Καλώς ήλθατε στον θαυμαστό κόσμο του Pharming. Προέρχεται από τις λέξεις pharmaceutical και farming, θέλει να δηλώσει κάτι σαν «φαρμακευτική κτηνοτροφία» και είναι ένας από τους πολλούς νέους όρους που μας επιβάλλει η πραγματικότητα η οποία τρέχει με ταχύτητα φωτός. Μπορεί σε κάποιους όλα αυτά να παρουσιάζονται ως ψιλά γράμματα, ως μακρινό φαινόμενο που απασχολεί μόνο λίγους ειδικούς του τομέα, η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Το θέμα είναι τόσο κοντινό μας όσο ένα φάρμακο που μπορεί να χρειαστούμε στο μέλλον και θα προέρχεται από διαγονιδιακό ζώο ή φυτό. Ας κοιτάξουμε λοιπόν το νόμισμα και από τις δύο πλευρές του: μας αφορά όλους.
Τι είναι διαγονιδιακός οργανισμός
Είναι προφανές ότι προκειμένου να σκιαγραφήσουμε το προφίλ των διαγονιδιακών οργανισμών πρέπει αρχικώς να εννοήσουμε πώς ορίζεται ένας τέτοιος: διαγονιδιακός είναι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ο οργανισμός που παράγεται με την εσκεμμένη εισαγωγή ξένου DNA στο γονιδίωμά του. Το ξένο γενετικό υλικό πρέπει στη συνέχεια να μεταδοθεί διαμέσου των γεννητικών κυττάρων προκειμένου κάθε κύτταρο να περιέχει το ίδιο τροποποιημένο γενετικό υλικό το οποίο θα μπορεί να κληρονομηθεί στις επόμενες γενεές.
Ο ορισμός αυτός ίσως σας παραπέμπει σε μια πολύ πρόσφατη hi-tech τεχνολογία που «γεννά» χιμαιρικά όντα. Και όμως τα πρώτα διαγονιδιακά ποντίκια γεννήθηκαν το 1982! Επρόκειτο για «υπερ-ποντίκια» (είχε γίνει παρέμβαση στα γονίδια που καθορίζουν την ανάπτυξη) τα οποία ήταν «τέκνα» ειδικών των Πανεπιστημίων της Ουάσιγκτον και της Πενσυλβανίας. Η δημιουργία τους, που έγινε γνωστή παγκοσμίως μέσω δημοσίευσης στην έγκριτη επιθεώρηση «Nature» και η οποία είχε στόχο τη μελέτη ανθρωπίνων ασθενειών, άνοιξε νέους δρόμους για τους ερευνητές. Πέντε χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε το πρώτο ποντίκι το οποίο είχε την ικανότητα να παράγει ένα φάρμακο για ανθρώπινη χρήση – ιστικός ενεργοποιητής πλασμινογόνου (tPA) – που δρα ενάντια στους θρόμβους και έχει στόχο την πρόληψη μόνιμων βλαβών στην καρδιά οι οποίες προκαλούνται αμέσως έπειτα από ένα καρδιακό επεισόδιο. Από τότε ως σήμερα η ραγδαία εξέλιξη των τεχνικών της γενετικής μηχανικής επέτρεψε την ευρεία δημιουργία διαγονιδιακών ζώων για χρήση τόσο στην ιατρική όσο και σε τομείς όπως η κτηνοτροφία και η βιομηχανία.
Μια κατσίκα στο… κλαμπ
Είναι τέτοια η ανάπτυξη του τομέα ώστε στα τέλη του περασμένου Ιουλίου μια… κατσίκα κατάφερε να μπει στο κλαμπ των… φαρμακοβιομηχάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η αρμόδια Υπηρεσία Φαρμάκων της ΕΕ (European Medicines Agency, ΕΜΕΑ) έδωσε έγκριση για κυκλοφορία της ανθρώπινης πρωτεΐνης αντιθρομβίνης-α την οποία παράγουν με το γάλα τους 30 γενετικώς τροποποιημένες αίγες της αμερικανικής εταιρείας GTC Biotherapeutics. Η παραγωγή δεν γίνεται σε μια αποστειρωμένη τσιμεντένια μονάδα αλλά κυριολεκτικώς στη φύση, για την ακρίβεια σε φάρμα της εταιρείας στη Μασαχουσέτη. Οι ειδικοί της GTC πέρασαν περίπου μια 15ετία μελετών προκειμένου να δώσουν ζωή στα συγκεκριμένα ζώα-«φαρμακοβιομηχανίες». Οι αίγες αυτές δεν διαφέρουν σε τίποτε από τις υπόλοιπες διά γυμνού οφθαλμού. Εκείνο που τις κάνει να ξεχωρίζουν είναι ότι στο γενετικό υλικό τους περιέχεται και ένα ανθρώπινο γονίδιο το οποίο κωδικοποιεί για την αντιθρομβίνη. Οι επιστήμονες αντέγραψαν το ανθρώπινο αυτό γονίδιο και το προσέδεσαν σε ένα τμήμα του DNA της αίγας – συγκεκριμένα στον υποκινητή για τη β-καζεΐνη. Η κίνηση δεν ήταν τυχαία: με τον τρόπο αυτόν επέτυχαν το γονίδιο να «εκφράζεται» μόνο στο γάλα. Στη συνέχεια η γενετική αυτή «σύνθεση» εισήχθη σε ένα ωάριο αίγας. Κατά τη διάρκεια της γονιμοποίησης με το σπέρμα το έξτρα γονίδιο ενσωματώθηκε στο γονιδίωμα του ζώου. Το έμβρυο εμφυτεύτηκε στη μήτρα φέρουσας μητέρας και έξι μήνες αργότερα γεννήθηκαν οι αίγες-φαρμακοπαραγωγοί. Σύμφωνα με τους δημιουργούς τους οι αίγες αυτές αποτελούσαν θησαυρό από κάθε άποψη. Σε έναν μόνο χρόνο ένα τέτοιο ζώο παράγει την αντίστοιχη ποσότητα πρωτεΐνης με εκείνη που θα συλλεγόταν από 90.000 δείγματα αίματος (συνήθως η αντιθρομβίνη εξάγεται από το πλάσμα του αίματος).
Προτιμάται η Ευρώπη
Τον Ιανουάριο του 2004 οι υπεύθυνοι της αμερικανικής εταιρείας έκαναν αίτηση για έγκριση κυκλοφορίας του «ζωντανού» φαρμάκου τους στις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές, την οποία και αρχικώς δεν έλαβαν. Εύλογα θα σας γεννηθούν δύο ερωτήματα: Κατ’ αρχάς για ποιον λόγο μια αμερικανική εταιρεία στράφηκε στις ευρωπαϊκές αρχές; Διότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν στις ΗΠΑ συγκεκριμένες κατευθυντήριες για φαρμακοβιομηχανίες οι οποίες ζητούσαν έγκριση για κυκλοφορία φαρμάκου που προοριζόταν συγκεκριμένα για ασθενείς με κληρονομική έλλειψη αντιθρομβίνης (τώρα η εταιρεία αναμένεται να υποβάλει τον φάκελο έγκρισης του φαρμάκου και στην Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων – Food and Drug Administration, FDA – ως τα μέσα του 2007). Κατά δεύτερον, για ποιον λόγο απορρίφθηκε σε πρώτη φάση η αίτηση της εταιρείας; Τον περασμένο Φεβρουάριο οι υπεύθυνοι της ΕΜΕΑ, έχοντας μελετήσει τα στοιχεία, θεώρησαν ότι οι πέντε περιπτώσεις ασθενών τις οποίες περιελάμβανε ο φάκελος της GTC ήταν ανεπαρκείς για να αποδειχθούν η χρησιμότητα και η ασφάλειά του. Οι περιπτώσεις αφορούσαν άτομα με κληρονομική έλλειψη αντιθρομβίνης στα οποία το φάρμακο χορηγήθηκε κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα θρόμβωσης. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη πάθηση είναι σπάνια, εμφανίζεται σε έναν στους 3.000-5.000 ανθρώπους και για τον λόγο αυτόν οι περιπτώσεις προς μελέτη είναι πολύ λίγες.
Η ΕΜΕΑ άλλαξε όμως απόφαση λίγους μήνες αργότερα και αφού η εταιρεία έκανε έφεση ενάντια στην αρχική απόφασή της. Ειδική επιτροπή της υπηρεσίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα οφέλη από τη χρήση του ATryn είναι περισσότερα από τους κινδύνους που πιθανώς εγκυμονεί – η τελική απόφαση ελήφθη αφού έγιναν δεκτά και στοιχεία σχετικά με εννέα ασθενείς στις οποίες το φάρμακο χορηγήθηκε κατά τη διάρκεια μιας άλλης επικίνδυνης για πρόκληση θρομβώσεων διαδικασίας της γέννας (αρχικώς οι αρμόδιοι δεν είχαν λάβει υπόψη τους τα συγκεκριμένα στοιχεία παρ’ ότι είχαν κατατεθεί από την εταιρεία).
Θεραπεύει και… συμφέρει
Ετσι η απογοήτευση που φάνηκε να διακατέχει αρχικώς τόσο τους υπευθύνους εταιρειών βιοτεχνολογίας όσο και τους αναλυτές του χώρου έδωσε τη θέση της στην αισιοδοξία, κάνοντας πολλούς ξανά να πιστέψουν ότι πολλά «διαγονιδιακά φάρμακα» που βρίσκονται σήμερα στους δοκιμαστικούς σωλήνες θα αποτελέσουν μια ημέρα – ίσως και σύντομα – θεραπείες για τους ασθενείς. Ο συγκεκριμένος τομέας φαίνεται μάλιστα ότι βρίσκεται μόνο στην αρχή του και αναμένεται να γιγαντωθεί – ειδικοί του χώρου εκτιμούν ότι ως το 2012 αυτού του είδους τα φάρμακα θα κατέχουν μερίδιο της αγοράς της τάξεως των 10 δισ. ευρώ.
Κάτι τέτοιο δεν είναι παράξενο ή ανέφικτο να συμβεί, αφού όλο και περισσότερες εταιρείες ακολουθούν τη συγκεκριμένη, πολύ πιο οικονομική, από τις υπάρχουσες κατεύθυνση. Προσέξτε αυτά τα στοιχεία: Το κόστος παραγωγής μιας ουσίας για φαρμακευτική χρήση μέσω της καλλιέργειας βακτηρίων ή κυττάρων θηλαστικών (πρακτική που ακολουθείται ευρέως σήμερα) συνδέεται με παραγωγή από 0,2 ως ενός γραμμαρίου της ουσίας ανά λίτρο του μέσου καλλιέργειας. Στο γάλα διαγονιδιακών ζώων μπορούν να παραχθούν από 2 ως 10 γραμμάρια ανασυνδυασμένης πρωτεΐνης ανά λίτρο.
Η βιοτεχνολογία έχει ήδη κατακτήσει τον χώρο της παραγωγής φαρμάκων και εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς και προς άλλα πεδία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης Εταιρειών Βιοτεχνολογίας (EuropaBio), τα βιοτεχνολογικά φάρμακα, όπως οι πρωτεΐνες, τα αντισώματα και τα ένζυμα, αποτελούν αυτή τη στιγμή το 20% όλων των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην αγορά, καθώς και το 50% εκείνων που βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές. Οπως όλα δείχνουν, έπεται συνέχεια, και μάλιστα ένδοξη.
Νέα φάρμακα
Είναι η πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο που μια ανθρώπινη πρωτεΐνη η οποία παράγεται από αίγα κυκλοφορεί για εμπορικούς σκοπούς. Την έγκριση αυτή αναμένεται κατά τα φαινόμενα να ακολουθήσουν και άλλες, αφού αρκετές εταιρείες βιοτεχνολογίας ανά τον κόσμο ασχολούνται με τη συγκεκριμένη μέθοδο. Η ίδια παρασκευάστρια εταιρεία του ATryn, για παράδειγμα, διαθέτει και ένα δεύτερο ξεχωριστό κοπάδι αιγών που στο γάλα τους κρύβεται μια θεραπεία για τους συμπαγείς καρκινικούς όγκους. Η ολλανδική εταιρεία Pharming μεγαλώνει στις… φαρμακευτικές φάρμες της ένα κοπάδι αγελάδων που παράγουν την ανθρώπινη πρωτεΐνη λακτοφερρίνη, η οποία ανευρίσκεται στο μητρικό γάλα και διαθέτει αντιβακτηριακές ιδιότητες. Η ίδια εταιρεία διαθέτει και κουνέλια που προορίζονται για… γιατροί του κληρονομικού αγγειοοιδήματος, μιας σπάνιας πάθησης που σχετίζεται με αδυναμία σύνθεσης επαρκούς ποσότητας του ενζύμου-αναστολέα της C1-εστεράσης, το οποίο αναστέλλει την εξέλιξη σχηματισμού οιδημάτων. Από την πλευρά της, η αμερικανική εταιρεία Hematech επικεντρώνει τις έρευνές της σε αγελάδες-«παραγωγούς» μεγάλων ποσοτήτων ανθρωπίνων αντισωμάτων, με στόχο την ανάπτυξη θεραπειών που θα στοχεύουν τόσο τις ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις όσο και τις αυτοάνοσες διαταραχές. Και πάλι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η εταιρεία Avigenics μελετά διαγονιδιακά πουλερικά, που θα κάνουν το «χρυσό αβγό» για τη θεραπεία μεταδοτικών και αυτοάνοσων ασθενειών. Στα κοτόπουλα επικεντρώνονται και οι έρευνες της Origen Therapeutics με έδρα στην Καλιφόρνια· στόχος η παραγωγή πουλερικών που θα παράγουν στα αβγά τους διαφορετικές πρωτεΐνες για φαρμακευτική χρήση. Αυτά είναι μόνο λίγα από τα παραδείγματα των προηγμένων μελετών που διεξάγονται ανά τον κόσμο – στη χώρα μας πάντως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν έχει υπάρξει ακόμη επίσημη καταγραφή ενασχόλησης με τον συγκεκριμένο τομέα.
Μύκητες στην πρωτοπορία
Και αν όλα αυτά αποτελούν το μέλλον, η παραγωγή φαρμακευτικών ουσιών με χρήση πολύ μικρότερων οργανισμών αποτελεί όχι μόνο το παρόν αλλά και ένα παρελθόν που μετράει δεκαετίες. Οργανισμοί όπως διαφορετικά είδη μικροβίων αλλά και ζυμομύκητες αποτελούν επί έτη «εργοστάσια παραγωγής» φαρμακευτικών ουσιών. Η χρήση τους, σύμφωνα με τους ειδικούς, συνδέεται με σημαντικά πλεονεκτήματα: χαμηλό κόστος παραγωγής, μεγάλη απόδοση, πολύ καλή παραγωγή σχετικά απλών πρωτεϊνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χρήση του βακτηρίου Escherichia coli αλλά και του μύκητα Saccharomyces cerevisiae (κοινώς η γνωστή μας μαγιά αρτοποιίας) καλύπτει περίπου το 40% της αγοράς παραγωγής θεραπευτικών πρωτεϊνών. Οι οργανισμοί αυτοί επιτρέπουν την παραγωγή διαφορετικών ειδών πρωτεϊνών – για παράδειγμα, η ινσουλίνη αλλά και αυξητικές ορμόνες και αυξητικοί παράγοντες μπορούν εύκολα να παραχθούν στο Ε. coli.
Θα αναρωτιέστε για ποιους λόγους δεν χρησιμοποιείται αυτή η μέθοδος για τη δημιουργία όλων των φαρμακευτικών πρωτεϊνών. Διότι οι μικροί οργανισμοί έχουν και περιορισμένες δυνατότητες. Η παραγωγή ορισμένων μορίων είναι άκρως δύσκολη με τη χρήση τους, ενώ παράλληλα πέφτει και η ποσότητα φαρμάκου που μπορεί να εξαχθεί από αυτούς. Αυτό σημαίνει και υψηλότερο κόστος. Ετσι οι έρευνες έχουν στραφεί σε μεγαλύτερα ζώα τα οποία παράγουν πολύ πιο σύνθετες πρωτεΐνες και σε πολύ πιο συμφέρουσα τιμή.
Συνολικά υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή μελετώνται στα εργαστήρια του πλανήτη περί τις 900-1.200 υποψήφιες πρωτεΐνες και πεπτίδια για κλινική εφαρμογή μέσω χρήσεως κυτταρικών καλλιεργειών ή ζώων. Παράλληλα περί τις 140 θεραπευτικές πρωτεΐνες έχουν λάβει έγκριση κυκλοφορίας και άλλες 500 βρίσκονται σε στάδιο κλινικών δοκιμών.
Ζώα – μοντέλα
Τα διαγονιδιακά ζώα όμως έχουν άλλον έναν σημαντικό ρόλο στην Ιατρική. Αποτελούν «μοντέλα» μελέτης ανθρώπινων παθήσεων εδώ και χρόνια σε εργαστήρια ανά τον κόσμο – συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας. Οι ερευνητές χρησιμοποιούν ποντίκια με στόχο την κατανόηση της γενετικής βάσης των ανθρώπινων ασθενειών. Η επιλογή των συγκεκριμένων πειραματόζωων αποτελεί προϊόν ενδελεχούς μελέτης: οι ποντικοί είναι πολύ καλά μελετημένα ζώα, στων οποίων το γενετικό υλικό μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα παρέμβαση, δίνουν πολλούς απογόνους και ζουν λίγο (έτσι μπορεί κάποιος να έχει πολλά ζώα σε σύντομο χρονικό διάστημα για να διεξαγάγει μελέτη). Με βάση αυτά τα ζώα διεξάγονται μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο· ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα του είδους είναι το ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα MUGEN, στο οποίο συμμετέχουν επιστήμονες από 24 ινστιτούτα ή φορείς από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα – καθώς και από τις ΗΠΑ. Στόχος του προγράμματος που συντονίζεται από το Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμινγκ» είναι η κατανόηση των ασθενειών του ανοσοποιητικού συστήματος· άλλη μία υποσχόμενη πτυχή της χρήσης διαγονιδιακών ζώων.
Διαγονιδιακά και μεταλλαγμένα
Τη μία όψη του νομίσματος, την ελπιδοφόρα και αισιόδοξη, την είδαμε (όσο βέβαια είναι δυνατόν να παρουσιαστεί σε ένα άρθρο, δεδομένου ότι οι εξελίξεις του τομέα τρέχουν καθημερινά με ταχύτητα φωτός). Οπως προείπαμε όμως, υπάρχει και η δεύτερη, πιο σκοτεινή όψη, όπως σημειώνουν υπεύθυνοι περιβαλλοντικών οργανώσεων αλλά και επιστήμονες, και όπως φοβούνται αρκετοί πολίτες. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι στη συνείδηση των πολλών τα διαγονιδιακά ζώα που χρησιμοποιούνται για ιατρικούς σκοπούς ίσως αποτελούν έναν «άγνωστο τόπο». Και αυτό διότι τη μεγαλύτερη «δημοσιότητα» σε ό,τι αφορά τους διαγονιδιακούς οργανισμούς έχουν λάβει οι γενετικώς τροποποιημένοι, ή αλλιώς «μεταλλαγμένοι», που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση. Ωστόσο, σύμφωνα με τους σκεπτικιστές, η χρήση τέτοιου είδους οργανισμών εγκυμονεί ως έναν βαθμό κοινούς κινδύνους.
Σημαντικά είναι τα ερωτήματα που θέτουν ειδικοί και μη σχετικά με την ηθική πτυχή της χρήσης διαγονιδιακών ζώων ως «ζωντανών μηχανών» για την παραγωγή φαρμάκων. Τα ερωτήματα αυτά πηγάζουν κυρίως από τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην αλυσίδα της ζωής και στο περιβάλλον η παρέμβαση του ανθρώπου στο γονιδίωμα οργανισμών που διαμόρφωσαν το γενετικό υλικό τους, όπως όρισαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια εξέλιξης.
Ο φόβος της διαρροής
Παράλληλα έντονη είναι η ανησυχία για τη δράση επιτηδείων οι οποίοι θα μπορούσαν να εισαγάγουν εν δυνάμει επικίνδυνες φαρμακευτικές ουσίες στην τροφική αλυσίδα, αλλά και για τον κίνδυνο της αποκαλούμενης «διαρροής γονιδίων»: με κάποιον τρόπο «χιμαιρικοί» οργανισμοί του εργαστηρίου διαφεύγουν τον έλεγχο και βρισκόμενοι στη φύση θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την ισορροπία της μέσω διασταύρωσής τους και «επιμόλυνσης» των φυσικών οργανισμών. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να κάνει όλο το οικοδόμημα της ζωής να καταρρεύσει: μια τέτοια εξέλιξη δεν θα αφάνιζε μόνο τους υπόλοιπους φυσικούς οργανισμούς του είδους αλλά και όλα τα υπόλοιπα ζώα αλλά και φυτά που στηρίζονται σε ένα είδος για την επιβίωσή τους. Τα επόμενα παραδείγματα αποδεικνύουν των λόγων το αληθές: το 1957 ερευνητές στη Βραζιλία δημιούργησαν μια «μέλισσα-δολοφόνο». Ορισμένα τέτοια έντομα απέδρασαν και εξάπλωσαν τα… δολοφονικά χαρακτηριστικά τους στους τοπικούς φυσικούς πληθυσμούς. Παράλληλα γενετιστές του Πανεπιστημίου Purdue διεξήγαγαν μελέτη που είχε στόχο να αποκαλυφθεί τι θα συνέβαινε αν γενετικώς τροποποιημένα ψάρια «έβγαιναν» στο φυσικό περιβάλλον. Με χρήση εργαστηριακής παρατήρησης αλλά και μοντέλων υπολογιστών είδαν το αποτέλεσμα: αφανισμός του φυσικού πληθυσμού, αφού τα ψάρια που γεννιούνταν από τη διασταύρωση δεν ήταν σε θέση, λόγω αδυναμιών στον οργανισμό τους, να επιβιώσουν.
Πολλοί ερευνητές που θέτουν υπό το μικροσκόπιό τους το ζήτημα των διαγονιδιακών οργανισμών σημειώνουν ότι μιλούμε για μια σχετικά νέα τεχνολογία και ότι δεν μπορούμε να δούμε στο πραγματικό μέγεθός τους τις πιθανές συνέπειες από τη χρήση τέτοιων οργανισμών. Ζητούν ενδελεχή μελέτη και χειροπιαστά αποτελέσματα για τις επιπτώσεις τους στην υγεία και στο περιβάλλον προτού οι πολίτες τους κάνουν μέρος της ζωής τους. Σημειώνουν παράλληλα ότι το τοπίο στον τομέα της έρευνας για τα διαγονιδιακά ζώα δεν είναι τόσο «ρόδινο», απλό ή προσοδοφόρο όσο υποστηρίζουν κάποιοι: σε άρθρο αμερικανών ειδικών, επικεφαλής των οποίων ήταν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Αϊόβας, σημειώνεται ότι τα ποσοστά επιτυχίας δημιουργίας διαγονιδιακού ζώου που θα μπορεί να παράγει φαρμακευτική ουσία είναι σε πολλές περιπτώσεις άκρως χαμηλά. Ποσοστό της τάξεως του 10%-30% των εμβρύων ποντικών μετατρέπονται τελικώς σε διαγονιδιακά ζώα ικανά για παραγωγή φαρμάκου, ενώ τα ποσοστά σε ό,τι αφορά αίγες, πρόβατα ή αγελάδες είναι κάτω του 5%.
Απομόνωση συνιστά η Greenpeace
Αλλά και οι υπεύθυνοι του ελληνικού γραφείου της Greenpeace με τους οποίους ήλθε σε επαφή «Το Βήμα» προειδοποιούν για τους κινδύνους που μπορεί να «εγκυμονεί» η τεχνολογία δημιουργίας διαγονιδιακών οργανισμών. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «η δημιουργία μεταλλαγμένων (διαγονιδιακών) ζώων εγείρει τις ίδιες ανησυχίες που αφορούν και τα μεταλλαγμένα φυτά. Η τυχαία εισαγωγή γονιδίων στο DNA ζώων ή φυτών ενδέχεται να έχει απρόβλεπτες και ανεπιθύμητες συνέπειες. Τα ένθετα γονίδια μπορεί να διασπάσουν τα φυσικά γονίδια, να είναι ασταθή στο νέο τους περιβάλλον ή να λειτουργήσουν με τρόπο διαφορετικό από τον αναμενόμενο. Τα μεταλλαγμένα φυτά ή ζώα είναι ζωντανοί οργανισμοί, μπορούν να εξαπλωθούν, να μεταφερθούν, να αναπαραχθούν χωρίς να υπάρχει τρόπος να τα «αποσύρουμε» όταν διαπιστώσουμε τις όποιες επιπτώσεις τους». Οι υπεύθυνοι της οργάνωσης σημειώνουν ότι δεν αντιτίθενται στην επιστήμη της βιοτεχνολογίας όσο τα πειράματα και η έρευνα παραμένουν μέσα σε κλειστά εργαστήρια και σε ελεγχόμενες συνθήκες. Προσθέτουν όμως ότι «η ιστορία έχει δείξει ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ακόμη και όταν διεξάγουμε πειράματα για να μην υπάρξουν περιστατικά διαφυγής στο περιβάλλον, όπως συνέβη πρόσφατα με το πειραματικό μεταλλαγμένο ρύζι από τις ΗΠΑ που επιμόλυνε την τροφική αλυσίδα σε όλον τον κόσμο (www. greenpeace.gr). Παρόμοιο περιστατικό συνέβη στις ΗΠΑ το 2001 όπου καταναλώθηκαν αλλαντικά από μεταλλαγμένους χοίρους που εκλάπησαν από εργαστήριο».
Σε κάθε περίπτωση, οι διαγονιδιακοί οργανισμοί – όρος πιο επίσημος σε σύγκριση με τους όρους «γενετικώς τροποποιημένοι» ή και «μεταλλαγμένοι» που έχουμε συνηθίσει να ακούμε και οι οποίοι έχουν λάβει ήδη μια πιο αρνητική χροιά – αποτελούν με τον έναν ή άλλον τρόπο μέρος του σύγχρονου κόσμου μας. Το farming έχει ήδη γίνει pharming και όπως συμβαίνει με όλα τα καινούργια «φαινόμενα» που κατακλύζουν τη ζωή μας, το θέμα μάλλον τελικώς δεν είναι η απλή απόρριψη ή παραδοχή του αλλά ο τρόπος διαχείρισής του…
Δεν είναι μόνο τα διαγονιδιακά ζώα που ερευνώνται ή και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φαρμάκων. Και αρκετά φυτά μελετώνται για χρήση ως «πράσινες» μηχανές παραγωγής τέτοιων ουσιών. Μελέτες, για παράδειγμα, σε καπνά αλλά και φυτά σόγιας έχουν δείξει ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή πρωτεϊνών. Παράλληλα το Πανεπιστήμιο του Ρόστοκ στη Γερμανία ετοιμάζει πειραματικές καλλιέργειες πατάτας με γονίδια που θα περιέχουν το βακτήριο της χολέρας ενώ στην Ισπανία μελετάται η γενετική τροποποίηση φυτών που παράγουν ένα αντίσωμα ενάντια στο AIDS. Η «μοριακή γεωργία» εμφανίζει άνθηση από άποψη ερευνητικού ενδιαφέροντος παγκοσμίως. Στο πλαίσιο αυτό και στην Ευρώπη βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα που ονομάζεται Pharma-Planta Project και χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχοντας στόχο να δημιουργήσει και να κυκλοφορήσει τα πρώτα υποψήφια «πράσινα» φάρμακα που θα προέρχονται από διαγονιδιακά φυτά.
Οι υπέρμαχοι της έρευνας στα διαγονιδιακά φυτά αναφέρουν ότι αυτά μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμη πηγή μεγάλης και κατά κύριο λόγο φτηνής παραγωγής φαρμακευτικών ουσιών φθηνότερης ακόμη και από τη χρήση διαγονιδιακών ζώων, δεδομένου ότι τα φυτά χρειάζονται μόνο ήλιο και νερό για να αναπτυχθούν. Σήμερα η ανάπτυξη φαρμάκων αποτελεί στο μεγαλύτερο ποσοστό της μια δύσκολη διαδικασία χημικής σύνθεσης ουσιών στο εργαστήριο και στη συνέχεια παραγωγής τους σε εγκαταστάσεις με πολύ αυξημένο κόστος. Οι θιασώτες των διαγονιδιακών φυτών θεωρούν ότι οι… πράσινες μονάδες παραγωγής φαρμακευτικών ουσιών είναι απολύτως ασφαλείς (δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος επιμόλυνσης με επικίνδυνα κατάλοιπα όπως στα φάρμακα ζωικής παραγωγής) ενώ συγχρόνως πολύ πιο συμφέρουσες από οικονομικής απόψεως. Τόσο συμφέρουσες ώστε σύμφωνα με κάποιους, το κόστος παραγωγής μειώνεται ως και κατά 1.000 φορές σε σύγκριση με τις συμβατικές μεθόδους.
Στην άλλη πλευρά του… βιοτεχνολογικού αυτού νομίσματος βρίσκονται κυρίως οι οικολογικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις που κάνουν λόγο για έναν άκρως υπαρκτό κίνδυνο. Εκείνον της επιμόλυνσης άλλων καλλιεργειών που βρίσκονται κοντά στις «πειραγμένες» καλλιέργειες μέσω μεταφοράς του γενετικού υλικού τους. Το γεγονός ότι ο κίνδυνος αυτός είναι άκρως πραγματικός έχει επιβεβαιωθεί από αρκετά «ατυχήματα» που έχουν συμβεί σε καλλιέργειες. Το πιο πρόσφατο αφορά τις ΗΠΑ όπου γενετικώς τροποποιημένο γρασίδι «απέδρασε» και επιμόλυνε καλλιέργειες σε μεγάλη ακτίνα. Η Βρετανική Ακαδημία επιστημών πρόσφατα ανακοίνωσε ότι εκτεταμένα πειράματα στη χώρα έδειξαν μείωση της βιοποικιλότητας (έντομα, πεταλούδες, μικροοργανισμοί, βακτήρια κ.λπ.) ως και 90% στα χωράφια όπου καλλιεργούνταν μεταλλαγμένα φυτά. Αντίστοιχες παρατηρήσεις και επισημάνσεις έκανε πρόσφατα και το Νορβηγικό Ινστιτούτο Γενετικής Ογκολογίας.