Αν άκουγε κανείς τους «πύρινους» λόγους που εκφωνήθηκαν από το βήμα της Βουλής την περασμένη Πέμπτη, ημέρα συζήτησης του νέου προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου, μπορεί να έμενε και με την εντύπωση ότι ορισμένοι ομιλούντες ήταν «πένητες συμβασιούχοι» που διεκδικούσαν τα δεδουλευμένα τους. Αρκετοί από τους βουλευτές που έλαβαν τον λόγο επιδόθηκαν σε μύδρους κατά του «λαϊκισμού των μέσων ενημέρωσης» – που, κατά την άποψη τους, «απαξιώνουν τον κοινοβουλευτισμό» – και σε περιγραφές με τα πλέον μελανά χρώματα της οικονομικής κατάστασης των μελών του Κοινοβουλίου.
Παρ’ ότι αποτελεί ένα είδος κοινοβουλευτικής «παράδοσης» να γίνονται ανάλογες επικριτικές επισημάνσεις κάθε φορά που συζητείται ο προϋπολογισμός της Βουλής, αυτή τη φορά ορισμένοι βουλευτές ήταν μάλλον πιο επιθετικοί. Και ίσως σε αυτό να συνέβαλε η επικαιρότητα που έχει αποκτήσει το θέμα των αμοιβών τους, εξαιτίας της πρόσφατης απόφασης του Μισθοδικείου, το οποίο απεφάνθη μεν για αυξήσεις στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, αλλά τυχόν εφαρμογή της απόφασής του θα έχει άμεση επίπτωση στις απολαβές των «300».
Αλλωστε από το 1964, με απόφαση της τότε Ολομέλειας που πήρε συνταγματική περιωπή με το Ζ/ Ψήφισμα της Αναθεωρητικής Βουλής του 1975, «το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης προσδιορίζεται στο εκάστοτε επίπεδο του συνόλου των πάσης φύσεως αποδοχών και επιδομάτων του ανώτατου δικαστικού λειτουργού».
* Το παράπονο του κοινοβουλευτικού
«Κοστίζουμε 3,96 ευρώ τον χρόνο σε κάθε έλληνα πολίτη» ήταν το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο πρώτος ομιλητής, ο βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας της ΝΔ κ. Απ. Κωστόπουλος. Ο πρώην εφοριακός που έκανε αυτόν τον υπολογισμό – ο οποίος πρέπει να εντυπωσίασε τους συναδέλφους του, αν κρίνουμε από τη συχνή επίκληση που του έγινε στη συνέχεια – κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα διαιρώντας το κονδύλι των 43,57 εκατ. ευρώ που προβλέπεται στον προϋπολογισμό του 2007 μόνο για τις απευθείας απολαβές των βουλευτών με τον συνολικό πληθυσμό των 11 εκατομμυρίων κατοίκων της χώρας. Συμπεριέλαβε, προφανώς, στην ανάλυσή του ακόμη και τα νεογέννητα.
Η μάλλον αυθαίρετη αυτή ανάλυση του εκπροσώπου της Αιτωλοακαρνανίας φαίνεται ότι επηρέασε τον κερκυραίο κυβερνητικό βουλευτή κ. Ν. Γεωργιάδη, ο οποίος, αν και δήλωσε ότι γενικώς είναι κατά του συνδικαλισμού, επισημαίνοντας την «έλλειψη συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των βουλευτών», ανέλαβε από μόνος του αυτόν τον ρόλο και δήλωσε: «Εχουμε βουλευτές επαγγελματίες αποκλειστικής απασχόλησης και κακοπληρωμένους σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κοινοβούλια».
Είναι όμως όντως κακοπληρωμένοι οι έλληνες βουλευτές; Το ερώτημα επιδέχεται πολλές απαντήσεις, οι οποίες εξαρτώνται από τα στοιχεία που χρησιμοποιεί κανείς.
* Απολαβές… πείνας, 6.700 ευρώ
Σε απόλυτους αριθμούς, οι απολαβές των μελών της Βουλής των Ελλήνων, οι οποίες κατά μέσο όρο κυμαίνονται γύρω στις 6.700 ευρώ μηνιαίως, βρίσκονται περίπου στον μέσο όρο των αμοιβών που απολαμβάνουν οι ομόλογοί τους σε άλλα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υπάρχουν και πιο καλοπληρωμένοι αλλά και πιο κακοπληρωμένοι ευρωπαίοι κοινοβουλευτικοί, όπως άλλωστε συμβαίνει και με άλλους κλάδους στη χώρα μας.
Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει η διαχρονική σύγκριση των αμοιβών των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο μισθό που ισχύει στη χώρα μας. Από τα στοιχεία που συνέλεξε και επεξεργάστηκε «Το Βήμα» προκύπτει σαφώς ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι βουλευτές βελτίωσαν σημαντικά την οικονομική θέση τους.
Ειδικότερα, όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, το 1984 ο βασικός μηνιαίος μισθός υπαλλήλου, όπως καθορίζεται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση, ήταν 79,27 ευρώ (27.012 δρχ. της εποχής), ενώ η βουλευτική αποζημίωση ανερχόταν σε 425,74 ευρώ (145.074 δρχ.). Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, αλλά και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, ο βασικός μισθός κυμαινόταν σε ποσοστό από 16% ως 20% της βουλευτικής αποζημίωσης.
Η σχέση αυτή ανετράπη στις αρχές του 1993, όταν επί προεδρίας του αείμνηστου Αθανασίου Τσαλδάρη και με υπουργό Οικονομικών τον κ. Ι. Παλαιοκρασσά δόθηκε στη βουλευτική αποζημίωση, η οποία είχε σχεδόν «παγώσει» τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, μια γενναία αύξηση, έπειτα από προσφυγές δικαστικών οι οποίοι διεκδίκησαν και έλαβαν αυξήσεις, μέρος των οποίων, όπως και οι βουλευτές, πήραν (και) αναδρομικώς με τη χορήγηση ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου.
Εκτοτε και επί μία τετραετία ο βασικός μισθός αντιπροσώπευε το 15% της βουλευτικής αποζημίωσης, ποσοστό που περιορίστηκε σε επίπεδα κάτω του 10%, όταν από την αρχή του 1997 ετέθη σε εφαρμογή νέο μισθολόγιο για τους δικαστικούς. Ενα μισθολόγιο που επέβαλε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Ευάγγελος Γιαννόπουλος και πάλι κατόπιν προσφυγών στα δικαστήρια που κατετέθησαν από λειτουργούς της Θέμιδος, αλλά αυτή τη φορά και από βουλευτές (κυρίως τέως). Με τον τρόπο αυτόν η αποζημίωση των βουλευτών σχεδόν διπλασιάστηκε και από 2.196,18 ευρώ (748.349 δρχ.) που ήταν ανήλθε σε 4.190,75 ευρώ (1.428.000 δρχ.), ενώ δόθηκαν εκ νέου και αναδρομικά προηγούμενων ετών.
* «Μέτωπο» με τους δικαστικούς
Με τις γενναίες αυτές αυξήσεις που εξασφάλισαν οι βουλευτές, χάρη κυρίως στις διεκδικήσεις των δικαστικών, η βουλευτική αποζημίωση διαμορφώθηκε εφέτος στα 5.495,80 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι στη διάρκεια των τελευταίων 22 ετών η αμοιβή των βουλευτών αυξήθηκε κατά 12,9 φορές, όταν την ίδια περίοδο ο βασικός μισθός ενός υπαλλήλου αυξήθηκε μόλις κατά 7,6 φορές.
Ο νέος προϋπολογισμός που ψηφίστηκε την περασμένη Πέμπτη και θα ισχύσει το 2007 προβλέπει συνολικές πιστώσεις 189,8 εκατ. ευρώ, από τα οποία για τις άμεσες παροχές προς τους βουλευτές θα διατεθούν 43,57 εκατ. ευρώ. Τα ποσά αυτά συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα του 1975 δείχνουν ότι κατά τα τελευταία 32 χρόνια η αποζημίωση των βουλευτών αυξήθηκεσε 64 περιπτώσεις και οι συνολικές δαπάνες της Βουλής κατά 174 φορές.
Ετσι, αν αποδειχθεί ότι οποιοσδήποτε άλλος κλάδος στη χώρα μας βελτίωσε περισσότερο την οικονομική του θέση, οι βουλευτές θα έχουν κάθε λόγο να επιμένουν πως είναι «κακοπληρωμένοι».
Η επιβάρυνση του προϋπολογισμού από τις «διευκολύνσεις»
Οι «διευκολύνσεις» που στην πορεία του χρόνου παρέσχε το Δημόσιο στα μέλη του Κοινοβουλίου επιβαρύνουν τόσο τον προϋπολογισμό του κράτους (όπως, επί παραδείγματι, οι αμοιβές των πέντε υπαλλήλων που μπορούν να αποσπούν στα γραφεία τους) όσο και αυτόν της Βουλής (επιστημονικός συνεργάτης, χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτου, τηλεφωνική και ταχυδρομική ατέλεια, επίδομα στέγης και δωρεάν παραχώρηση γραφείου σε «επαρχιώτες»). Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για τη σημαντική αύξηση που γνώρισαν από τη Μεταπολίτευση τα κονδύλια που διατίθενται για τη Βουλή. Ειδικότερα:
* Το 1975 οι συνολικές πιστώσεις του προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου ήταν μόλις 1,09 εκατ. ευρώ (373 εκατ. δρχ.), από τα οποία για την κάλυψη της όντως πενιχρής, τότε, αποζημίωσης και των συνδεδεμένων με αυτήν επιδομάτων που ελάμβαναν οι βουλευτές της εποχής πήγαιναν 674.000 ευρώ (230 εκατ. δρχ.).
* Το 1980 οι πιστώσεις του προϋπολογισμού έφθασαν τα 2,58 εκατ. ευρώ (880 εκατ. δρχ.) και οι πάσης φύσεως βουλευτικές αποδοχές τα 1,16 εκατ. ευρώ (396 εκατ. δρχ.).
* Το 1985 ο προϋπολογισμός είχε κονδύλια 7,33 εκατ. ευρώ (2,5 δισ. δρχ.) και τα λεγόμενα «συνταγματικά βάρη», όπως αποκαλούνταν οι αμοιβές των βουλευτών, ήταν 2,78 εκατ. ευρώ (951 εκατ. δρχ.).
* Το 1990 τα κονδύλια του προϋπολογισμού ανέβηκαν στα 19,64 εκατ. ευρώ (6,7 δισ. δρχ.) και η δαπάνη για τις βουλευτικές αποδοχές στα 6,74 εκατ. ευρώ (2,3 δισ. δρχ.).
* Το 1995 ο προϋπολογισμός ανήλθε απότομα στα 42,52 εκατ. ευρώ (14,5 δισ. δρχ.) και τα «συνταγματικά βάρη» στα 16,4 εκατ. ευρώ (5,6 δισ. δρχ.).
* Το 2000 ο προϋπολογισμός εκτινάχθηκε στα 97,06 εκατ. ευρώ (33,1 δισ. δρχ.) και οι βουλευτικές αμοιβές στα 32,84 εκατ. ευρώ (11,2 δισ. δρχ.).
* Το 2005 εξάλλου ο συνολικός προϋπολογισμός της Βουλής, αποτυπωμένος πλέον μόνο σε ευρώ, έφθασε τα 158,27 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων για τη βουλευτική αποζημίωση και τα διάφορα επιδόματα (οργάνωσης γραφείου, οικογενειακό, έξοδα κίνησης και κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών για όσους υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους, λόγω του ασυμβιβάστου που στο μεταξύ εφαρμόστηκε), διατέθηκε το ποσό των 40,5 εκατ. ευρώ.