Το ΕυρωπαΪκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποδοκιμάζει την ελληνική Βουλή για την πρακτική που ακολουθεί στην άρση της βουλευτικής ασυλίας. Με την απόφαση της περασμένης Πέμπτης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση της άρσης της ασυλίας βουλευτών για ενέργειες που δεν σχετίζονται άμεσα με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντά τους παραβιάζει το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη των πολιτών που στρέφονται εναντίον βουλευτών. «Η πρακτική της Βουλής αποτελεί το μεγαλύτερο σκάνδαλο που μπορεί να εντοπιστεί σε ανώτερο θεσμικό όργανο. Προσβάλλει τις βασικές αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ισότητας. Δημιουργεί οιονεί ατιμωρησία για μια κατηγορία πολιτών» επισημαίνει ο συνταγματολόγος κ. Στ. Τσακυράκης, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση.


Για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος καταδικάζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την πρακτική που ακολουθεί η Βουλή στην άρση της ασυλίας των βουλευτών. Από το 1974 ως σήμερα έχουν υποβληθεί 831 αιτήματα για άρση ασυλίας και μόνο 17 έχουν γίνει δεκτά. Τα περισσότερα από αυτά μάλιστα, τα τελευταία δύο χρόνια που έχει αλλάξει ο Κανονισμός της Βουλής. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα επηρεάσει τη συζήτηση που γίνεται στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, καθώς η ΝΔ προτείνει τροποποίηση του άρθρου 62 για την ασυλία. Η ΝΔ προτείνει να αίρεται πάντοτε η ασυλία του βουλευτή, εκτός κι αν αποδείξει ο ίδιος ότι ενεργούσε στο πλαίσιο των εν στενή εννοία κοινοβουλευτικών καθηκόντων του. Αντιθέτως, το ΠαΣοΚ και ο ΣΥΝ θεωρούν επαρκείς τις διατάξεις του Συντάγματος. Ο βουλευτής της ΝΔ κ. Κ. Τασούλας, για τον οποίο είχε ζητηθεί η άρση της ασυλίας στην υπόθεση που έφθασε ως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επιμένει πως «δεν πρέπει να αίρεται η ασυλία όταν μεταξύ άλλων υπάρχει πρόδηλη πολιτική υποκίνηση στον μηνυτή. Ο μόνος λόγος που καταλήγω σε αυτή την άποψη είναι ότι η καταγγελία και η παραπομπή τυγχάνουν άπλετης δημοσιότητας, ενώ η τυχόν απαλλαγή του βουλευτού χάνεται από τα μάτια της δημοσιότητας. Υπάρχει δηλαδή εις βάρος του βουλευτού μεροληπτικά μια νέα ποινή εξωδικαιική. Η ποινή της δυσμενούς δημοσιότητας. Οταν καταργηθεί η ποινή αυτή, τότε θα θεωρώ εύλογο να αίρεται σε κάθε περίπτωση η ασυλία».


* Η αφορμή


Η ιστορία ξεκίνησε το 1996, όταν ο εργολάβος οικοδομών κ. Β. Τσαλκιτζής και ο ιδιοκτήτης οικοπέδου στην κεντρική πλατεία Κηφισιάς υπέβαλαν αίτημα στον δήμο για ανέγερση εμπορικού κέντρου με τοπογραφικό οικοπέδου 1.200 τ.μ. Η άδεια εξεδόθη ύστερα από εννέα μήνες και αφού ο ιδιοκτήτης, με συμπληρωματικό αίτημα, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε μετρήσει σωστά την έκταση, αύξησε το οικόπεδο στα 1.600 τ.μ. Αυτά τα 300 επιπλέον μέτρα αποτελούν τη θρυαλλίδα της δικαστικής διαμάχης. Δύο μήνες μετά την έκδοση της άδειας ο νέος διευθυντής Πολεοδομίας την ανακάλεσε, επειδή τα επιπλέον μέτρα ήταν χαρακτηρισμένα κοινόχρηστος χώρος, και ζητούσε από τον ιδιοκτήτη να περιοριστεί στα αρχικά μέτρα του οικοπέδου. Από τότε, Μάρτιος του 1997, ως σήμερα, ο Δήμος Κηφισιάς είναι στα δικαστήρια με τον εργολάβο και τους οικοπεδούχους. Προσφάτως, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων απαγόρευσε στον συγκεκριμένο εργολάβο τις οικοδομικές εργασίες στον διεκδικούμενο κοινόχρηστο χώρο.


Τον Νοέμβριο του 2001 ο κ. Τσαλκιτζής μήνυσε τον κ. Κ. Τασούλα, ο οποίος είχε προσφάτως εκλεγεί βουλευτής Ιωαννίνων της ΝΔ, για εκβιασμό. Σύμφωνα με τον Τσαλκιτζή ο κ. Τασούλας τού ζήτησε 70 εκατ. δρχ. προκειμένου να άρει ο Δήμος Κηφισιάς τον χαρακτηρισμό ως κοινόχρηστου χώρου των 300 τ.μ. του οικοπέδου. Προτού η μήνυση φθάσει στη Βουλή, ο κ. Τσαλκιτζής πήγε στα Γιάννενα προκειμένου να δώσει συνεντεύξεις για την υπόθεση του εκβιασμού στον τοπικό Τύπο, συνοδευόμενος από αποτυχόντα βουλευτή της περιοχής. Το γεγονός αυτό, η μεγάλη καθυστέρηση υποβολής της μήνυσης, καθώς και το γεγονός ότι αν υποβαλλόταν εγκαίρως ο κ. Τασούλας θα εξέπιπτε του δημαρχιακού αξιώματός του, οδήγησαν τη Βουλή να αρνηθεί την άρση της ασυλίας του βουλευτή, τον Μάρτιο του 2002, με το σκεπτικό ότι υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα εκ μέρους του μηνυτή.


Τον Αύγουστο του επόμενου έτους, και ενώ είχε αλλάξει το καθεστώς για την άρση της ασυλίας, ο κ. Τσαλκιτζής υπέβαλε νέα μήνυση, η οποία διαβιβάστηκε στον αρμόδιο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τον εισαγγελέα Πρωτοδικών. Ο αντεισαγγελέας γνωμοδότησε ότι αφορούσε την ίδια υπόθεση χωρίς να προσκομίζονται νέα στοιχεία και ο τότε Πρόεδρος της Βουλής κ. Απ. Κακλαμάνης, χωρίς να συγκαλέσει την Ολομέλεια, απέρριψε το αίτημα για άρση της ασυλίας. Επ’ αυτής της απόφασης του κ. Κακλαμάνη ασκήθηκε η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εν τω μεταξύ η αγωγή αποζημίωσης που κατέθεσε ο κ. Τσαλκιτζής κατά του βουλευτή (ζητούσε 8 δισ. δρχ.) εκδικάστηκε και απερρίφθη τόσο από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών όσο και από το Εφετείο Αθηνών.


* Το σκεπτικό


Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που έχει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη για μια δημοκρατική κοινωνία, τα κράτη δεν μπορούν να αποστερούν τα δικαστήρια την αρμοδιότητα εκδίκασης ολόκληρων κατηγοριών υποθέσεων ή να απαλλάσσουν κατηγορίες προσώπων από κάθε ευθύνη. Ετσι, τόνισε το Δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί «αν οι καταγγελλόμενες πράξεις διαπράχθηκαν κατά την εκτέλεση των εν στενή εννοία κοινοβουλευτικών καθηκόντων». Οι καταγγελλόμενες πράξεις, συνέχισε το Δικαστήριο, συνέβησαν το 1997, ενώ ο μηνυόμενος βουλευτής εξελέγη στις εκλογές του 2000, άρα δεν ήταν δυνατόν να συνδέονται με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντά του.


Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό της ελληνικής κυβέρνησης ότι το δικαίωμα του μηνυτή για πρόσβαση σε δικαστήριο δεν είχε παραβιαστεί, καθώς η αδυναμία άσκησης ποινικής δίωξης κατά του βουλευτή είναι προσωρινή και ισχύει μόνο για όσο διατηρεί τη βουλευτική ιδιότητα. Με δεδομένο ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν θέτει περιορισμούς στη δυνατότητα ενός βουλευτή να θέτει υποψηφιότητα και να επανεκλέγεται, είναι δυνατόν να ανανεώνεται η θητεία του διαρκώς στο μέλλον, και άρα ο μηνυτής να στερείται επ’ αόριστον το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.