Είναι οι ακούραστοι «άγγελοι» που ξετρυπώνουν γενναία μέσα από τα πυκνά σύννεφα καπνού και σπεύδουν να κατασβέσουν τα πύρινα μέτωπα. Για ατέλειωτες ώρες τα πυροσβεστικά αεροσκάφη παλεύουν με τις φλόγες και τις υψηλές θερμοκρασίες. Παίζουν τον δικό τους σωτήριο ρόλο προσπαθώντας να σταματήσουν το καταστρεπτικό έργο της πυρκαϊάς.


Την ώρα που οι πυρκαϊές κατακαίνε την Ευρώπη και οι χώρες προσπαθούν εναγωνίως να αλληλοβοηθηθούν αποστέλλοντας ενισχύσεις, κυρίως από αέρος, το σενάριο μιας ενιαίας ευρωπαϊκής δύναμης αεροπυρόσβεσης φαίνεται όλο και πιο πιθανό. Πρόκειται για μια ιδέα την οποία πρότεινε ο Μισέλ Μπαρνιέ, πρώην επίτροπος Περιφερειακής Πολιτικής και νυν υπουργός Γεωργίας της Γαλλίας, πριν από περίπου έναν χρόνο. Ποια είναι όμως τα αεροσκάφη που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της συμμαχίας των κρατών-μελών κατά της πύρινης κόλασης;


Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης επικρατούν τα Canadair, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι τα μοναδικά. Στον αντίποδα βρίσκονται τα ρωσικά Beriev, τα οποία καταλαμβάνουν μιαν αξιόλογη θέση στην οικογένεια των αεροσκαφών που έχουν κατασκευαστεί αποκλειστικά για την κατάσβεση πυρκαϊών.


Η παράδοση Canadair


Το Canadair CL-415 αποτελεί τη βελτιωμένη έκδοση του CL-215, του πρώτου πυροσβεστικού αεροσκάφους που δημιουργήθηκε από την ομώνυμη καναδική εταιρεία το 1960 αποκλειστικά και μόνο για την κατάσβεση πυρκαϊών, κατόπιν απαίτησης αξιωματούχων της δασικής υπηρεσίας προς την υπηρεσία εναέριων μέσων της κυβέρνησης του Κεμπέκ.


Αν και στην πορεία η κρατική Canadair αγοράστηκε από την επίσης καναδική Bombardier, το όνομα του πυροσβεστικού έχει παραμείνει ίδιο, για το ευρύ κοινό τουλάχιστον. Το CL-415 (όπως ακριβώς και ο «πρόγονός» του, του οποίου η κατασκευή σταμάτησε το 1990) είναι ένα αμφίβιο αεροσκάφος ιδιαίτερα γνωστό για τις υψηλές επιδόσεις του κατά τη μεταφορά μεγάλων φορτίων αλλά και για την αξιοπιστία του σε αντίξοες συνθήκες.


Για τη χώρα μας χρειάστηκαν κάποιες προσαρμογές στον συγκεκριμένο τύπο. Η Βοmbardier Aerospace ονόμασε την ειδική εκδοχή Canadair CL-415GR, με κύρια χαρακτηριστικά το αυξημένο βάρος απογείωσης, την εγκατάσταση εξοπλισμού έρευνας και διάσωσης, αλλά και ένα σύστημα διαχείρισης λέμβων ή άλλων φορτίων.


Με πλήρωμα δύο ατόμων, το CL-415 έχει τη δυνατότητα αστραπιαίας λήψης νερού από τη θάλασσα, λίμνες ή ακόμη και ποταμούς. Σε μόλις 12 δευτερόλεπτα γεμίζει το ντεπόζιτό του με 6.100 λίτρα νερού. Πώς ακριβώς όμως πραγματοποιείται η διαδικασία εφοδιασμού του;


Ταξιδεύοντας με μια ταχύτητα περίπου 130 χλμ. /ώρα, το υπερσύγχρονο κιτρινοκόκκινο αεροσκάφος προσθαλασσώνεται και συνεχίζει την πορεία του στο νερό. Το απαιτούμενο βάθος είναι τα δύο μέτρα, ενώ μια απόσταση 410 μέτρων είναι αρκετή για τον πλήρη εφοδιασμό του. Στη συνέχεια το αεροσκάφος μπορεί και πάλι να απογειωθεί. Οι χειριστές του έχουν τη δυνατότητα ανάμειξης του νερού με επιβραδυντικό υγρό για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα κατά την κατάσβεση.


Αποκαλούμενα και «πάπιες», από τους Καναδούς, ή «superscoopers», από τους Αμερικανούς, τα σύγχρονα Canadair έχουν μέγιστη ταχύτητά 377 χλμ. /ώρα, ενώ το επιχειρησιακό τους ύψος φθάνει τις 6.000 μέτρα. Σύμφωνα μάλιστα με την κατασκευάστρια εταιρεία, οι δύο κινητήρες του τύπου PW 123 F, ισχύος 2.380 ίππων, είναι φτιαγμένοι έτσι ώστε να μπορούν να λειτουργούν σε πλήρη ισχύ ακόμη και σε υψηλές θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών Κελσίου, σε αντίθεση με το προηγούμενο μοντέλο.


Η Ελλάδα παρέλαβε τα πρώτα από τα 13 συνολικά CL-215 τον Δεκέμβριο του 1975, με δυνατότητα υδροληψίας 5.000 λίτρων. Τον Ιανουάριο του 1999 ο εναέριος εξοπλισμός αναβαθμίστηκε παραλαμβάνοντας τα προηγμένα CL-415 με ορατές βελτιώσεις. Στο πιλοτήριο μπήκαν οθόνες υγρών κρυστάλλων, όπως αυτές που υπάρχουν στα αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας, οι κινητήρες συνδυάστηκαν με επιπλέον έλικες σύγχρονης αεροτομής για ακριβέστερους ελιγμούς, προστέθηκαν αεροδυναμικά βοηθήματα για χαμηλές πτήσεις, ενώ η ικανότητα μεταφοράς φορτίου αυξήθηκε, πράγμα που οδήγησε σε ένα νέο ηλεκτρονικό σύστημα άφεσης νερού με δυνατότητα διαχωρισμού του υγρού του φορτίου σε τέσσερα τμήματα.


Παρά την αγορά των δέκα σύγχρονων πυροσβεστικών αεροσκαφών αξίας περίπου 180 εκατ. ευρώ, το «καυτό» ζήτημα της νυχτερινής κατάσβεσης παραμένει άλυτο, καθώς οι πολύ χαμηλές πτήσεις είναι αδύνατες λόγω περιορισμένης ορατότητας.


Η πρόταση Beriev


Το ρωσικό Beriev-200, από την άλλη, διαθέτει σχεδιασμό που παραπέμπει περισσότερο σε αεροσκάφος πολιτικής αεροπορίας. Το «εξευγενισμένο» αμφίβιο διαθέτει μιαν ειδικά κατασκευασμένη άτρακτο η οποία του επιτρέπει να ικανοποιεί διάφορους τύπους αποστολών.


Το αεροσκάφος «πολλαπλών χρήσεων» ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας δύο εκ των μεγαλυτέρων ρωσικών εταιρειών αεροβιομηχανίας. Η Beriev Aircraft, διαθέτοντας μακρόχρονη πείρα στην κατασκευή υδροπλάνων από το 1934, έβαλε την ευρηματικότητα στον σχεδιασμό, ενώ o όμιλος παραγωγής αεροσκαφών Irkutsk (Irkutsk Aircraft Production Association – ΙΑΡΟ) προίκισε το Beriev με ένα νέο, προηγμένο ψηφιακό σύστημα πλοήγησης το οποίο του επιτρέπει να εκτελεί ακόμη και νυχτερινές πτήσεις.


Η πρώτη δοκιμαστική πτήση του εντυπωσιακού αεροσκάφους πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1998. Ωστόσο το πρώτο «εμπορικό» αμφίβιο απογειώθηκε τον Ιούνιο του 2003 και, όπως ήταν φυσικό, πρώτος υποστηρικτής της προσπάθειας ήταν η ρωσική κυβέρνηση μέσω του υπουργείου Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών.


Παρ’ όλα αυτά και η Ελλάδα τον τελευταίο καιρό φαίνεται να φλερτάρει με την ιδέα της αγοράς Beriev. Αυτή τουλάχιστον η φήμη άρχισε να φουντώνει πριν από το ξέσπασμα του πύρινου εφιάλτη στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, γύρω στις 29 Ιουλίου, όταν πραγματοποιήθηκε επίσημη επίσκεψη του ρωσικού πυροσβεστικού αεροσκάφους στην αεροπορική βάση της Ελευσίνας. Ο λόγος για τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση έδειξε ενδιαφέρον είναι γιατί η ρωσική έκδοση παρουσιάζει ενδιαφέροντα και έντονα, προς το Canadair, ανταγωνιστικά στοιχεία.


«Σκληρός» ανταγωνισμός


Το βασικότερο αυτών είναι η δυνατότητα μεταφοράς 12.000 λίτρων νερού σε μόλις 14 δευτερόλεπτα, σε αντίθεση με τις 6.000 του καναδικού πυροσβεστικού. Οι δύο πολυδύναμες μηχανές τύπου D-436ΤΡ turbofans προσφέρουν μέγιστη ταχύτητα 710 χλμ. /ώρα, πράγμα που σημαίνει ότι το Beriev μπορεί να πραγματοποιεί περισσότερες ρίψεις νερού πολύ πιο γρήγορα, ενώ έχει και μεγαλύτερη αυτονομία πτήσεως, ως και 50% επιπλέον, ως τον επόμενο ανεφοδιασμό καυσίμων.


Από την άλλη, το αρκετά μεγαλύτερο μέγεθος του ρωσικού αμφίβιου αποτελεί μάλλον μειονέκτημα ειδικά σε περίπτωση που η φωτιά εντοπίζεται σε φαράγγι ή σε περιοχές με ιδιαίτερη μορφολογία εδάφους. Συνεπώς η κατανάλωση καυσίμων του Beriev είναι σαφώς μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του Canadair, ενώ προβληματισμό δημιουργεί και το γεγονός ότι τα εξαρτήματα και άρα η συντήρηση του πρώτου αποδεικνύονται ιδιαίτερα ακριβότερα.


Οπως και αν έχει, η αξία των εναέριων δυνάμεων είναι ανεκτίμητη καθώς λειτουργούν συμπληρωματικά των επίγειων μέσων του πυροσβεστικού σώματος. Καταφέρνουν να προσεγγίσουν την πυρκαϊά από σημεία όπου κανένα άλλο μέσο δεν έχει πρόσβαση και με αποφασιστικότητα, τόλμη και αυταπάρνηση πολλές φορές βουτούν στην καρδιά του πύρινου θεριού. Και βέβαια η ανθρώπινη συμβολή, από πλευράς χειριστών αλλά και συντηρητών, είναι το κλειδί μιας επιτυχημένης επιχείρησης. Υστερα από ατέλειωτες ώρες πτήσεων σε αντίξοες συνθήκες, άνθρωποι και μηχανές γίνονται πλέον ένα. Και την ώρα που οι θερμοκρασίες είναι εφιαλτικές και η φωτιά φαίνεται να καλύπτει το σύμπαν, ο ένας βασίζεται στην αξιοπιστία του άλλου…