Από την εποχή (1981) που ο Χαρίλαος Φλωράκης ανέμενε ματαίως στο τηλέφωνο τον Ανδρέα Παπανδρέου «για να συνεννοηθούν για την κυβέρνηση» ως την πρόσφατη «ατάκα» του νυν προέδρου του ΠαΣοΚ κ. Γ. Παπανδρέου προς την κυρία Αλέκα Παπαρήγα, την οποία (προ)κάλεσε να πάψει να είναι «ο αριστερός ψάλτης της Δεξιάς», ενθουσιάζοντας τους βουλευτές του κόμματός του, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι των σχέσεων των δύο κομμάτων. Η στάση του ΚΚΕ στη Βουλή κατά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας του ΠαΣοΚ κατά της κυβέρνησης εξόργισε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος είχε δεχθεί και στο παρελθόν τη σφοδρή επίθεση της γενικής γραμματέως του ΚΚΕ, κάποιες φορές μάλιστα διανθισμένη με προσωπικούς υπαινιγμούς. Η άποψή της ότι η αντιπολίτευση του ΠαΣοΚ μοιάζει «με ανέκδοτο» ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής του κ. Παπανδρέου, ο οποίος, αν και χαμηλών τόνων, επέλεξε να αντιδράσει έντονα στις μομφές που δέχθηκε, ικανοποιώντας έτσι και το κοινό αίσθημα των βουλευτών του.
Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ πήγε προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει την «ισοπεδωτική κριτική» του ΚΚΕ, όπως την ερμηνεύουν στη Χαριλάου Τρικούπη. Κριτική η οποία κατά τα στελέχη του ΠαΣοΚ «»τσουβαλιάζει» τα δύο μεγάλα κόμματα, αφήνοντας, παραδόξως, στο απυρόβλητο την κυβερνητική πολιτική, λες και κυβερνά το ΠαΣοΚ και όχι η ΝΔ». Ο κ. Παπανδρέου λοιπόν ανέμενε τα «αντιπασοκικά» πυρά της κυρίας Παπαρήγα, όπως υποδηλώνει και η πληροφορία ότι η φράση που της απηύθυνε λέγοντάς της πως «σήμερα δεν κυβερνά ο δικομματισμός αλλά η ΝΔ» ήταν στο κείμενο της ομιλίας του.
Από εκεί και πέρα ήταν θέμα αντανακλαστικών. Η «σιδηρά κυρία» του Περισσού θεώρησε αναγκαίο να δώσει συνέχεια στη διαμάχη. Κίνηση η οποία εκ των υστέρων κρίθηκε «ότι δεν της βγήκε» επικοινωνιακώς, όπως σχολίαζαν κάποιοι. Μάλιστα η προσωπική επίθεση κατά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο εκνευρισμός της κυρίας Παπαρήγα, η οποία με όρους ψυχολογίας («εμείς κόμπλεξ δεν έχουμε», έλεγε και ξανάλεγε για να αιτιολογήσει τις επευφημίες που της επεφύλαξε η πτέρυγα της ΝΔ) επιχείρησε να αντικρούσει τον κ. Παπανδρέου, του έδωσαν τη δυνατότητα να αντεπιτεθεί κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Βεβαίως η διένεξη ανάμεσα στα δύο κόμματα δεν είναι ένα απλό επικοινωνιακό παιχνίδι εντυπώσεων αλλά μια πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με παρελθόν.
* Πού στοχεύει το ΠαΣοΚ
Για τη Χαριλάου Τρικούπη το «σημείο αναφοράς» δεν ήταν η αντιπαράθεση με την κυρία Παπαρήγα, αλλά το γεγονός ότι στη συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης «το ΚΚΕ προσήλθε ωσάν η πρόταση δυσπιστίας να ήταν κατά του ΠαΣοΚ», όπως είπε κορυφαίος κομματικός παράγοντας, σπεύδοντας να επισημάνει πάντως ότι «διαχωρίζουμε πάντα τα μέλη, τους οπαδούς και τον κόσμο του ΚΚΕ από την ηγεσία». Εξ ου και η επισήμανση του κ. Παπανδρέου στη Βουλή ότι «τις πολιτικές της κυβέρνησης τις πληρώνουν και τα μέλη και οι οπαδοί του Κομμουνιστικού Κόμματος, μαζί με όλους τους Ελληνες».
Σε κάθε περίπτωση το στίγμα του ΠαΣοΚ έναντι του ΚΚΕ είναι ότι «δεν έχει κανένας ασυλία να λέει όσα λέει και σε επίπεδο πολιτικής ουσίας και σε επίπεδο χαρακτηρισμών», όπως υπογραμμίζει η Χαριλάου Τρικούπη, σημειώνοντας ότι «το ΠαΣοΚ μιλάει πάντα με όρους δημοκρατικής παράταξης, κύριος κορμός της οποίας είναι το ίδιο». Οσον αφορά τον Περισσό επιμένει ότι υπάρχει «στρατηγική σύμπλευση των δύο κομμάτων» και ότι η πρόταση δυσπιστίας «αξιοποιήθηκε και από το ΠαΣοΚ και από τη ΝΔ στον μεταξύ τους διαγκωνισμό για την πίτα της εξουσίας», ενώ σε ό,τι αφορά αυτή καθαυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στη γραμματέα του ΚΚΕ θεωρείται ότι αποτελεί πολιτική επιλογή, η οποία στοχεύει στο να ανατραπεί το κλίμα φθοράς που καλλιεργείται συστηματικά από τον Περισσό έναντι του ΠαΣοΚ.
* «Μη χαθείς, Χαρίλαε…»
Από τους κοινούς αγώνες κατά της Δεξιάς της περιόδου 1974-1981 και τη συμπόρευση των δύο κομμάτων στην πάλη κατά του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», «Οχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων», «Εξω οι βάσεις του θανάτου» κτλ., ήταν τα κοινά συνθήματα της εποχής), οι σχέσεις ανάμεσα στο ραγδαία τότε ανερχόμενο ΠαΣοΚ και στο ανασυντασσόμενο ΚΚΕ, ύστερα από πολλά χρόνια παράνομης δράσης, πέρασαν από σαράντα κύματα. Οι παράλληλοι πολιτικοί βίοι στο νέο μεταπολιτευτικό τοπίο που διαμορφωνόταν, άρχισαν να χωρίζουν ουσιαστικά μετά το 1981.
Στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981 το ΠαΣοΚ έλαβε 48% και το ΚΚΕ 10,9%. Τη βραδιά εκείνη, γύρω στις 11.30, ο Χαρίλαος τηλεφώνησε στον Ανδρέα για να τον συγχαρεί για τη νίκη του. Εκείνος τον ευχαρίστησε θερμά και του είπε: «Μη χαθείς, Χαρίλαε. Αύριο θα σε φωνάξω να αποφασίσουμε για την κυβέρνηση». Για χρόνια ο ηγέτης του ΚΚΕ έλεγε στους συνομιλητές του «Οσο πήρε εσένα στο τηλέφωνο, άλλο τόσο πήρε κι εμένα…», εκδηλώνοντας έτσι την πικρία του. Η πρώτη τους επικοινωνία έγινε ύστερα από περίπου έξι μήνες. Αφορμή μια φράση του Χ. Φλωράκη από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε πει: «Αλλαγές βλέπω, Αλλαγή δεν βλέπω». «Ωστε έτσι, Χαρίλαε, δεν βλέπεις Αλλαγή. Και όλα αυτά για την Εθνική Αντίσταση, για τις βάσεις, το ΝΑΤΟ, τι είναι;» τον ρώτησε ο Α. Παπανδρέου. «Αλλαγές, πρόεδρε. Αλλαγή όμως δεν είναι» του επανέλαβε εκείνος.
Το ΚΚΕ δεν συγχώρεσε ποτέ στο ΠαΣοΚ τη «λεηλασία» των συνθημάτων του και των συμβολισμών του. Ο φιλοσοβιετισμός των πρώτων χρόνων της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠαΣοΚ, ο αντιαμερικανικός λόγος του Α. Παπανδρέου και η «εαμογενής» ρητορική του λειτούργησαν καταλυτικά στη δημιουργία σύγχυσης στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς, η οποία ταλαντευόταν επί χρόνια μεταξύ του «Δεξιά – Αντιδεξιά » και του «τι ΠαΣοΚ, τι Δεξιά», που επικρατεί ως σήμερα. Πάντως το ΚΚΕ δεν άργησε να πάρει αποστάσεις από το «σοσιαλιστικό εγχείρημα» του Ανδρέα. Το ενδιαφέρον είναι ότι πριν από το 1981 η ηγεσία του δεν απέκλειε ακόμη και το ενδεχόμενο να παίξει το ΠαΣοΚ ρόλο ανάλογο με εκείνον του κινήματος της 26ης Ιουλίου του Φιντέλ Κάστρο, που από μεταρρυθμιστικό εξελίχθηκε σε επαναστατικό.
* Το ιστορικό της ρήξης
Η «εποικοδομητική κριτική» του ΚΚΕ σύντομα εξελίχθηκε σε πολεμική κατά του ΠαΣοΚ, καθώς γινόταν κατανοητή η διεισδυτικότητα του πολιτικού λόγου του. Τον Μάιο του 1982 στο Αργοστόλι, όπου μίλησε ο Παπανδρέου, υπήρξε η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο κόμματα με επεισόδια και συμπλοκές.
Το 1982 στις δημοτικές εκλογές (του αλήστου μνήμης «ΠαΣοΚ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις»), η Δεξιά ψήφισε στον δεύτερο γύρο υποψηφίους του ΚΚΕ, όπου ήταν αντιμέτωποι με υποψηφίους του ΠαΣοΚ, γεγονός που κατήγγειλε ως «πρωτάκουστο» ο τότε Πρωθυπουργός, ενώ το άρθρο 4 στον νόμο περί «κοινωνικοποίησης» που περιόριζε το δικαίωμα στην απεργία, οι διαπραγματεύσεις για τις βάσεις το 1983 και η συμφωνία που επιτεύχθηκε με τις ΗΠΑ, η εισοδηματική πολιτική του 1985 και η επεισοδιακή διάσπαση στη ΓΣΕΕ, οι δημοτικές εκλογές του 1986 – με το ΚΚΕ να κατευθύνει τους ψηφοφόρους του για ψήφο κατά συνείδηση στον δεύτερο γύρο, με αποτέλεσμα να εκλεγούν στους τρεις μεγαλύτερους δήμους της χώρας δεξιοί δήμαρχοι (οι κκ. Μ. Εβερτ, Σ. Κούβελας και Αν. Ανδριανόπουλος ) -, το σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη το 1987, το φαινόμενο του «αυριανισμού» και το σκάνδαλο Κοσκωτά, με αποκορύφωμα το «βρώμικο ’89» και τη συγκυβέρνηση του ενιαίου τότε ΣΥΝ με τη ΝΔ, ήταν μερικοί από τους κεντρικούς σταθμούς στη διαχρονική κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο παρατάξεις.
* Επεσαν οι γέφυρες
Παρά ταύτα διατηρούνταν δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσά τους – με τον κ. Α. Τσοχατζόπουλο αλλά και τον Ι. Αλευρά, ή τον κ. Ι. Χαραλαμπόπουλο κ.ά. από το ΠαΣοΚ και τους Ν. Καλούδη και Αντ. Αμπατιέλο από το ΚΚΕ. Επαφές διατηρούσε κατά καιρούς και ο Χαρίλαος με τον Ανδρέα. Ωστόσο ποτέ δεν κατάφεραν να βρουν «κοινή περπατησιά». Ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ έλεγε σε ιδιωτικές συζητήσεις του για τον ιδρυτή του ΠαΣοΚ ότι «ήταν η πιο διχασμένη προσωπικότητα που έχω συναντήσει ποτέ», ενώ ο δεύτερος θα πει το 1991 (όπως καταγράφεται στη βιογραφία του κ. Χ. Θεοχαράτου ): «Ισως να φταίω κι εγώ που όλα αυτά τα χρόνια δεν τον πλησίασα περισσότερο»…
Η ουσία είναι ότι αυτά που τους χώριζαν ήταν πολύ περισσότερα από αυτά που τους ένωναν. Και αυτό καθορίζει ως σήμερα τις σχέσεις των δύο κομμάτων (παρά την καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια του κ. Κ. Λαλιώτη να στήσει γέφυρες επικοινωνίας με την Αριστερά το 2002 απολογούμενος για τη θέση που της επιφύλαξε το κόμμα του επί σειρά ετών καταχωρίζοντάς τη στις «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις»), με το ΚΚΕ να επιχειρεί να πάρει τη «ρεβάνς» από το ΠαΣοΚ και το ΠαΣοΚ να προσπαθεί να οριοθετήσει με σαφήνεια πλέον τις αποστάσεις του από τη «μηδενιστική και συμψηφιστική λογική της ηγεσίας του ΚΚΕ», όπως τη χαρακτηρίζουν τα στελέχη του.