Τον τελευταίο καιρό όποιος ακούει για το νέο μεταπτυχιακό τμήμα «Γεωργία και Περιβάλλον» που λειτουργεί στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου θεωρεί ότι το μόνο που θα γίνεται εκεί είναι η ενασχόληση με τη λεγόμενη βιολογική γεωργία. Συγχρόνως, μολονότι συνεχώς επισημαίνεται η ανάγκη της συνολικής και διεπιστημονικής προσέγγισης των οικολογικών διεργασιών, οι δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με τη γεωργία σχεδόν μονίμως εντάσσονται στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος με αδιάλειπτη αναφορά στα φυτοφάρμακα. Ακόμη, δαιμονοποιούνται δραστηριότητες που σχετίζονται με τη χρήση των λιπασμάτων και της νέου τύπου γεωργίας των αυξημένων αποδόσεων. Εκείνο όμως που σχεδόν ουδέποτε αναφέρεται είναι η επωφελής παρουσία της γεωργίας σε ό,τι αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας. Στην ορνιθοπανίδα, για παράδειγμα, σε σχετικά πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Ορνιθολογικής Εταιρείας αναφέρεται ότι μετά τους υδροβιοτόπους τα γεωργικά αγρο-οικοσυστήματα είναι εκείνα που στηρίζουν τους πληθυσμούς των πουλιών, περισσότερο απ’ ό,τι τα δάση και τα άλλα «φυσικά οικοσυστήματα».
Στο κλασικό έργο του για τη Μεσόγειο ο Μπροντέλ αναφέρει ότι «το έδαφος το οποίο δεν καλλιεργείται στη Μεσόγειο πεθαίνει». Ωστόσο αυτή η επισήμανση έχει αγνοηθεί, με αποτέλεσμα σχεδόν όλες οι αναφορές που γίνονται στη γεωργία σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος σήμερα ν’ αναφέρονται στην υποβάθμιση την οποία προκαλεί στο περιβάλλον. Από την άλλη όμως υπάρχει σειρά δημοσιεύσεων την τελευταία εικοσαετία οι οποίες δίδουν στοιχεία από τα οποία προκύπτει η σημαντική βιοποικιλότητα την οποία στηρίζουν οι γεωργικές καλλιέργειες στις περιοχές μεσογειακού κλίματος. Οι πρώτες αναφορές αφορούν την ορνιθοπανίδα των ελαιώνων και ακολουθούν γενικές θεωρήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος την οποία προσφέρουν οι καλλιέργειες (ιδιαίτερα στα νησιά) σε σχέση με την ερημοποίηση και την ενδεχόμενη κλιματική αλλαγή. H πρόσφατη βιβλιογραφία που αφορά την Ελλάδα επίσης δείχνει τη σημαντική βιοποικιλότητα την οποία εμφανίζουν οι ορυζώνες, οι αμπελώνες και οι καστανεώνες συγκρινόμενοι με τα γειτονικά φυσικά οικοσυστήματα. Ειδικά για τους ελαιώνες πρόσφατες δημοσιεύσεις φθάνουν στον χαρακτηρισμό του ελαιώνα ως του πρώτου από απόψεως βιοποικιλότητας μεσογειακού δάσους, μακράν των πευκοδασών. Πράγμα που σημαίνει ότι η δημιουργία φυτεμένων πευκώνων, ειδικά σε περιοχές όπου επιτρέπουμε την κατάρρευση της ελαιοκαλλιέργειας, είναι σοβαρότατο λάθος.
Πέρα όμως από τα παραπάνω θα πρέπει να τονιστεί και σειρά άλλων – εμπειρικών επί του παρόντος – παρατηρήσεων που δείχνουν τη σοβαρότατη περιβαλλοντική προστασία την οποία παρέχουν οι καλλιέργειες. Οι καφέ αρκούδες για παράδειγμα, μολονότι όλοι αναφέρονται στην προστασία του βιοτόπου τους, επιβιώνουν και επειδή τρέφονται με καλαμπόκι το οποίο καλλιεργούν στην ορεινή Ελλάδα, με μέλι το οποίο τρώγουν ανοίγοντας κυψέλες και με φρούτα όπως τα μήλα. Αλλά και σειρά εντόμων επιβιώνουν με την επικονίαση που κάνουν στα οπωροφόρα δένδρα (αμυγδαλιές, αχλαδιές, μηλιές, κυδωνιές, κερασιές κτλ.) και στα ετήσια φυτά με άνθη όπως το βαμβάκι. Εντομα τα οποία, με τη σειρά τους, δίδουν τροφή και επιβίωση στα εντομοφάγα – κυρίως μεταναστευτικά – πουλιά τα οποία συνιστούν, τουλάχιστον για μία περίοδο, χαρακτηριστική ορνιθοπανίδα των οπωρώνων. Αλλά και οι καστανεώνες και οι καρυδεώνες στηρίζουν πληθυσμούς τρωκτικών όπως οι σκίουροι αλλά και μεγαλύτερων ζώων όπως οι αγριόχοιροι, και τα σιτηρά μεγάλους πληθυσμούς γερακιών τα οποία τρέφονται επίσης από τρωκτικά, με παραδείγματα στη Θεσσαλία και στον κάμπο της ευρύτερης περιοχής του Κιλκίς. Δεν είναι τυχαίο, προφανώς, το γεγονός ότι στους ελαιώνες πηγαίνουν πολύ περισσότεροι κυνηγοί απ’ ό,τι στα πευκοδάση. Ακόμη δεν είναι δυνατόν να αγνοήσουμε τη σχέση πουλιών με επί μέρους καλλιέργειες και είδη φυτών όπως ο συκοφάγος με τη συκιά, το αμπελοπούλι με τα αμπέλια, τα ψαρόνια και τα κοτσύφια με τις ελιές. Αλλωστε υπάρχει και η παροιμία «η ελιά δεν φυτρώνει αν δεν τη φάει ο κότσυφας». Φυσικά αναφέρεται στη διέλευση του κουκουτσιού της διά μέσου του στομαχιού του πουλιού και στην επίδραση των οξέων του στομαχιού του κότσυφα στο σπέρμα-κουκούτσι της ελιάς.
Σε αυτό το σημείο ίσως αξίζει ν’ αναφερθεί το γεγονός ότι η γειτονική τουρκική κυβέρνηση στα τουριστικά της φυλλάδια αναφέρεται στη βιοποικιλότητα και στη γενετική ήμερων ειδών, όπως η αμυγδαλιά, η αχλαδιά, η φιστικιά, το αμπέλι κ.ά., και προχώρησε σε ειδική χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα με το ποσό των 11,6 εκατ. δολαρίων για τη βιοποικιλότητα και τη διαχείριση των γεωργικών πόρων.
Τα παραπάνω είναι βέβαιο ότι δημιουργούν την ανάγκη επανεξέτασης των διεργασιών που διέπουν τη σχέση της γεωργίας με το περιβάλλον και ειδικά όσον αφορά την εξέχουσα σημασία της για τη στήριξη της βιοποικιλότητας. Δεν είναι, σίγουρα, τυχαίο το γεγονός ότι στον ελαιώνα έχουν καταμετρηθεί 102 είδη πουλιών, όταν το σύνολο των ειδών πουλιών που έχουν καταγραφεί στη χώρα μας (μόνιμα, περαστικά, μεταναστευτικά κ.ά.) φθάνει τα 420 είδη. Πράγμα αναμενόμενο από τη στιγμή που η ελιά παρέχει κατά τη δυσμενή περίοδο του χειμώνα τροφή υψηλής θερμιδικής αξίας.
Ο κ. N. Σ. Μάργαρης είναι καθηγητής του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου και διευθυντής του «National Geographic».