Από darling, κόκκινο πανί και μετά πάλι darling. H θυελλώδης σχέση του Ανδρέα Παπανδρέου με την δεύτερη πατρίδα του, την Αμερική, σφράγισε την πολιτική διαδρομή του. Γνώριζε όσο λίγοι την Αμερική, ένιωθε περισσότερο «σπίτι του» στη Βοστώνη ή στο Μπέρκλεϊ ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν η περίπλοκη σχέση με τον πατέρα του και η εμπειρία στο ελληνικό πολιτικό καμίνι τον έπεισαν να επιστρέψει.


Ενας παλιός αμερικανός φίλος του θυμάται ακόμη την επιστολή που πήρε από τον Ανδρέα όταν έφυγε, μετά την πρώτη σύντομη εγκατάστασή του στην Ελλάδα. «Λίγο – πολύ» μού έγραφε «δεν άντεχε την ελληνική πραγματικότητα που τον πλήγωνε» θυμάται ο αμερικανός φίλος και προσθέτει: «Το πώς σκεπτόταν δεν διέφερε από το πώς έβλεπε την Ελλάδα ένας φιλελεύθερος αμερικανός διπλωμάτης, ο οποίος την αγαπούσε αλλά δαιμονιζόταν από τα προβλήματά της». Ο Ανδρέας διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα την πρώτη περίοδο μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του. Ο Τζον Οουενς, νεαρός πολιτικός σύμβουλος τότε, θυμόταν πάντοτε τη συζήτηση που είχε αποτυπώσει σε ένα τηλεγράφημά του με τον Ανδρέα, να του λέει λίγο πριν από τις εκλογές του 1963 πως «είναι η πρώτη φορά που ο γιος του έλληνα πρωθυπουργού θα είναι αμερικανός υπήκοος. Και πρέπει και οι δύο να το εκμεταλλευθούμε αυτό!». Ο μήνας του μέλιτος δεν κράτησε όμως πολύ. Κάτι πήγε πολύ στραβά στη σχέση του Ανδρέα με τους Αμερικανούς. Ο ίδιος πίστευε ότι τον έβλεπαν σαν «αμερικανάκι» και θα τον έκαιγαν πολιτικά, χρησιμοποιώντας τον. Τον είχε ενοχλήσει βαθύτατα το ότι ο σταθμάρχης της CIA Λοκ Κάμπελ τού είχε ζητήσει να παρέμβει στον πατέρα του για την αλλαγή του εκλογικού νόμου ή ότι στελέχη της πρεσβείας τον παρακαλούσαν να αναλάβει διάφορες αποστολές για λογαριασμό του. Την ίδια περίοδο άλλωστε η Αθήνα είχε κατακλυσθεί από φήμες πως «ο Ανδρέας είναι πράκτορας, είχε δουλέψει για την CIA παλαιότερα κτλ.». Οι Αμερικανοί πίστευαν ότι φοβούμενος την πολιτική ζημιά που του προκαλούσε η ταύτισή του με τις ΗΠΑ αποφάσισε να κάνει στροφή 180 μοιρών και να παίξει το παιχνίδι του αντιαμερικανισμού. Αυτό συνέβη, πρώτη φορά, όταν διαπληκτίστηκε άγρια, ως υπουργός Προεδρίας, με τον υπεύθυνο της Υπηρεσίας Πληροφόρησης Βίνσεντ Τζόις για μια φαινομενικά ασήμαντη υπόθεση. Με τον καβγά αυτόν όμως έδωσε το σήμα πως «ήταν πλέον ένας άλλος Ανδρέας». Ακολούθησαν ο τορπιλισμός – από την πλευρά του – τού Σχεδίου Ατσεσον για το Κυπριακό, τα γεγονότα της αποστασίας και τις παραμονές των εκλογών του 1967 ο Ανδρέας ήταν πλέον η Νέμεσις της CIA και του αμερικανικού κατεστημένου.


H πρεσβεία στην Αθήνα είχε προτείνει μυστική επιχείρηση χρηματοδότησης όλων των υποψηφίων της Ενωσης Κέντρου, οι οποίοι δεν ελέγχονταν από τον Ανδρέα, προκειμένου να τον αποδυναμώσουν μετεκλογικά. H πρόταση απορρίφθηκε από τον Λευκό Οίκο αλλά στη σχετική εισήγηση ο Ανδρέας εμφανιζόταν ως ο πραγματικός «αντίχριστος» της ελληνικής πολιτικής σκηνής ενώ και μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου προβαλλόταν ως η βασική αιτία της ανόδου των συνταγματαρχών στην εξουσία.


Στα χρόνια της χούντας η ρητορική του Ανδρέα ξεπέρασε κάθε όριο σε σχέση με τις ΗΠΑ. H Ουάσιγκτον θεωρούσε πως ο Ανδρέας χρωστούσε τη ζωή και την απελευθέρωσή του στις ΗΠΑ, λόγω της παρέμβασης Τζόνσον στους συνταγματάρχες. Το καλοκαίρι του 1974 ο τότε υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ υποστήριζε πως ήταν προτιμότερο να συνεχισθεί η δικτατορία του Ιωαννίδη προκειμένου να μην ανέλθει ο Ανδρέας στην εξουσία. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας ο αντιαμερικανισμός απέκτησε κεντρικό ρόλο στην πολιτική πλατφόρμα του Ανδρέα, ο οποίος όμως διατηρούσε πάντοτε διαύλους επικοινωνίας με την Ουάσιγκτον. H άνοδός του στην εξουσία δεν εξέπληξε, συνέπεσε όμως με την συντηρητικότερη αμερικανική μεταπολεμική κυβέρνηση. Οι δηλώσεις του, οι σχέσεις με τον Καντάφι ή τον Ορτέγκα είχαν προσδώσει μυθικές διαστάσεις στον έλληνα πρωθυπουργό. Σημαντικό στέλεχος της Ομογένειας πίεζε την κυβέρνηση Ρίγκαν να προσκαλέσει τον Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον για να «λιώσουν οι πάγοι». Επειτα από λίγες ημέρες πήρε ένα τηλεφώνημα από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και προσκλήθηκε σε κλειστή ενημέρωση, μαζί με άλλους της Ομογενείας. Μόλις μπήκαν στην επιβλητική αίθουσα, τα φώτα έσβησαν και άρχισαν να προβάλλονται διαφάνειες: ο Ανδρέας αγκαλιά με τον Καντάφι, τον Αραφάτ κ.ά. Μόλις τελείωσε η προβολή, ένας αξιωματούχος ανέβηκε στο βήμα και τους είπε: «Αυτόν τον άνθρωπο θέλετε να προσκαλέσουμε;».


H σχέση Αθηνών – Ουάσιγκτον διατηρήθηκε σε ανεκτά επίπεδα, λόγω ενός σοφού πρεσβευτή που γνώριζε καλά τον Ανδρέα, του Μόντι Στερνς, ο οποίος πρόφερε την παροιμιώδη φράση: «Κοιτάξτε τι κάνει, όχι τι λέει» (look at his deeds not his words). Ο Στερνς εκμεταλλευόταν την επίδραση της γοητείας του Παπανδρέου στους αμερικανούς συνομιλητές του για να διατηρήσει ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας. Κάποτε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Σουλτζ ήλθε στην Αθήνα με μοναδικό σκοπό να προβεί σε σκληρό διάβημα προς τον Ανδρέα. Ανέβηκε μαζί με τον Στερνς στο Καστρί, όπου ο Ανδρέας άρχισε να του μιλάει για το παλιό του πανεπιστήμιο, το ποδόσφαιρο κ.ά. H συνάντηση τελείωσε και στον δρόμο προς το αεροδρόμιο ο Σουλτζ κοιτάχθηκε με τον Στερνς και κατάλαβαν πως ουσιαστικά είχαν ξεχάσει να κάνουν την παράσταση για την οποία υποτίθεται ότι είχε έλθει ο αμερικανός υπουργός.


Ο Στερνς πλήρωσε βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις τη σχέση εμπιστοσύνης. Το 1985 οι Αμερικανοί ανησυχούσαν μήπως ο Παπανδρέου δεν συμφωνήσει ως προς την επανεκλογή Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, η οποία για τις ΗΠΑ αποτελούσε «δικλίδα ασφαλείας». Ο Στερνς πήγε και είδε τον Ανδρέα, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Μετέβη στην Ουάσιγκτον και μία Παρασκευή μεσημέρι μετέφερε τη ρητή διαβεβαίωση στον Σουλτζ και σε όλη την ηγετική ομάδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Την επομένη τον ξύπνησαν ξημερώματα για να τον ενημερώσουν σχετικά με το άδειασμα του Καραμανλή από τον Ανδρέα.


Από «κόκκινο πανί» και πάλι «darling»


H σχέση Ανδρέα – ΗΠΑ έφτασε στα όριά της την περίοδο 1989-90. Κάποιοι είχαν πείσει την CIA ότι ο Ανδρέας διατηρούσε σχέσεις με τη «17 Νοέμβρη» και πως η απομάκρυνσή του από την εξουσία ήταν θέμα ζωτικής σημασίας για τα αμερικανικά συμφέροντα. Ολα αυτά άλλαξαν με την επανεκλογή του. Ο Ανδρέας, κουρασμένος πια, θέλησε να κλείσει τον πολιτικό του κύκλο με μια θριαμβευτική επιστροφή στην αμερικανική σκηνή. Συστηματικά και με αθόρυβο τρόπο άνοιξε κανάλια επικοινωνίας με την κυβέρνηση Κλίντον, την οποία θεωρούσε ότι βρισκόταν πιο κοντά στην δική του πολιτική κουλτούρα. Οσοι θυμούνται τον Ανδρέα να βαδίζει με αργό, απελπιστικά αργό βήμα από το Οβάλ Γραφείο στην Αίθουσα Ρούζβελτ για να δώσει κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Κλίντον, καταλάβαιναν από το βλέμμα του πως απολάμβανε πλήρως τη σημασία και προσοχή που του έδιδε η δεύτερη πατρίδα του. Από κόκκινο πανί είχε γίνει πάλι darling. Οσο για το τι απέμεινε από τη θυελλώδη σχέση του με τις ΗΠΑ, κατ’ άλλους κληρονομιά της αποτελεί το άκριτο κομμάτι του ελληνικού αντιαμερικανισμού και κατ’ άλλους το τέλος της ελληνικής υποτέλειας στις ΗΠΑ. Το βέβαιο είναι πως ισχύει πάντοτε η ρήση του Στερνς: «Κοιτάξτε τι έκανε, όχι τι έλεγε»!