Πώς παγίδευσαν το 1957 το τηλέφωνο του Καραμανλή

H ΚΥΠ έβλεπε τους πράκτορες της Intelligence Service να συνδέουν το τηλέφωνο τού τότε πρωθυπουργού με τηλέφωνο-«σκιά» στη βρετανική πρεσβεία Πώς παγίδευσαν το 1957 το τηλέφωνο του Καραμανλή Ο στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας περιγράφει τα αίσχη των διπλωματών της «φίλης» χώρας και το κόλπο του Αβέρωφ A. ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ Πριν από 49 χρόνια ένας άλλος Καραμανλής, πρωθυπουργός και εκείνος τότε, ανακάλυπτε ότι το

Πριν από 49 χρόνια ένας άλλος Καραμανλής, πρωθυπουργός και εκείνος τότε, ανακάλυπτε ότι το προσωπικό του τηλέφωνο είχε παγιδευθεί. Οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες ανακάλυψαν την υποκλοπή από την Intelligence Service και διαπίστωσαν πως οι Βρετανοί κατέγραφαν τις επικοινωνίες του Καραμανλή σε μαγνητόφωνο που είχαν εγκαταστήσει στο κτίριο της βρετανικής πρεσβείας, δύο τετράγωνα από την πρωθυπουργική κατοικία στην οδό Καρνεάδου. Την υπόθεση είχε αποκαλύψει, σε πολύ γενικές γραμμές, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ. «Το Βήμα» όμως φέρνει σήμερα στη δημοσιότητα ένα αποκαλυπτικό κείμενο τού τότε αρχηγού της ΚΥΠ στρατηγού Αλέξανδρου Νάτσινα, το οποίο περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τι συνέβη, το μεγάλο «κόλπο» που έστησε ο Αβέρωφ για να παγιδεύσει τους Βρετανούς και την επιχείρηση αντικατασκοπίας της ΚΥΠ.


Στις 12 Φεβρουαρίου 1957 η ΚΥΠ πληροφορήθηκε ότι οι David Collet, Μάνος Tragoutsi και Anthony Hunt σχεδίαζαν την παγίδευση τού υπ. αριθμ. 73.581 τηλεφώνου του πρωθυπουργού K. Καραμανλή. H ΚΥΠ φυσικά δεν παρενέβη, άφησε τα όργανα και τους πράκτορες της Intelligence Service να δράσουν, παρακολουθώντας στενά τις ενέργειές τους. Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι έπειτα από μερικές προετοιμασίες και ρυθμίσεις στον Κεντρικό Υποσταθμό Νο 106, στη γωνία των οδών Καρνεάδου και Πλουτάρχου το τηλέφωνο 73.581 τής επί της οδού Καρνεάδου 24 κατοικίας του K. Καραμανλή συνεδέθη στις 20 Φεβρουαρίου 1957 παραλλήλως με τηλεφωνική γραμμή της βρετανικής πρεσβείας.


Την επομένη, 21 Φεβρουαρίου, διεπιστώθησαν προβλήματα στη σύνδεση τα οποία δεν επέτρεπαν τη μαγνητοφώνηση των συνομιλιών του Καραμανλή. Την ίδια ημέρα, μέσω του ιδίου Υποσταθμού, έγινε νέα παράλληλη σύνδεση του τηλεφώνου της οικίας του έλληνα πρωθυπουργού με την υπ’ αριθμ. 134 εσωτερική γραμμή της βρετανικής πρεσβείας.


Ως εκείνη την ημέρα η γραμμή αυτή χρησιμοποιούνταν από τις υπηρεσίες του βρετανικού προξενείου. Μετά τη σύνδεση με το τηλέφωνο του Καραμανλή, η συσκευή μεταφέρθηκε και η τηλεφωνική γραμμή συνεδέθη με μαγνητόφωνο. Ο Καραμανλής που ενημερώθηκε σχετικώς έκανε χρήση άλλου τηλεφώνου για την επικοινωνία με τους συνεργάτες του και έδωσε εντολή να μείνει απολύτως μυστική αυτή η αχαρακτήριστη πράξη συμμάχου χώρας.


Λίγες ημέρες αργότερα, όταν έληξε η συζήτηση για το Κυπριακό στα Ηνωμένα Εθνη και η ελληνική αντιπροσωπεία επέστρεφε στην Αθήνα, αποφασίστηκε η αποσύνδεση του τηλεφώνου του Καραμανλή από τη βρετανική πρεσβεία. Κρίθηκε όμως σκόπιμο, πριν από την αποπαγίδευση του τηλεφώνου, να συγκεντρωθούν αδιάσειστα στοιχεία αυτής της αχαρακτηρίστου πράξεως των Βρετανών.


Ετσι, διοχετεύθηκαν από τα πλέον αξιόπιστα χείλη της κυβερνήσεως ανακριβείς πληροφορίες τέτοιας φύσεως ώστε να είναι βέβαιο ότι οι Βρετανοί θα τις μετέφεραν στους Αμερικανούς.


Στόχος της μεθοδεύσεως που ακολουθήθηκε δεν ήταν να επικαλεσθεί η ελληνική κυβέρνηση τη μαρτυρία ξένων διπλωματών, αφού δεν είχε πρόθεση να δώσει δημοσιότητα στην υπόθεση, αλλά να εξασφαλίσει ατράνταχτες αποδείξεις τις οποίες δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν οι Βρετανοί και να πληροφορήσει έναν περιορισμένο αριθμό ξένων διπλωματών κατά τρόπο απολύτως πειστικό για το θέμα που είχε δημιουργηθεί.


Για τον λόγο αυτό ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ έγραψε ιδιοχείρως στις 9 Μαρτίου 1957 σημείωμα με όσα θα έλεγε στον Καραμανλή τις επόμενες ημέρες και όπου ανέφερε τα εξής:


«Σημείωμα όπερ θέλει κατατεθεί εις τράπεζαν ή εις συμβολαιογράφον εν Ελβετία ίνα δύναται αποδειχθεί πλήρως ότι το κατωτέρω περιεχόμενον τηλεφωνικής επικοινωνίας, μεταξύ προέδρου κυβερνήσεως και εμού, δεν ανταποκρίνεται ποσώς προς τα πράγματα, αλλά γίνεται επίτηδες διά να αποκαλυφθή κακοήθης πλεκτάνη.


Θα είπον εις τον πρόεδρον της κυβερνήσεως:


1. Οτι με επεσκέφθη σημαίνον όργανον της Ασφαλείας, όπερ μου ανεκοίνωσεν ότι φανατικοί Κύπριοι των Αθηνών θεωρούν ότι η κυβέρνησις χειρίζεται κατά τρόπον χλιαρόν το Κυπριακό, ότι δεν αντιδρά επαρκώς διά πράξεων αι οποίαι θα διήγειρον το πραγματικόν ενδιαφέρον των ξένων. Διά τον λόγον τούτον και διά να εκδικηθούν τον θάνατον του Αυξεντίου, σχεδιάζουν να προβούν εις εκτελέσεις εν Αθήναις, εκτελούντες υπουργούς ή μέλη των οικογενειών των ως και τους πρέσβεις της Μεγ. Βρετανίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών ή μέλη των οικογενειών των. H Ασφάλεια θεωρεί τας πληροφορίας ανεπιδέκτους αμφισβητήσεως. Θα είπω ότι αφενός διστάζω να πιστέψω ταύτα, αφετέρου όμως γνωρίζων τον φανατισμόν και την απόγνωσιν ορισμένων Κυπρίων και ιδία νεαρών τοιούτων, δεν δύναμαι να αποκλείσω ότι θα γίνουν τοιαύται απόπειραι. Δι’ ημάς μεν θα διατάξω την λήψιν μέτρων. Διά τους πρεσβευτάς όμως και διά τα μέλη των οικογενειών των δεν γνωρίζω τι μέτρα δύναμαι να λάβω ώστε αφενός μεν να είναι αποτελεσματικά, αφετέρου δε να μην είναι λίαν εμφανή. H Ασφάλεια ευρίσκεται εν μεγάλη αμηχανία, μου εδήλωσεν δε ότι δεν γνωρίζει ποιοι πρέπει να θεωρηθούν ως πιθανοί εκτελεσταί ώστε να τους εξουδετερώση δι’ εν διάστημα.


Ο πρόεδρος θα απαντήσει ανησυχών.


2. Θα ανακοινώσω εις τον πρόεδρον (εις άλλην πιθανώς συνομιλίαν) ότι πιεσθείς από τον πρεσβευτήν της Σοβιετικής Ενώσεως εδέχθην να έλθη το ρωσικό μπαλέτο. Θα εμφανισθώ απολογούμενος. Ο Πρόεδρος θα μου απαντήση ότι δεν είναι ανάγκη να στενοχωριέμαι, διότι αυτός απεφάσισε να δεχθή την πρόσκλησιν και να μεταβή εις Μόσχαν.


3. Πιθανώς κατά την αυτήν συνομιλίαν ο Πρόεδρος θα μου αναθέση να μελετήσω συνεννόησιν μετά του προέδρου Νάσερ διά την ανάπτυξιν των σχέσεών μας εις ένα είδος συμφωνίας πολιτικής με την Αίγυπτον και άλλας αραβικάς χώρας ώστε να δημιουργήσωμεν ένα αντίβαρον εις το Σύμφωνον Βαγδάτης.


Συνομιλίαι – κατά προσέγγισιν – οι ανωτέρω


Οποιαδήποτε και αν είναι η έκβαση της προσπαθείας ταύτης διά να αποκαλυφθή κακοήθης πλεκτάνη, η πρόθεσις είναι να παραμείνη αύτη άκρως απόρρητος».


Το σημείωμα του Αβέρωφ σφραγίσθηκε σε φάκελο και εστάλη στον έλληνα πρέσβη στη Βέρνη A. Κοντουμά, με την εντολή να το καταθέσει σε γνωστότατο συμβολαιογράφο της πόλεως. Για λόγους ασφαλείας, το περιεχόμενο του σημειώματος δεν γνωστοποιήθηκε στον πρέσβη.


Οταν εκρίθη ότι παρήλθε αρκετός χρόνος ώστε το περιεχόμενο της συνομιλίας Καραμανλή – Αβέρωφ να μεταφερθεί από τον βρετανό πρέσβη σε συναδέλφους του, αποφασίσθηκε η αποπαγίδευση του τηλεφώνου και η αποκάλυψη στον Sir Charles Peake της σκευωρίας που είχε «στήσει» η πρεσβεία του εναντίον της Ελλάδος.


Ο Sir Charles Peake εκλήθη στο υπουργείο Εξωτερικών την 1η Απριλίου 1957 και έγινε δεκτός από τον Αβέρωφ παρουσία τού τότε διευθυντού της 2ας Διευθύνσεως του υπουργείου Εξωτερικών Γ. Σεφεριάδη (πρόκειται για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη).


Ο Αβέρωφ κατήγγειλε στον βρετανό πρέσβη το γεγονός της παγιδεύσεως του τηλεφώνου του Καραμανλή, δίχως να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Ο Sir Charles, έμπειρος διπλωμάτης, εταράχθη τόσο που μετά βίας μπορούσε να αποκρύψει την ταραχή του.


Ο Sir Charles αρνήθηκε την κατηγορία και τότε ο Αβέρωφ του πρότεινε να μεταβούν αμέσως στη βρετανική πρεσβεία για να του δείξει ότι το τηλέφωνο του πρωθυπουργού ήταν συνδεδεμένο με μαγνητόφωνο της πρεσβείας.


Ο βρετανός πρέσβης αρνήθηκε και πάλι και ο Αβέρωφ επέμεινε ότι θα έπρεπε να μεταβούν αμέσως προκειμένου «να πεισθούν απολύτως τόσο ο ίδιος όσο και η κυβέρνησή του για τις απαράδεκτες μεθόδους που χρησιμοποιούσε η Intelligence Service ακόμη και εναντίον συμμαχικών κυβερνήσεων».


Για άλλη μια φορά ο Sir Charles αρνήθηκε κατηγορηματικά και υποστήριξε τελικώς ότι δεν μπορούσε να μετάσχει σε επιχείρηση αντικατασκοπίας εναντίον της πρεσβείας του.


Ευθύς μόλις ο Sir Charles εξήλθε από το γραφείο του έλληνα υπουργού, ο Αβέρωφ έδωσε εντολή να κληθούν ορισμένοι πρέσβεις δυτικών κρατών, οι οποίοι ενδεχομένως να είχαν ενημερωθεί για το περιεχόμενο των συζητήσεων Καραμανλή – Αβέρωφ από τον βρετανό συνάδελφό τους.


Οι ξένοι διπλωμάτες ερωτήθησαν αορίστως εάν περιήλθαν εις γνώσιν τους και από ποια πηγή οι πληροφορίες περί εκτελέσεων που επρόκειτο να πραγματοποιήσουν Κύπριοι στην Αθήνα, περί αποδοχής από τον Καραμανλή σοβιετικής προσκλήσεως να επισκεφθεί τη Μόσχα και περί συσφίγξεως των σχέσεων Ελλάδος – Αιγύπτου.


H απάντηση ήταν ότι πηγή των πληροφοριών αυτών ήταν ο πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας. Τότε ο Αβέρωφ απεκάλυψε τη σκευωρία της Intelligence Service και τόνισε ότι σε λίγες ημέρες θα είχε πλήρεις αποδείξεις.


Οταν ο φάκελος με το σημείωμα του Αβέρωφ έφτασε από τη Βέρνη, πρέσβεις δυτικών κρατών εκλήθησαν στο ΥπΕξ και παρουσία του επίσημου μεταφραστού ο Αβέρωφ τούς επέδειξε τον φάκελο στον οποίο ο συμβολαιογράφος της Βέρνης Bernard de Graffensied είχε εσωκλείσει τον σφραγισμένο φάκελο με το σημείωμα του Αβέρωφ.


Ο ελβετός συμβολαιογράφος είχε σημειώσει ιδιοχείρως την ημερομηνία επιδόσεως του φακέλου από τον έλληνα πρέσβη στη Βέρνη A. Κοντουμά και τον A’ Γραμματέα της πρεσβείας I. Γεωργίου (13 Μαρτίου 1957) καθώς και την ημερομηνία που ο φάκελος επεστράφη στον Κοντουμά από τον De Graffensied (2 Απριλίου 1957).


Μετά την ανάγνωση του σημειώματος του συμβολαιογράφου ανήχθη ο σφραγισμένος φάκελος με το σημείωμα του Αβέρωφ και ο επίσημος μεταφραστής τού ΥπΕξ ανέγνωσε το σημείωμα και το μετέφρασε λέξη προς λέξη.


Το πρωί της 2ας Απριλίου 1957 άνδρες της Διευθύνσεως Ασφαλείας αποσύνδεσαν το τηλέφωνο του Καραμανλή από την παγίδευση που είχε εξυφάνει η Intelligence Service.


Το «ροζ» σκάνδαλο ήταν κατασκοπευτικό θρίλερ Βρετανός διπλωμάτης συνελήφθη γιατί κατέγραφε τις συνδιαλέξεις έλληνα συνταγματάρχη


Η περίπτωση της παγιδεύσεως του K. Καραμανλή, αν και αναμφιβόλως υπήρξε η πλέον εντυπωσιακή, δεν ήταν δυστυχώς μοναδική. Συγκεκριμένα, στις 22 Ιανουαρίου 1957 η Βρετανίδα Cecily-Marion Bareham που εργαζόταν στην αγγλική πρεσβεία στην Αθήνα ενοικίασε διαμέρισμα ισόγειο επί της οδού Ξάνθου 7, το οποίο ανήκε στον ναύαρχο ε.α. Τιμολέοντα Λούη.


Μία εβδομάδα αργότερα στις 30 Ιανουαρίου η ΚΥΠ πληροφορήθηκε ότι το διαμέρισμα επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του συνταγματάρχου Π. Ξιντάρα και του Κυπρίου M. A. Αζίνα (σ.σ.: πρόκειται για άτομα με μεγάλη δράση στην ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνα της κυπριακής ΕΟΚΑ).


H παρακολούθηση του τηλεφώνου του συνταγματάρχου Ξιντάρα πραγματοποιήθηκε από τις 9 Φεβρουαρίου ως την 1η Απριλίου 1957 και το τηλέφωνο του Αζίνα ουδέποτε παγιδεύτηκε. H παγίδευση του τηλεφώνου του Ξιντάρα έγινε πάλι από τον υπ’ αριθμ. 300 Υποσταθμό του ΟΤΕ της οδού Πινδάρου, με συσκευές που εγκατέστησε στο διαμέρισμα της οδού Ξάνθου, στις 6 Φεβρουαρίου 1957, ο βρετανός διπλωμάτης James Egan, ο οποίος είχε αφιχθεί πριν από λίγες ημέρες στην Ελλάδα.


Η επιχείρηση των Βρετανών ήταν τόσο επιπόλαια οργανωμένη ώστε ο εντοπισμός της από την πρώτη στιγμή ήταν ευχερέστατος, η παρακολούθησή της αδιάλειπτη σε όλη τη διάρκεια ως την 1η Απριλίου, οπότε οι αρχές παρενέβησαν και συνέλαβαν τον James Egan.


* H σύλληψη του πράκτορα


H σύλληψη του Egan αποφασίστηκε την 1η Απριλίου το πρωί. Οντως στις 13.05 ο Βρετανός έφυγε από το γραφείο όπου εργαζόταν στην οδό Πλουτάρχου 4 και κατευθύνθηκε στο σπίτι του στην Ξάνθου. Στην είσοδο της πολυκατοικίας άνδρες της Ασφαλείας τού εζήτησαν να τους οδηγήσει στο διαμέρισμά του προκειμένου να εξακριβώσουν εάν ήταν αναμεμειγμένος σε υπόθεση κατασκοπείας.


Αρχικώς ο Egan αρνήθηκε, στη συνέχεια όμως συνεμορφώθη, οι άνδρες Ασφαλείας εισήλθαν στο διαμέρισμα όπου διαπίστωσαν την ύπαρξη μιας κλειδωμένης αρχειοθήκης την οποία παρά τις έντονες αρχικώς αντιρρήσεις του ο Egan αναγκάστηκε τελικώς να ανοίξει, όπου ευρέθησαν τα ακόλουθα όργανα:


* Ενα μαγνητόφωνο, βρετανικής κατασκευής τύπου Wright and Weave, εν λειτουργία συνδεδεμένο με γραμμή τηλεφώνου.


* Μία συσκευή SAT, βρετανικής κατασκευής, συνδεδεμένη με το μαγνητόφωνο και την ένδειξη «This SAT is not available in the market and is used for intercepting telephone conversations». (H παρούσα SAT δεν διατίθεται στο εμπόριο και χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών.)


* Φάκελο της βρετανικής πρεσβείας που περιείχε τρεις ταινίες μαγνητοφώνου, επίσης αγγλικής προελεύσεως.


Πέρα όμως από την ύπαρξη των συσκευών του δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία ότι τη στιγμή της έρευνας το μαγνητόφωνο κατέγραφε τηλεφωνική συνομιλία του Ξιντάρα.


Στις 14.00 τα αποτελέσματα της επιχειρήσεως των ανδρών Ασφαλείας αναφέρθηκαν στον Αβέρωφ, ο οποίος παρέθετε αποχαιρετιστήριο γεύμα στον βρετανό πρέσβη Sir Charles Peake, επί τη αναχωρήσει του, και στις 12.30 ενημερώθηκε ο Καραμανλής.


Στις 14.45 εκλήθη να προσέλθει στο υπουργείο Εξωτερικών εκπρόσωπος της βρετανικής πρεσβείας. H συνάντηση ορίσθηκε για τις 17.30 και τελικώς ο B’ Γραμματεύς J. Ε. Powell-Jones έγινε δεκτός από τον σύμβουλο πρεσβείας Μιλτιάδη Δεληβάνη, ο οποίος του γνωστοποίησε τις εξελίξεις στο διαμέρισμα της οδού Ξάνθου.


Ο Δεληβάνης προσέθεσε ότι η ανάκριση συνεχιζόταν στο διαμέρισμα του Egan και διευκρίνισε ότι η βρετανική πρεσβεία μπορούσε να στείλει εκπρόσωπό της για να διαπιστώσει την κατασκοπεία.


H έκπληξη του Powell-Jones ήταν εμφανής και αρκέστηκε να απαντήσει απλώς με τη φράση: «Ουδέν σχόλιον».


* H ταραχή του προξένου


Στις 18.45 ωστόσο ο βρετανός πρόξενος L. Biggie αφίχθη στο διαμέρισμα της οδού Ξάνθου, όπου εκρατείτο ο Egan, και ζήτησε να του μιλήσει ιδιαιτέρως. Οι παριστάμενοι άνδρες Ασφαλείας αρνήθηκαν να του παράσχουν την άδεια, με το επιχείρημα ότι η ανάκριση συνεχιζόταν, αλλά του επέτρεψαν να συζητήσει μαζί του παρουσία τους.


Ο Biggie, εμφανώς ταραγμένος, αρνήθηκε να προβεί σε οιανδήποτε δήλωση σχετικώς με τις συσκευές υποκλοπής που είχαν βρεθεί στο διαμέρισμα του Egan, προβάλλοντας στους άνδρες Ασφαλείας τον ισχυρισμό ότι το ενδιαφέρον του δεν αφορούσε τις συσκευές αλλά τον βρετανό υπήκοο, που είχε συλληφθεί.


Καθώς η ανάκριση πλησίαζε στο τέλος, ο James Egan επινόησε μία κάθε άλλο πειστική εκδοχή για να δικαιολογήσει τις ενέργειές του.


Ισχυρίστηκε σε γενικές γραμμές ότι ένας Ελληνας, τα ακριβή στοιχεία του οποίου αγνοούσε, τον πλησίασε σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της πλατείας Κολωνακίου, του είπε ότι είχε υποψίες πως η γυναίκα του τον απατούσε και του πρότεινε να εγκαταστήσει στο διαμέρισμά του συσκευές για την παρακολούθηση του τηλεφώνου της έναντι αμοιβής. Ο Egan ισχυρίστηκε ότι αφού κατανίκησε κάποιους δισταγμούς δέχθηκε ότι η εγκατάσταση των συσκευών όπως επίσης και η σύνδεση του τηλεφώνου έγιναν από τον Ελληνα και ο ίδιος απλώς άλλαζε τις μαγνητοταινίες.


Ο James Egan οδηγήθηκε στις 21.20 στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, οι ισχυρισμοί του κάθε άλλο μπορούσαν να ανατρέψουν τα στοιχεία που αποδείκνυαν την εμπλοκή του σε υπόθεση κατασκοπείας.


Την επομένη 2 Απριλίου στις 9.30 ο L. Biggie συνοδευόμενος από Ελληνα που εργαζόταν στο βρετανικό προξενείο αφίχθη στο διαμέρισμα του Egan, όπου πληροφορήθηκε ότι είχε ήδη μεταφερθεί στη Γενική Ασφάλεια.


Την ίδια περίπου ώρα εκλήθη στο υπουργείο Εξωτερικών ο σύμβουλος της βρετανικής πρεσβείας Α. Ε. Lambert, στον οποίο ο πρέσβης Γ. Σεφεριάδης επέδωσε Aide-Memoire, όπου αναφέρονταν τα περιστατικά της ανθελληνικής δράσεως του James Egan.


Ο Σεφεριάδης επεσήμανε στον Lambert ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε επί του παρόντος να αποκαλύψει την κατασκοπεία που διενεργήθη εναντίον της χώρας, διότι δεν ήθελε να επιδεινωθούν περαιτέρω οι ελληνοβρετανικές σχέσεις.


Προσέθεσε όμως ότι επιθυμία της ελληνικής κυβερνήσεως ήταν να εγκαταλείψουν το ταχύτερο δυνατόν τη χώρα τα άτομα που είχαν εμπλακεί στην υπόθεση κατασκοπείας.


Οντως στις 4 Απριλίου 1957 ο James Egan αναχώρησε για τη Βρετανία και στις 10 Απριλίου τον ακολούθησε ο Antony Hunt.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.