Την Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 1922, ακριβώς πριν από 86 χρόνια σαν σήμερα, κυκλοφόρησε στην Αθήνα το «Ελεύθερον Βήμα». Η «μεγάλη καθημερινή πολιτική και οικονομική εφημερίς» όπως γράφει στον υπότιτλό της, πρόδρομος και γεννήτωρ του σημερινού «Βή
ματος». Ιδρυτές του ήταν πρόσωπα του προοδευτικού χώρου των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου, ορισμένοι εκ των οποίων διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον (ισχνό τότε) τραπεζικό περίγυρο της Αθήνας και του Ελληνισμού της Αιγύπτου: οι Αλέξανδρος
Καραπάνος, Γεώργιος Ρούσος- καμία σχέση με τον συγγραφέα-, Αλέξανδρος Διομήδης, Εμμανουήλ Τσουδερός, Γεώργιος Εξηντάρης, Κωνσταντίνος Ρέντης και Δημήτριος Λαμπράκης, ο οποίος και ανέλαβε διευθυντής, με αρχισυντάκτη τον Γεράσιμο Λύχνο.
Η ταν σκληρές, δραματικές εκείνες οι ημέρες. Το μέτωπο στη Μικρά Ασία κατέρρεε και ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε σε πολλές περιοχές ατάκτως, αφήνοντας πίσω εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες και πολλούς αιχμαλώτουςοι οποίοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Ολες οι ενδείξεις προμήνυαν πλήρη καταστροφή και χιλιάδες ελληνικές οικογένειες εγκατεστημένες από τους βυζαντινούς χρόνους στη Μικρά Ασία, στα παράλια του Αιγαίου, στον Πόντο και στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, έπαιρναν τον δρόμο της προσφυγιάς. Στην Αθήνα η κυβέρνηση Γούναρη, η οποία σχηματίστηκε μετά την εκλογική ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 3 Νοεμβρίου 1920, διατηρούσε μια επιφανειακή τάξη με στρατιωτικό νόμο και λογοκρισία στον Τύπο, δεν τολμούσε όμως να απαγορεύσει την κίνηση των κομμάτων. Απομονωμένη από τους συμμάχους της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή είχε επαναφέρει τον βασιλέα, αντιμετώπιζε δεινό οικονομικό πρόβλημα καθώς οι σύμμαχοι αρνήθηκαν να δώσουν δάνειο στον Γούναρη.
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων και οι εφημερίδες που εξέφραζαν τις απόψεις του ζητούσαν την παραίτηση του Γούναρη και σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Πρωτοστατούσε στην επίθεση κατά της «Ηνωμένης» κυβέρνησης Γούναρη η εφημερίδα «Πατρίς» του Σπύρου Σίμου, αλλά η αρθρογραφία της είχε τόσο έξαλλο τόνο που άλλοτε έφερνε σε δύσκολη θέση τον ίδιο τον Βενιζέλο και άλλοτε έδινε πρόσχημα στον φρούραρχο Αθηνών να απαγορεύσει επί ημέρες την κυκλοφορία της. Αυτό ήταν ένας από τους δύο λόγους για τους οποίους ο ίδιος ο Βενιζέλος θέλησε να δημιουργηθεί και ένας άλλος πόλος που θα εκφράζει γενικότερα τις απόψεις του. Ο δεύτερος λόγος ήταν η ανάγκη να μπορέσουν να διαχυθούν ελεύθερα οι ιδέες της αστικής ανάπτυξης που έπαιρνε νέους ρυθμούς εκείνη την εποχή στη χώρα, να μπορέσουν να εκφρασθούν οι νέες δυνάμεις που εμφανίζονταν στην πολιτική και στις Τέχνες, στην Παιδεία και στην οικονομία, ακόμη και στον στρατό και την Εκκλησία. Ετσι αποφασίστηκε η ίδρυση μιας «νέας πολιτικής εφημερίδας», το «Ελεύθερον Βήμα».
Πρόγραμμα της εφημερίδας, προαγγέλλει ο αρθρογράφος στο πρώτο φύλλο της, «είναι το πρόγραμμα του Κόμματος των Φιλελευθέρων εις το οποίο ανήκουν οι ιδρυταί και συνεργάται τους. Θα εμπνέεται συνεπώς εκ των αρχών της λαϊκής επαναστάσεως του 1909 (Γουδή) εκ της οποίας προέκυψε τούτο». Από το πρώτο εκείνο φύλλο, το οποίο τιμάται 20 λεπτά, η εφημερίδα «απαιτεί» από την κυβέρνηση «την επαναφοράν των συνταγματικών παραγόντων» και υπόσχεται να «καταβάλη πάσαν νόμιμον προσπάθεια προς επικράτησιν των αρχών» της λαϊκής εξέγερσης του 1909. Δεν αγνοεί τις δυσκολίες αλλά δεν πρόκειται να γίνει «η απλή ηχώ της Δημόσιας Γνώμης. Η αποστολή της είναι πολύ δυσχερεστέρα. Εχει τας ευθύνας του και ο Τύπος. Και το θάρρος του συνεπώς οφείλει πάντοτε να είναι ανάλογον προς τας μεγάλας ευθύνας».
Δεν περιοριζόταν στην πολιτική αρθρογραφία και στα ξηρά στρατιωτικά ανακοινωθέντα το τετρασέλιδο μεγάλου σχήματος «Ελεύθερον Βήμα». Από το πρώτο του φύλλο, της 6ης Φεβρουάριου 1922, δείχνει τον δυναμισμό και την ιδεολογική του κατεύθυνση. Δείγματα λογοτεχνικής πρωτοπορίας όπως «Το Φιντανάκι» του Παντελή Χορν, ανταποκρίσεις από το Λονδίνο και το Παρίσι για θέματα που αφορούν την παγκόσμια οικονομία η οποία δοκιμάζεται σκληρά εκείνα τα μεταπολεμικά χρόνια, μουσικοκριτική και σοβαρή κριτική κινηματογράφου- για πρώτη φορά σε εφημερίδα της Αθήνας-, μαζί με ανάλυση της κατάστασης της ναυτιλίας και ζωντανό ρεπορτάζ από την αγορά, την επαρχία και το Πατριαρχείο, γεμίζουν τις σελίδες από το πρώτο φύλλο της «νέας» εφημερίδας. Δώδεκα χρόνια αργότερα ο ΜΣ, που δεν ήταν άλλος από τον Σπύρο Μαρκεζίνη, θα γράψει στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος» ότι το «Ελεύθερον Βήμα» με την έκδοσή του «μετέβαλε όχι μόνον το εκδοτικόν τοπίον της Ελλάδος αλλά και κατά τρόπον θετικόν τον τρόπον τού σκέπτεσθαι των Νεοελλήνων».