες που καμία σχέση δεν έχουν με το ολυμπιακό κίνημα. Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν δυστυχώς και κατά τους πρόσφατους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως δείχνουν μια σειρά χαρακτηριστικά συμβάντα. Την ημέρα έναρξης των Αγώνων επέλεξε ο γεωργιανός πρόεδρος ως την κατάλληλη χρονική στιγμή για να επιλύσει με στρατιωτικά μέσα τα όποια προβλήματα έχει η χώρα του με τη Ρωσία (παρήγορη νότα, το αγκάλιασμα των αθλητριών από τη Ρωσία και τη Γεωργία).
Από την πρώτη κιόλας ημέρα των Αγώνων εντοπίστηκαν ντοπαρισμένοι αθλητές, όπως «ελαφρώς ντοπαρισμένη» μας σερβιρίστηκε, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, και η ίδια η τηλεοπτική κάλυψη της τελετής έναρξης των Αγώνων. Γιατί ως «τηλεοπτικό ντοπάρισμα» θα πρέπει να προσληφθεί το ότι η φωνή της χαριτωμένης κινεζούλας που τραγούδησε, και μάλιστα κατ’ απαίτηση των μελών του κινεζικού πολιτμπιρό, την «Ωδή στην Πατρίδα» δεν ήταν η δική της αλλά μιας άλλης, πιο καλλίφωνης, συνομήλικής της. Το ίδιο ισχύει και για τους σχηματισμούς των πυροτεχνημάτων που συνόδευσαν την τελετή και που τόσο πολύ εντυπωσίασαν τους τηλεθεατές, αφού ήταν στην πραγματικότητα ψεύτικοι (είχαν δημιουργηθεί ψηφιακά με χρήση υπολογιστικών γραφικών). Και όλα αυτά έγιναν επειδή, σύμφωνα με δήλωση αρμόδιου κινέζου αξιωματούχου, έπρεπε «για το εθνικό συμφέρον» να προβληθεί η σωστή εικόνα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα ένας βασικός στόχος των Ολυμπιακών Αγώνων είναι η παραγωγή εντυπωσιακού θεάματος, πίσω από το οποίο προβάλλονται και προωθούνται ποικίλα οικονομικά συμφέροντα, ακόμη και διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες, και ας εξοβέλιζε το θέαμα από τους Αγώνες αυτούς ο ίδιος ο Coubertin, ο πρωτεργάτης της ανασύστασής τους. Το θέαμα, έλεγε ανάμεσα σε άλλα, «τείνει να συντρίψη τον αθλητήν».
Εχει ήδη ειπωθεί επανειλημμένως ότι ένα μέσο όχι βεβαίως για να εξαλειφθεί αλλά για να μετριασθεί τουλάχιστον ο κίνδυνος εκμετάλλευσης και κακοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων είναι να σταματήσουν να περιφέρονται από πόλη σε πόλη, με τους αθλητές να αποτελούν μέλη ενός περιοδεύοντος πολυεθνικού θιάσου. Πρέπει οι Αγώνες αυτοί να αποκτήσουν μια σταθερή βάση, μια μόνιμη «στέγη». Σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα έχει τον πρώτο λόγο στη διεκδίκηση της μόνιμης τέλεσης των Αγώνων αυτών. Πρόκειται για ιδέα που επανειλημμένως έχει τεθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως βέβαια από ελληνικής πλευράς, και η οποία, για όσους γνωρίζουν, είχε πρωτοεμφανισθεί από πολύ νωρίς, ήδη κατά τη διάρκεια τέλεσης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, το 1896.
Σαφής ήταν ο τότε βασιλιάς Γεώργιος σε προπόσεις του στο πρόγευμα που είχε παραθέσει στα ανάκτορα προς τιμήν των ολυμπιονικών: «Μετά τινας ημέρας θ’ αναχωρήσητε διά να επιστρέψητε εις την ιδίαν έκαστος πατρίδα· δεν σας αποχαιρετώ· σας λέγω καλήν αντάμωσιν άπαξ έτι ενταύθα» και «η Ελλάς μήτηρ και τροφός των γυμναστικών αγώνων εν τη Πανελληνίω αρχαιότητι, αναλαβούσα και εκτελέσασα αυτούς υπό τα όμματα της Ευρώπης και του νέου κόσμου, δύναται νυν, ότε η επιτυχία γενικώς ανωμολογήθη, να ελπίση ότι οι τιμήσαντες αυτήν ξένοι θέλουσιν ορίσει την χώραν ημών ως ειρηνικόν εντευκτήριον των εθνών, ως διαρκές και μόνιμον πεδίον των Ολυμπιακών Αγώνων».
Αλλά, όπως και στις ημέρες μας η πρόταση για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα μας βρίσκει λιγοστούς υποστηρικτές εκτός των ελληνικών συνόρων, έτσι και οι προτάσεις του Γεωργίου συνάντησαν την έντονη αντίδραση των τότε υπευθύνων του διεθνούς ολυμπιακού κινήματος. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα έγραφε ο ίδιος ο Pierre Coubertin στον ευρωπαϊκό Τύπο αμέσως μετά τη λήξη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896: «Φυσικώτατον είναι η έκτακτος επιτυχία με την οποίαν εστέφθη η επιχείρησίς μας (enterprise) να ενέπνευσεν εις τους Ελληνας την επιθυμίαν να την κάμουν μονοπώλιον. Ημείς όμως δεν δυνάμεθα να συντρέξωμεν εις την επιθυμίαν αυτήν. Ως προς εμέ, ο οποίος, παρά την θέλησιν των Αθηναίων (αναφέρεται στην άρνηση του τότε πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη να στηρίξει οικονομικά και ηθικά την τέλεση των Αγώνων στην Αθήνα λόγω της οικτρής οικονομικής κατάστασης του κράτους, με τον οποίο συμφωνούσαν και αρκετοί Ελληνες που θεωρούσαν την ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων «ονειροπόλημα ευεξάπτων εγκεφάλων»), συνετέλεσα να γίνουν οι πρώτοι Αγώνες εις τας Αθήνας, δεν θεωρώ λογικόν να παραιτηθώμεν υπέρ των Ελλήνων επιχειρήσεως, η οποία τόσον θαυμάσια εγκαινιάσθη».
Πώς είναι δυνατόν να επιτρέψουν οι ιθύνοντες του διεθνούς ολυμπισμού στις ημέρες μας να χαθεί από τα χέρια τους ένα τέτοιο… κελεπούρι, το οποίο ακόμη και αυτός ο Coubertin εξελάμβανε ως «επιχείρησή μας»;
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.