Τα παραθαλάσσια τουριστικά κέντρα της Μεσογείου έχουν αρχίσει από τον περασμένο μήνα να προετοιμάζονται για την επέλαση. Οι Κάννες έχουν «οχυρώσει» τις πλαζ τους με φράγματα και δίχτυα για να κρατήσουν μακριά τις τσούχτρες. Στην Ισπανία έχει αναπτυχθεί ένας στόλος από 40 αλιευτικά σκάφη που ψαρεύουν τις μέδουσες προτού αυτές φθάσουν στις ακτές της Ιμπιζας, της Μαγιόρκας και των άλλων Βαλεαρίδων νήσων. Η επιχείρηση είναι δαπανηρή – κάθε σκάφος πληρώνεται περίπου 600 ευρώ την ημέρα -, οι ισπανικές αρχές όμως δείχνουν ότι δεν φείδονται χρημάτων προκειμένου να προστατεύσουν τους πολίτες και τον τουρισμό τους. Πέρυσι το καλοκαίρι υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 60.000 άτομα τσιμπήθηκαν από τσούχτρες στα ισπανικά θέρετρα.


Το βασίλειο της «Πελαγίας»


Για όγδοη συνεχή χρονιά η Δυτική Μεσόγειος αναμένεται να κατακλυστεί από τις μέδουσες Pelagia noctiluca, τις γνωστές μας τσούχτρες. Από τις αρχές του Ιουνίου ερευνητές έχουν εντοπίσει τεράστια σμήνη στα ανοιχτά των δυτικοευρωπαϊκών ακτών και προειδοποιούν ότι, αργά ή γρήγορα, και φυσικά ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, θα φθάσουν μαζικά στις παραλίες. Στην ανατολική πλευρά της λεκάνης της Μεσογείου η αύξηση δεν είναι το ίδιο έντονη, η παρουσία των μεδουσών όμως εμπλουτίζεται με νέα, «ξενόφερτα» είδη, όπως η Rhopilema nomadica που ήρθε από την Ερυθρά Θάλασσα περνώντας τον πορθμό του Σουέζ και έχει εγκαταστήσει αποικίες στο Ισραήλ, στον Λίβανο και στην Τουρκία.


Η επέλαση των μεδουσών που παρατηρείται τελευταία σε όλον τον πλανήτη συνιστά μια τεράστια αλλαγή στις συνήθειες των θαλάσσιων αυτών ζώων, τα οποία, στην ουσία, αποτελούν ένα είδος πλαγκτόν. Επί αιώνες εμφανίζονταν σε σμήνη κάθε 10-12 χρόνια, παρέμεναν κοντά στις ακτές περίπου για μία τετραετία και μετά υποχωρούσαν. Η περιοδικότητα του φαινομένου εξακολουθεί να ισχύει στην Ελλάδα, οι ερευνητές όμως θεωρούν ότι πλέον – και για πρώτη ίσως φορά στην καταγεγραμμένη Ιστορία – έχει διακοπεί σε άλλες θάλασσες του κόσμου. Από το 2000 ως σήμερα οι μέδουσες έχουν συνεχή παρουσία στα νερά της Δυτικής Μεσογείου, κάθε χρόνο και σε μεγαλύτερο αριθμό, ενώ οι «επιδρομές» τους γίνονται όλο και πιο σφοδρές σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Οταν τα μεγέθη του πληθυσμού τους βρίσκονται σε φυσιολογικά επίπεδα, οι πλαγκτονικοί αυτοί οργανισμοί είναι απαραίτητοι για το οικοσύστημα και την ισορροπία του. Η αύξηση όμως του πληθυσμού τους τα τελευταία χρόνια κρίνεται ανησυχητική από τους ειδικούς.


Συναγερμός στις ιχθυοκαλλιέργειες


Το περασμένο φθινόπωρο σμήνη Pelagia noctiluca κάλυψαν ένα «μπλοκ» έκτασης 27 χιλιομέτρων και βάθους 12 μέτρων στη Θάλασσα της Ιρλανδίας προκαλώντας με τα τοξικά πλοκάμια τους τον θάνατο 200.000 σολομών. «Κατέστρεψαν ολόκληρη την ιχθυοκαλλιέργεια σολομού της χώρας γιατί μπήκαν μέσα στους κλωβούς» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο Φερντινάντο Μποέρο, καθηγητής της Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε της Ιταλίας με ειδικότητα στις μέδουσες. «Στην Ιαπωνία οι ψαράδες βγάζουν μέδουσες που ζυγίζουν ως και 500 κιλά η καθεμία και σκίζουν τα δίχτυα τους. Στον Εύξεινο Πόντο, ήδη από τη δεκαετία του 1980 ένα ξενόφερτο κτενοφόρο, συγγενής της μέδουσας, καταβρόχθισε όλο το πλαγκτόν, τα αβγά και τις προνύμφες των ψαριών προκαλώντας την κατάρρευση της αλιείας».


Στα ανοιχτά της Ναμίμπια, σε μια θάλασσα όπου εδώ και μισόν αιώνα υπάρχει υπεραλίευση, οι μέδουσες αποτελούν πλέον το 80% της θαλάσσιας πανίδας καταλαμβάνοντας τη θέση των ψαριών στη διατροφική αλυσίδα. Αντίστοιχες είναι οι τάσεις στον Βόρειο Ατλαντικό. Μελέτες στον κόλπο Τσέζαπικ των Ηνωμένων Πολιτειών έδειξαν ότι οι μέδουσες καταβροχθίζουν τη μισή ημερήσια παραγωγή του γαύρου. Καναδοί ερευνητές επισημαίνουν ανάλογα φαινόμενα στις ακτές τους, προειδοποιώντας ότι, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, σε λίγο οι ψαράδες θα ανεβάζουν τα δίχτυα τους γεμάτα μέδουσες αντί για ψάρια.


Υπερθέρμανση και υπεραλίευση


Η ανωμαλία αυτή οφείλεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, σε μια σειρά παραγόντων. Από τους κυριότερους είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη, η οποία έχει κάνει τα νερά πιο θερμά ευνοώντας και παρατείνοντας την περίοδο αναπαραγωγής των μεδουσών, και η υπέρμετρη αλιεία, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. οι οποίες έχουν οδηγήσει σχεδόν σε εξαφάνιση τους φυσικούς εχθρούς – όπως ο τόνος και η θαλάσσια χελώνα – και τα ανταγωνιστικά τους είδη, αφήνοντάς τους ελεύθερο το πεδίο και άφθονη τροφή. Μια άλλη αιτία η οποία προτείνεται από ορισμένους ειδικούς και συνδέεται και αυτή με την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι η αλλαγή που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια στα θαλάσσια ρεύματα και στους ανέμους.


Οι περισσότεροι ερευνητές πάντως υποδεικνύουν ως υπ’ αριθμόν 1 ένοχο την υπεραλίευση που συντελείται σε όλες τις θάλασσες. «Η μελέτη των αλιευτικών δραστηριοτήτων» λέει ο κ. Μποέρο «δείχνει ότι οι πληθυσμοί των μεγάλων ψαριών έχουν εξολοθρευθεί σε σχεδόν όλον τον κόσμο». Το γεγονός ευνοεί τις μέδουσες από όλες τις απόψεις: οι προνύμφες πολλών ψαριών τρέφονται με πλαγκτόν, όπως οι μέδουσες, και επομένως είναι ανταγωνιστές τους, ενώ ορισμένα είδη, ως ενήλικα, τρέφονται με τις μέδουσες, οπότε είναι κυνηγοί τους. «Οταν βγαίνει από τη μέση ο ανταγωνιστής και ο κυνηγός, ο αντίπαλος έχει το πλεονέκτημα» εξηγεί ο κ. Μποέρο. «Δεν υπάρχει επιστημονική απόδειξη για αυτή την ερμηνεία, ο συσχετισμός όμως της εξάντλησης των πληθυσμών των ψαριών σε όλον τον κόσμο και της αύξησης των πληθυσμών των μεδουσών υποδεικνύει έντονα ότι τα δύο φαινόμενα έχουν σχέση».


Η άνοδος της θερμοκρασίας των θαλασσών που προκαλεί η κλιματική μεταβολή λειτουργεί επίσης υπέρ των ζελατινοειδών αυτών οργανισμών, το σώμα των οποίων αποτελείται ως και κατά 94%-98% από νερό. Οι μέδουσες αναπαράγονται σε σχετικά θερμά νερά συνήθως από την άνοιξη ως το φθινόπωρο, με μια διακοπή κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, με τους ήπιους χειμώνες και τους θερμούς ανοιξιάτικους και φθινοπωρινούς μήνες, η θερμοκρασία των νερών της Μεσογείου δεν πέφτει σχεδόν ποτέ κάτω από τους 14 βαθμούς Κελσίου, παρατείνοντας την περίοδο της αναπαραγωγής. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν μάλιστα ότι, αν η κλιματική μεταβολή συνεχιστεί στον ίδιο ρυθμό, πολύ σύντομα θα φθάσουμε να βλέπουμε μέδουσες στη λεκάνη της Μεσογείου καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.


Αντέχουν στη μόλυνση


Σε γενικές γραμμές η παρουσία των μεδουσών – και αυτό το τονίζουν όλοι οι ειδικοί – δεν έχει σχέση με τη ρύπανση των νερών, γι’ αυτό και εισβολές έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια ακόμη και σε παρθένες θάλασσες και προστατευόμενους βιοτόπους, όπως στην Ισπανία. Πολλά είδη μεδουσών ωστόσο ανήκουν στους οργανισμούς που μπορούν να ζήσουν σε μολυσμένα νερά, με αποτέλεσμα να έχουν «καταλάβει» ολόκληρες θαλάσσιες περιοχές. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στον Κόλπο του Μεξικού. Τα βιομηχανικά και γεωργικά απόβλητα, τα φυτοφάρμακα, οι ορμόνες και τα άλλα χημικά που εκβάλλονται στους ωκεανούς δημιουργούν νεκρές ζώνες με ενισχυμένη ανάπτυξη φυκών και πλαγκτόν. Εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου, τα ψάρια δεν μπορούν να ζήσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι μέδουσες όμως βρίσκουν σε αυτό άφθονη τροφή και ιδανικές συνθήκες για την αναπαραγωγή τους.


Οι προβλέψεις των ειδικών είναι δυσοίωνες. «Μετακινούμαστε από τους ωκεανούς των ψαριών στους ωκεανούς των μεδουσών» λέει ο κ. Μποέρο. «Μπορούμε ήδη να μιλήσουμε για μια ανισορροπία στο οικοσύστημα και το φταίξιμο είναι δικό μας. Εχουμε εξαφανίσει τα ψάρια». Η επιβολή ελέγχων και αυστηρών κανονισμών στην αλιεία και η προσπάθεια ενίσχυσης των πληθυσμών των ψαριών είναι το ζητούμενο, και όλοι οι επιστήμονες τονίζουν ότι θα πρέπει τα σχετικά μέτρα να εισαχθούν άμεσα και ύστερα από σοβαρή μελέτη. Για παράδειγμα, όπως εξηγεί ο ιταλός καθηγητής, οι ιχθυοκαλλιέργειες δεν αποτελούν λύση. «Με τις ιχθυοκαλλιέργειες» τονίζει «εκτρέφουμε σαρκοφάγα ψάρια στα οποία δίνουμε ως τροφή μικρότερα ψάρια, τα οποία αλιεύουμε και πάλι από τους φυσικούς πληθυσμούς τους, συμβάλλοντας στην εξαφάνισή τους».


Επιστράτευση της χελώνας


Ανεπαρκής αποδεικνύεται όμως και η επιβολή moratorium στην αλίευση ορισμένων ειδών, ίσως επειδή οι αυξημένοι πληθυσμοί των μεδουσών καταβροχθίζουν τα αβγά και τις προνύμφες των ψαριών προτού η ισορροπία μπορέσει να αποκατασταθεί. Η Ισπανία έχει επιχειρήσει να επιβάλει έναν έλεγχο στον πληθυσμό των μεδουσών επανεισάγοντας έναν από τους φυσικούς εχθρούς τους, τη θαλάσσια χελώνα. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και ο αυξημένος τουρισμός στις ακτές της εμποδίζουν όμως το εγχείρημα, καθώς οι χελώνες δεν συναντούν τις ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξή τους.


Η λύση που προτείνεται, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, είναι ο συνδυασμός του ελέγχου της αλιείας και της ενίσχυσης των πληθυσμών των ψαριών με την ταυτόχρονη αλίευση των μεδουσών. Ηδη στη Δυτική Μεσόγειο και στα φιορδ της Νορβηγίας ειδικά επιφορτισμένα αλιευτικά πλοία ασχολούνται με αυτό το έργο. Η Ιαπωνία εδώ και μερικά χρόνια έχει εισαγάγει άλλου είδους τακτική: τη θανάτωση των μεδουσών με ειδικά κοφτερά δίχτυα. Πέρυσι ωστόσο ερευνητές του ιαπωνικού Πανεπιστημίου Σιμάνε απέδειξαν ότι η μέθοδος είναι ουσιαστικά ανώφελη: εκτός του ότι οι μέδουσες, ακόμη και νεκρές, εξακολουθούν να είναι τοξικές για αρκετά εικοσιτετράωρα, σύμφωνα με τις έρευνές τους ο θάνατος επιφέρει ένα είδος οργασμικής αναπαραγωγής, με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί να αυξάνονται περισσότερο.


Μπορεί να είναι και χρήσιμες…


Η ευρωπαϊκή μέθοδος αποδεικνύεται επομένως καλύτερη, και μάλιστα ορισμένοι γάλλοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι θα μπορούσαμε να αντλήσουμε κάποια χρησιμότητα από αυτά τα φαινομενικά άχρηστα αλιεύματα. Επειδή οι μέδουσες αποτελούνται ουσιαστικά από νερό, προτείνουν να τις χρησιμοποιήσουμε για την άρδευση και τη λίπανση των καλλιεργειών, όπως γινόταν στην αρχαιότητα. Ολοι συμφωνούν πάντως στο ότι, εκτός του ότι στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να συνηθίσουμε την παρουσία τους, ταυτόχρονα θα πρέπει να μάθουμε περισσότερα για αυτούς τους θαλάσσιους οργανισμούς που, αν και από τους αρχαιότερους στον πλανήτη, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι για εμάς.


Για τον σκοπό αυτόν τρία βρετανικά πανεπιστήμια ξεκινούν αυτές τις μέρες ένα πρόγραμμα σήμανσης των μεδουσών με ειδικά μικροτσίπ ώστε να καταγράψουν την πορεία και τις συνηθειές τους. Οι λουόμενοι και οι ψαράδες που θα βρίσκουν τις «σεσημασμένες» μέδουσες νεκρές στις ακτές καλούνται να τις παραδίδουν στην ερευνητική ομάδα έναντι αμοιβής. «Οι γνώσεις μας για τις μέδουσες είναι σχεδόν όσες και για τους μονόκερους» τόνισε μιλώντας στο BBC ο επικεφαλής του προγράμματος. «Ελπίζουμε ότι η μελέτη αυτή θα βοηθήσει να τις διευρύνουμε».


ΟΙ ΠΙΟ ΤΟΞΙΚΕΣ


Δεν είναι ακριβώς σαν τις μέδουσες που γνωρίζουμε στη Μεσόγειο, είναι όμως στενές συγγενείς τους και συγκαταλέγονται στα πλέον δηλητηριώδη είδη στον πλανήτη. Κυβομέδουσες όπως οι Chironex fleckeri, Carybdea alata – οι λεγόμενες και «σφήκες της θάλασσας» – και Carukua barnesi ζουν στον Ειρηνικό Ωκεανό και αποτελούν τον φόβο και τον τρόμο των κολυμβητών στη Νοτιοανατολική Ασία, στην Ινδονησία, στη Χαβάη και κυρίως στην Αυστραλία.


Οι Carybdea alata έχουν τετράγωνο σώμα, τα πλοκάμια τους μπορούν να φθάσουν σε μήκος ως και τα 80 εκατοστά και η παρουσία τους είναι συχνή στην Αυστραλία, όπου έχουν προκαλέσει περισσότερους θανάτους από ό,τι τα φίδια, οι καρχαρίες και οι θαλάσσιοι κροκόδειλοι. Το τσίμπημά τους είναι εξαιρετικά οδυνηρό και μπορούν να επιφέρουν τον θάνατο μέσα σε τρία λεπτά.


Οι Carukua barnesi ή Irukandji δεν έχουν τόσο άμεση δράση, είναι όμως πολύ πιο «ύπουλες». Είναι μικρές σε μέγεθος – η διάμετρός τους είναι μόλις 2,5 εκατοστά – και γι’ αυτό είναι δύσκολο να τις ξεχωρίσει κανείς στο νερό. Το τσίμπημά τους αρχικά δεν είναι υπερβολικά οδυνηρό, μέσα στις επόμενες ώρες και ημέρες όμως μπορεί να προκαλέσει το λεγόμενο Σύνδρομο Irukandji οδηγώντας σε έντονους πόνους και κράμπες σε όλο το σώμα, ναυτία, εμετούς, αύξηση των παλμών της καρδιάς και της αρτηριακής πίεσης και, ενδεχομένως, στον θάνατο. Τα θύματά της χρήζουν νοσοκομειακής περίθαλψης και ως τώρα δεν έχει βρεθεί αντίδοτο για το δηλητήριό της.


JELLYWATCH ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ


Η έντονη παρουσία των μεδουσών στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια οδηγεί τους αρμόδιους φορείς στην υιοθέτηση προγραμμάτων για την παρακολούθηση του φαινομένου. Οι ειδικοί για τις μέδουσες σπανίζουν όχι μόνο στις μεσογειακές χώρες αλλά και σε όλον τον πλανήτη, ενώ η μελέτη των ειδών και των πληθυσμών τους γίνεται μεμονωμένα από χώρα σε χώρα, με ανισομερή αποτελέσματα. Προσπαθώντας να καλύψει το κενό, η Διεθνής Επιτροπή για την Επιστημονική Εξερεύνηση της Μεσογείου (CIESM), ένας οργανισμός στον οποίο μετέχουν 22 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, θέτει σε εφαρμογή το πρόγραμμα «JellyWatch», με στόχο τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των μεδουσών σε όλη τη Μεσόγειο.


Το πρόγραμμα θα καλύψει τόσο την ανοιχτή θάλασσα όσο και τις ακτές, και, όπως μας λέει ο επικεφαλής του Φερντινάντο Μποέρο, καθηγητής της Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε της Ιταλίας με ειδικότητα στις μέδουσες, αναμένεται να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες. «Δεν υπάρχει συντονισμένη έρευνα σε αυτόν τον τομέα» δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» «και είναι πολύ σημαντικό να αποκτήσουμε ένα δίκτυο παρατήρησης το οποίο θα μας βοηθήσει να εντοπίζουμε τα «καυτά» σημεία της εμφάνισης μεδουσών, την εξάπλωση των σμηνών και την κατανομή των διαφόρων ειδών».


Για να συγκεντρώσει όλα αυτά τα στοιχεία, η CIESM ζητεί από όλους – και από τους απλούς πολίτες όλων των χωρών της Μεσογείου – να αποστέλλουν σχετικές πληροφορίες και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα την οποία πρόκειται να εγκαινιάσει σύντομα (για να ενημερωθείτε, μπορείτε να απευθυνθείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση www. ciesm. org). Οι παρατηρήσεις θα προβάλλονται επάνω σε έναν χάρτη, ο οποίος θα ενημερώνεται σχεδόν καθημερινά, όπως γίνεται με τους μετεωρολογικούς χάρτες, έτσι ώστε να παρέχεται άμεση εικόνα των σμηνών που εμφανίζονται και της εξάπλωσής τους στις διάφορες περιοχές. «Ο παραλληλισμός με τη μετεωρολογία είναι ενδεικτικός» τονίζει ο κ. Μποέρο. «Η μετεωρολογική πρόβλεψη είναι δυνατή χάρη σε ένα δίκτυο παρατηρητηρίων και δορυφόρων. Για εμάς τα παρατηρητήρια και οι δορυφόροι θα είναι ο κόσμος. Δεν υπάρχει η απαιτούμενη οργανωμένη έρευνα που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε αλλιώς αυτό το πρόβλημα».


ΟΙ ΜΕΔΟΥΣΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΕΡΑ


Παρά το γεγονός ότι η Δυτική Μεσόγειος αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια κάθε καλοκαίρι μαζικές εισβολές μεδουσών, η χώρα μας φαίνεται προς το παρόν να είναι απαλλαγμένη από τέτοιου είδους προβλήματα. Η παρουσία τους στις ακτές μας εξακολουθεί να ακολουθεί τη συνηθισμένη περιοδικότητα από την οποία χαρακτηριζόταν ως τώρα σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. «Μετά το 1982» μας λέει η κυρία Ιωάννα Σιώκου-Φράγκου, βιολόγος-ωκεανογράφος και διευθύντρια Ερευνών στο Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), «στις ελληνικές θάλασσες εμφανίζονται μεγάλοι πληθυσμοί μεδουσών με μια περιοδικότητα 10-12 ετών, παρόμοια με αυτήν που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες μεσογειακές χώρες. Στις δικές μας θάλασσες οι τσούχτρες παραμένουν για δύο έως τρία χρόνια, η περίοδος παραμονής αλλάζει όμως ανάλογα με το μέρος. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε θάλασσα της Μεσογείου χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες, οι οποίες επηρεάζουν και τη συμπεριφορά των μεδουσών».


Οι μέδουσες είναι πλαγκτονικοί οργανισμοί και, όπως όλοι οι οργανισμοί αυτού του είδους, δεν κολυμπούν αλλά μετακινούνται παρασυρόμενες από τα θαλάσσια ρεύματα. Αυτό εξηγεί σε έναν βαθμό τις διαφορές στην παρουσία των πληθυσμών τους από θάλασσα σε θάλασσα. Επειδή η κίνησή τους είναι πολύ αδύναμη, δεν μπορούν να πάνε αντίθετα στα ρεύματα, όπως συμβαίνει, ας πούμε, με τα ψάρια. Ετσι, παρά την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, η εμφάνισή τους δεν έχει σχέση με την κίνηση των πλοίων. «Δεν γίνεται να ακολουθούν τα πλοία» μας λέει κατηγορηματικά η κυρία Σιώκου-Φράγκου.


Εξίσου εσφαλμένη είναι η εντύπωση ότι η παρουσία των τσουχτρών ενθαρρύνεται από τη ρύπανση. «Η πιο κοινή τσούχτρα στις ελληνικές θάλασσες είναι η Pelagia noctiluca, η οποία ζει στην ανοιχτή θάλασσα και η αύξηση του πληθυσμού της αποδεδειγμένα δεν έχει σχέση με τη ρύπανση» εξηγεί η ερευνήτρια. «Οι πληθυσμιακές διακυμάνσεις αυτής της τσούχτρας στη Μεσόγειο συνδέονται περισσότερο με τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας της θάλασσας και με άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζονται από τις κλιματικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα οι περίοδοι ξηρασίας ή έντονων βροχοπτώσεων τους ανοιξιάτικους μήνες».


Για καλή μας τύχη οι περισσότερες από τις μέδουσες που ζουν στις θάλασσές μας δεν είναι τσούχτρες. «Πρέπει να διευκρινίσουμε» τονίζει η ερευνήτρια «ότι τσούχτρες ονομάζουμε μόνο μερικά είδη μέδουσας. Ολες οι μέδουσες τσιμπούν, γιατί όλες έχουν κνιδοκύτταρα που εκκρίνουν τοξικές ουσίες. Μερικών όμως το τσίμπημα δεν είναι ενοχλητικό για τον άνθρωπο – όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τις μέδουσες «γυαλιά» – ενώ κάποιων άλλων μπορεί να προκαλέσει ακόμη και τον θάνατο – όπως των κυβομεδουσών που ζουν στην Αυστραλία».


Εδώ και μερικά χρόνια η Μεσόγειος δέχεται στα νερά της νέα είδη τα οποία μεταναστεύουν από τον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Ενα από τα πλέον καταστρεπτικά είναι η μέδουσα Rhopilema nomadica, η οποία έχει εγκαταστήσει αποικίες στις ακτές χωρών της Νοτιοανατολικής Μεσογείου όπως το Ισραήλ, όπου προκαλεί ζημιές στην αλιεία και στον τουρισμό. Παρά τις προβλέψεις ότι σύντομα θα έφθανε και στην Ελλάδα, η τσούχτρα αυτή, η οποία είναι μεγάλη σε μέγεθος, λευκή στο χρώμα και αρκετά τοξική, δεν έχει εγκατασταθεί προς το παρόν στη χώρα μας. «Πριν από δύο χρόνια» λέει η κυρία Σιώκου-Φράγκου «παρατηρήσαμε ένα άτομο της μέδουσας Rhopilema nomadica στα ανοιχτά του Λακωνικού Κόλπου». Προς το παρόν ωστόσο δεν έχει αναφερθεί άλλη «επίσκεψη» του συγκεκριμένου είδους, το οποίο, όπως τονίζει η ερευνήτρια, έχει αρκετά ενοχλητικό τσίμπημα.


ΟΙ «ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ»


Pelagia Noctiluca Ή Chrisaora Hisoscella


Το χρώμα της είναι μoβ, πορφυρό ή κοκκινωπό και η μέση διάμετρός της κυμαίνεται γύρω στα 6 εκατοστά. Σε εμάς είναι γνωστή απλώς ως τσούχτρα και είναι η μόνη μέδουσα με αυτή την ιδιότητα στα ελληνικά νερά, Είναι βιοφωταυγής οργανισμός και τη νύχτα φωσφορίζει, προσφέροντας ένα αρκετά φαντασμαγορικό θέαμα, το τσίμπημά της είναι όμως οδυνηρό και ενοχλητικό. Αν τη δείτε στο μέρος όπου κολυμπάτε, είναι καλύτερο να βγείτε από το νερό.


Aurelia Aurita


Γνωστή και ως «γυαλί», η μέδουσα αυτή είναι η πιο διαδεδομένη σε όλες τις θάλασσες. Η «ομπρέλα» της είναι σχετικά επίπεδη και είναι διάφανη με μια ελαφρώς λευκή απόχρωση και τέσσερις χαρακτηριστικούς κύκλους στο εξωτερικό της τμήμα. Το τσίμπημά της δεν είναι ενοχλητικό για τους περισσότερους ανθρώπους.


Cotylorhiza Tuberculata


Πολύ μεγάλη σε μέγεθος και με καφεκίτρινο χρώμα, η μέδουσα αυτή λέγεται και «τηγανητό αβγό» εξαιτίας του σχήματός της. Εκτός από «αβγό μάτι», μπορεί επίσης να σας θυμίσει ένα μπουκέτο λουλούδια. Είναι διαδεδομένη στο Αιγαίο και η διάμετρός της μπορεί να φθάσει τα 40 εκατοστά. Το τσίμπημά της δεν είναι επικίνδυνο.


Rhizostoma Pulmo


Γνωστή και ως μεγάλη γαλάζια μέδουσα η Rhizostoma pulmo είναι μεγάλη σε μέγεθος και η «ομπρέλα» της έχει γαλαζωπό χρώμα με μοβ αποχρώσεις ή μια μοβ ταινία στο εξωτερικό της μέρος. Το τσίμπημά της δεν είναι ενοχλητικό.


Rhopilema Nomadica


Ως τώρα η μέδουσα αυτή, η οποία πέρασε στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο από την Ερυθρά Θάλασσα, έχει κάνει μία μόνο εμφάνιση στα ελληνικά νερά. Τίποτε ωστόσο δεν αποκλείει να παρασυρθεί από τα ρεύματα και να φθάσει ξανά στις ακτές μας. Είναι πολύ μεγάλη, έχει λευκό χρώμα και το τσίμπημά της είναι πολύ οδυνηρό.