Το Νταρφούρ είναι μια ανθρωπιστική καταστροφή: οι νεκροί φθάνουν τις 200.000. Χιλιάδες είναι αυτοί που έχουν υποστεί βασανιστήρια ή έχουν πέσει θύματα βιασμού και 2,6 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους εξαιτίας ενός πολέμου που διεξάγει η κυβέρνηση του Σουδάν εναντίον του ίδιου του λαού της. Απόπειρα πάταξης μιας εξέγερσης αρχικώς, η όλη προσπάθεια εξελίχθηκε γρήγορα σε επιχείρηση φόνων και απελάσεων. Η κυβέρνηση του Σουδάν επιστρατεύει και πληρώνει τους τοπικούς πολιτοφύλακες Τζαντζαουίντ, οι οποίοι εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον απροστάτευτων χωριών και πόλεων- συχνά σε στενή συνεργασία με τις σουδανέζικες αεροπορικές δυνάμεις.
Οι συνέπειες είναι καταστροφικές. Σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού του Σουδάν έχει εκδιωχθεί από τα σπίτια του και βρίσκεται σήμερα σε ειδικά στρατόπεδα μέσα στη χώρα, με τους πρόσφυγες έρμαια του τρόμου των Τζαντζαουίντ ή σε εξίσου εκτεθειμένους καταυλισμούς στο Τσαντ. Οι διεθνείς ανθρωπιστικές προσπάθειες να βοηθηθούν οι πρόσφυγες εμποδίζονται από την κυβέρνηση του Σουδάν και από τις άσκοπες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ακόμη και όταν η ανθρωπιστική βοήθεια κατορθώσει τελικώς να φθάσει, το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι (για να δανειστώ τα λόγια ανώνυμου ανώτατου αξιωματούχου του ΟΗΕ) να «κρατηθούν οι άνθρωποι ζωντανοί ώσπου να σφαγιαστούν».
Το Νταρφούρ απαιτεί τη συνεπή και σταθερή δράση της διεθνούς κοινότητας. Τα τελευταία τρία χρόνια το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει περάσει τρία ψηφίσματα τα οποία ζητούν από την κυβέρνηση του Σουδάν να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της να προστατεύσει τον ίδιο τον λαό της. Ανάμεσα σε αυτά τα ψηφίσματα συγκαταλέγεται και ο αφοπλισμός των Τζαντζαουίντ. Η κυβέρνηση του Σουδάν ωστόσο δεν έχει εκπληρώσει καμία από τις συνεχείς υποσχέσεις της.
Τον Νοέμβριο του 2004 μια ειρηνική επίλυση φάνηκε να είναι πολύ κοντά, όταν κυβέρνηση και αντάρτες υπέγραψαν συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Οπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, τα χειρότερα έπονταν. Μετά από προσωρινή παύση τα αεροπλάνα επέστρεψαν και οι Τζαντζαουίντ εξακολούθησαν την εκστρατεία θανάτου και καταστροφής. Ο επόμενος γύρος ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, ο οποίος ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2004, έμεινε στάσιμος όταν η κυβέρνηση εξαπέλυσε στρατιωτική επίθεση, παρά την κατάπαυση πυρός. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι ενδεικτική της έλλειψης σεβασμού την οποία η κυβέρνηση του Σουδάν έχει επιδείξει ως προς τις υποχρεώσεις της. Το Συμβούλιο Ασφαλείας με ψήφισμά του τον προηγούμενο Αύγουστο έδωσε εντολή για την αντικατάσταση της μικρής αποστολής της Αφρικανικής Ενωσης στο Νταρφούρ με δύναμη 20.300 κυανοκράνων. Οπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση του Χαρτούμ απέρριψε τη συγκεκριμένη πρόταση. Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν οδήγησαν τον περασμένο Νοέμβριο σε συμβιβαστική συμφωνία για μια μεικτή δύναμη της Αφρικανικής Ενωσης και του ΟΗΕ η οποία επρόκειτο να αναπτυχθεί σε τρία στάδια. Οι συνομιλίες συνεχίζονται ως σήμερα, αλλά η κυβέρνηση του Σουδάν χρησιμοποιεί κάθε ευκαιρία να καθυστερήσει ή να προσθέσει νέους όρους. Ως αποτέλεσμα, η δεύτερη φάση της ανάπτυξης δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη.
Η καρδιά του προβλήματος έγκειται στο εξής: η κυβέρνηση του Σουδάν είναι είτε ανίκανη είτε απρόθυμη να προστατεύσει τους ίδιους τους πολίτες της. Σύμφωνα με το δόγμα «ευθύνης προστασίας» (responsibility to protect) το οποίο εγκρίθηκε ομόφωνα από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο του 2005, όταν ένα κράτος αδυνατεί να ανταποκριθεί σε αυτή τη βασική υποχρέωση, η ευθύνη μετατοπίζεται στη διεθνή κοινότητα, η οποία μπορεί να λάβει διάφορα μέτρα, ανάμεσά τους, αν καταστεί απολύτως αναγκαίο, και η χρήση στρατιωτικής δύναμης.
Η στρατιωτική επέμβαση στο Νταρφούρ ωστόσο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης του Σουδάν δεν αποτελεί σήμερα επιλογή: όχι μόνο δεν υπάρχει η απαιτούμενη πολιτική βούληση αλλά κυρίως υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες για την προοπτική επιτυχίας της.
Η διεθνής κοινότητα έχει και άλλες επιλογές. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) μπορεί και οφείλει να αυξήσει το κόστος της κυβέρνησης του Σουδάν για τη συνεχή παρακώλυση της ανθρωπιστικής βοήθειας και την τακτική καθυστέρησης της ανάπτυξης διεθνών ειρηνευτικών δυνάμεων.
Είναι σημαντικό να ακούσουν οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ την έκκληση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την επιβολή σημαντικών κυρώσεων κατά της κυβέρνησης του Σουδάν. Η ΕΕ οφείλει να παγώσει τα περιουσιακά στοιχεία «βασικών παικτών» της κυβέρνησης του Σουδάν και να τους επιβάλει απαγόρευση εισόδου σε όλη την επικράτειά της.
Επιπλέον τα μέτρα πρέπει να στοχεύσουν εκεί όπου η σουδανική κυβέρνηση πονάει περισσότερο: στα έσοδα και στις ξένες επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα της χώρας. Η ΕΕ πρέπει να απαγορεύσει τις απευθείας συναλλαγές εταιρειών που εδρεύουν σε αυτήν με τις βιομηχανίες του πετρελαϊκού τομέα του Σουδάν. Ελεγχος επίσης πρέπει να ξεκινήσει και για τους υπεράκτιους λογαριασμούς των επιχειρηματιών του Σουδάν που σχετίζονται με το Εθνικό Κόμμα του Κογκρέσου.
Τέτοιες στοχευμένες κυρώσεις θα επηρεάσουν την ισχύ και τα προνόμια των βασικών παικτών αυτής της κρίσης. Με την επιβολή τους η ΕΕ θα κάνει όντως ένα σημαντικό βήμα για να τερματιστούν οι σφαγές στο Νταρφούρ. Ο κ. Γιόσκα Φίσερ είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας.