Πόσο γρήγορα οδεύουμε προς το τέλος του πετρελαίου; Το ερώτημα, με τεράστιες πολιτικοοικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις, είναι από αυτά που διχάζουν προκαλώντας έντονες αντιπαραθέσεις. Οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες και οι πετρελαϊκές εταιρείες είναι καθησυχαστικές επιμένοντας ότι η εξάντληση του μαύρου χρυσού δεν είναι ορατή στο εγγύς μέλλον. Ο αντίλογος, ο οποίος ενσωματώνεται στο κύριο μέρος του στην αποκαλούμενη θεωρία της πετρελαιοπαραγωγικής κορύφωσης (Peak Oil), αντιτάσσει ότι, ακόμη και αν δεν είναι άμεσα ορατή, η εξάντληση της κύριας αυτή τη στιγμή πηγής ενέργειας του πλανήτη είναι βέβαιη, ότι ήδη έχουμε σχεδόν καταναλώσει το μισό από το πετρέλαιο που διαθέτουμε και η υποχρεωτική μείωση της παραγωγής που θα ακολουθήσει μας βάζει πλέον στην εποχή του τέλους του φθηνού πετρελαίου.
Θεωρία κορυφής
Η θεωρία της πετρελαιοπαραγωγικής κορύφωσης διατυπώθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1950 από τον αμερικανό γεωλόγο Μάριον Κινγκ Χάμπερτ, ο οποίος είχε προβλέψει – με ακρίβεια, όπως αποδείχθηκε – ότι η παραγωγή πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών θα έφθανε στην κορύφωσή της ανάμεσα στο 1965 και στο 1970 και στη συνέχεια θα άρχιζε να μειώνεται. Η λεγόμενη «καμπύλη Χάμπερτ» – η οποία έχει το σχήμα μιας συμμετρικής καμπάνας – αποτέλεσε έκτοτε ένα αξιόπιστο εργαλείο πρόβλεψης για την πετρελαϊκή παραγωγή πολλών κρατών.
Η λογική στην οποία βασίζεται η καμπύλη Χάμπερτ είναι απλή. Κάθε πεπερασμένος ορυκτός πόρος – όπως είναι το πετρέλαιο, ο άνθρακας, το φυσικό αέριο – φθάνει κάποτε στην εξάντλησή του και η παραγωγή του ακολουθεί μια πορεία με αρχή, μέση και τέλος. Η μέση αυτής της πορείας – η στιγμή στην οποία η παραγωγή φθάνει τον μέγιστο βαθμό ή την κορύφωσή της – βρίσκεται στο σημείο κατά το οποίο έχει εξορυχθεί το 50% των διαθέσιμων αποθεμάτων και απομένει ακόμη το υπόλοιπο μισό.
Πριν από περίπου μία δεκαετία ορισμένοι κορυφαίοι ειδικοί του πετρελαίου – με πιο γνωστούς τον αμερικανό σύμβουλο επενδύσεων Μάθιου Σίμονς, τον αμερικανό γεωλόγο και συνεργάτη τού Χάμπερτ Κένεθ Ντιφέις και τον βρετανό γεωλόγο Κόλιν Κάμπελ – μετέφεραν την καμπύλη Χάμπερτ σε παγκόσμιο επίπεδο και υποστήριξαν ότι η κορύφωση της παγκόσμιας παραγωγής επίκειται άμεσα. Τόνισαν μάλιστα ότι η μεγάλη εξάρτηση των ανεπτυγμένων κρατών από το πετρέλαιο και η αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης θα εντείνουν περισσότερο τις τριβές και τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει η πτώση της παραγωγής, η οποία μοιραία ακολουθεί μετά την κορύφωση. Οι περισσότεροι ειδικοί της «σχολής» αυτής θεωρούν ότι η κορύφωση επήλθε ήδη ή πρόκειται να επέλθει μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Παρ’ ότι είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς τη βάση αυτών των εκτιμήσεων – το πετρέλαιο είναι πράγματι ένας πεπερασμένος πόρος και από τη στιγμή που το αντλούμε χωρίς να υπάρχει τρόπος αντικατάστασής του κάποτε θα εξαντληθεί -, οι αντιδράσεις που προκάλεσαν ήταν τεράστιες. Οι περισσότερο αισιόδοξοι πολέμιοί τους – οι αποκαλούμενοι και «αρνητές της κορύφωσης» – θεωρούν ότι τα αποθέματα πετρελαίου της Γης επαρκούν για περισσότερο από έναν αιώνα, ότι οι διακυμάνσεις στην παραγωγή και στην προμήθεια του πετρελαίου δεν προκαλούνται τόσο από φυσικούς λόγους όσο από την αύξηση της ζήτησης και ότι η άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα ενισχύσει την τεχνολογική ανάπτυξη του τομέα οδηγώντας σε νέες μεθόδους εξόρυξης και σε νέες ανακαλύψεις. Οι λιγότερο αισιόδοξοι δεν αρνούνται την κορύφωση αυτή καθαυτή, απλώς υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται να επέλθει άμεσα και την τοποθετούν από το 2020 ως το 2030, θεωρώντας ότι τα στοιχεία στα οποία βασίζονται οι εκτιμήσεις για τα παγκόσμια αποθέματα είναι ελλιπή και οι υπολογισμοί δεν είναι σωστοί.
Η έκθεση Χιρς
Η σωστή χρονική τοποθέτηση της στιγμής κατά την οποία η παγκόσμια παραγωγή θα φθάσει στον μέγιστο βαθμό της έχει σημασία για την έγκαιρη αντιμετώπιση της κρίσης που θα προκύψει από τη μελλοντική έλλειψη της κύριας πηγής ενέργειας του πλανήτη. Η περίφημη έκθεση Χιρς, η οποία δημοσιεύτηκε το 2005 από το αμερικανικό υπουργείο Ενέργειας, προειδοποιεί ακριβώς για αυτό. «Η κορύφωση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου» τονίζει «είναι αναπόφευκτη. Θα είναι απότομη και θα φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον κόσμο αντιμέτωπους με ένα πρωτόγνωρο πρόβλημα διαχείρισης κινδύνου. Πλησιάζοντας στο σημείο της κορύφωσης οι τιμές των υγρών καυσίμων και η αστάθεια των τιμών θα αυξηθούν δραματικά και, αν δεν έχει προηγηθεί έγκαιρη λήψη μέτρων αντιμετώπισης, το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος θα είναι πρωτοφανές».
Η έκθεση έχει μπει προς το παρόν στο συρτάρι, προβλέπει όμως ότι για μια ομαλή μετάβαση με μικρές αρνητικές επιπτώσεις και χωρίς μια μεγάλη κρίση έλλειψης καυσίμων στο προβλεπόμενο μέλλον θα πρέπει να υιοθετηθούν μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης μία εικοσαετία πριν από την κορύφωση. Αν τα μέτρα αντιμετώπισης εισαχθούν δέκα χρόνια πριν από την κορύφωση, εκτιμάται ότι οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι μέτριες αλλά θα απαιτηθούν τεράστιες προσπάθειες από τις κυβερνήσεις, τη βιομηχανία και τους καταναλωτές. Η καθυστερημένη εισαγωγή μέτρων κρίνεται ανίκανη να αποτρέψει την κρίση και τις πολύ σοβαρές συνέπειές της.
Το Πρωτόκολλο του Ρίμινι
Το 2003 ο Κόλιν Κάμπελ – ο οποίος θεωρείται ότι, μερικά χρόνια πριν με το βιβλίο του Η επικείμενη κρίση του πετρελαίου είχε κατορθώσει να πείσει τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας για την επερχόμενη κορύφωση της παγκόσμιας παραγωγής – κατέθεσε ορισμένες προτάσεις για τη σταθεροποίηση των τιμών και την εξομάλυνση της κρίσης. Γνωστές ως «Πρωτόκολλο του Ρίμινι», «Πρωτόκολλο της Ουψάλας» ή απλώς «Πρωτόκολλο της εξάντλησης του πετρελαίου», οι προτάσεις αυτές βασίζονται ουσιαστικά σε μια διπλή συμφωνία: οι χώρες που εισάγουν πετρέλαιο θα πρέπει να συμφωνήσουν να μειώσουν τις εισαγωγές τους κατά ένα ετήσιο ποσοστό (τον λεγόμενο παγκόσμιο δείκτη εξάντλησης πετρελαίου) και οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες θα πρέπει να συμφωνήσουν να μειώσουν τις εξαγωγές τους βάσει του εθνικού δείκτη μείωσης των αποθεμάτων τους.
Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον εμπνευστή του, αποτελεί μια καλή λύση η οποία θα συγκρατήσει τις τιμές και θα ωφελήσει τις φτωχότερες χώρες, το Πρωτόκολλο έχει μείνει στην αφάνεια. Πρόσφατα, όπως τόνισε ο κ. Κάμπελ μιλώντας στο «Βήμα», ήρθε και πάλι στο προσκήνιο, κυρίως χάρη στον Τύπο, χωρίς όμως κάποια επίσημη αναγνώριση. «Ως τώρα καμία χώρα δεν το έχει υιοθετήσει» λέει. «Εκτός ίσως από τη Σουηδία, είναι η πρώτη χώρα που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση».
Κατηγορώντας τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες ότι «φουσκώνουν» τα στοιχεία για τα αποθέματά τους και ότι κερδοσκοπούν εκμεταλλευόμενες την αυξανόμενη ζήτηση, ο κ. Κάμπελ και μαζί με αυτόν και άλλοι ειδικοί προσάπτουν στις κυβερνήσεις ολιγωρία και απροθυμία να ασχοληθούν σοβαρά με την αντιμετώπιση του ζητήματος και τη συγκράτηση των τιμών. Πέρα όμως από τα όσα θα πρέπει να γίνουν στο πολιτικό επίπεδο, πολλοί επιστήμονες επισημαίνουν ότι το ζήτημα εναπόκειται επίσης στους πολίτες, οι οποίοι θα πρέπει να αλλάξουν τις συνήθειες και τη νοοτροπία τους.
Στο επίκεντρο βρίσκονται οι μετακινήσεις καθώς υπεύθυνα για το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης πετρελαίου στον πλανήτη είναι τα μέσα μεταφοράς, με πρώτα τα αυτοκίνητα. Ενα σημαντικό, κυρίως πανεπιστημιακό, ρεύμα των οπαδών της κορύφωσης προτρέπει για εγκατάλειψη του πετρελαίου και στροφή προς τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, λιγότερη χρήση των αυτοκινήτων, επιστροφή στην τοπική παραγωγή τροφίμων και προϊόντων και γενικότερα υιοθέτηση ενός περισσότερο «πράσινου» τρόπου ζωής. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η θεωρία της πετρελαιοπαραγωγικής κορύφωσης έχει μεγάλη απήχηση στους οικολόγους: πολλοί από αυτούς βλέπουν στον φόβο για το τέλος του πετρελαίου τη μόνη ελπίδα για τη σωτηρία του πλανήτη.