Κρίσεις αλλεπάλληλες, πόλεμοι, συγκρούσεις, μέρες μεγάλης ανάπτυξης, αλλά και βύθισης, μίση και πάθη, ίντριγκες και ανταγωνισμοί απίστευτοι συνοδεύουν την ιστορία της Εμπορικής Τράπεζας. Ξεκινά στις μέρες του Τρικούπη, ανδρώνεται στα χρόνια του Βενιζέλου, πάει να χαθεί στην Κατοχή, για να ανασυγκροτηθεί μετά τον πόλεμο και να υπεραναπτυχθεί στα χρόνια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπό τη διοίκηση του φίλου του καθηγητή Στρατή Ανδρεάδη. H σχέση τους θα κλονισθεί στα χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών και με την επιστροφή του από το Παρίσι, το 1975 ο όμιλος Ανδρεάδη θα τελειώσει, η Εμπορική και οι θυγατρικές της θα περάσουν στο κράτος. Θα ακολουθήσει μια 30ετία κρατικών διοικήσεων και στις μέρες του νεότερου Καραμανλή η Εμπορική Τράπεζα, που ίδρυσε το 1886 ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής, θα πωληθεί, 120 χρόνια μετά, στους Γάλλους της Crédit Agricole, στη μεγαλύτερη τράπεζα της ευρωζώνης. Δείγμα και αυτό των καιρών, σημάδι της διεθνοποίησης, που κατά πώς φαίνεται θα ορίζει από εδώ και πέρα τα πράγματα στη χώρα.


To 1886, στις μέρες του Χαρίλαου Τρικούπη, στην εποχή των μεγάλων έργων αλλά και της διαρκούς συναλλαγματικής κρίσης, ένας νεαρός τραπεζοϋπάλληλος, που ατύχησε ως λογιστής στην τότε Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως της Ελλάδος, αποφασίζει, εν μέσω αβεβαιοτήτων στην τραπεζική αγορά, να ιδρύσει «τραπεζικόν γραφείον». Ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής, γεννημένος στο Λονδίνο το 1851, μετοικήσας το 1857 στην Αθήνα, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, σε ηλικία 25 ετών νοικιάζει, στην οδό Αριστείδου, δίπλα από το Χρηματιστήριο Αθηνών, ένα κατάστημα το οποίο μετατρέπει σε γραφείο χρηματομεσιτικών πράξεων και συναλλαγών.


Το 1892, έναν χρόνο προτού ο Χαρίλαος Τρικούπης δηλώσει «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», μετέτρεψε το γραφείο σε μικρή τράπεζα με την επωνυμία «Τράπεζα Εμπεδοκλέους». Εκείνη η μικρή τράπεζα, αφού πέρασε από σαράντα κύματα στις δύσκολες μέρες αρχικώς της πτώχευσης του ελληνικού κράτους και στη συνέχεια της μεγάλης ήττας του 1897, κατάφερε να επιβιώσει. Το 1907, τότε που ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος επιχειρούσε τη μεγάλη ανατροπή, μετονομάστηκε «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος» και εισήχθη ταυτοχρόνως στο Χρηματιστήριο Αθηνών με αρχικό κεφάλαιο 5 εκατ. δρχ.


Τα πρώτα εκείνα χρόνια ήταν δύσκολα για τον Γρηγόρη Εμπεδοκλή και τη νεοσύστατη Εμπορική Τράπεζα. Απ’ την αρχή όμως, σύμφωνα με το ιστορικό χρονικό που εξέδωσε το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Βασίλη Κρεμμυδά, οργάνωσε τμήματα εξωτερικού συναλλάγματος, καταθέσεων και ταμιευτηρίου, εισπράξεων και δανείων επί χρηματογράφων και εμπορευμάτων, δικαστικό τμήμα και ανέλαβε την πρακτόρευση της γαλλικής ασφαλιστικής «Φοίνιξ», ενώ χρηματοδότησε εισαγωγές και εξαγωγές σιτηρών, αποικιακών, ξυλείας, γαιανθράκων, υφασμάτων, σταφίδας, ελαιολάδου, καπνού και άλλων, ιδρύοντας υποκαταστήματα στον Πειραιά, στο Αργος, στο Ναύπλιο, στον Πύργο, στην Αμαλιάδα, στην Καλαμάτα, στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Κέρκυρα και αλλού.


Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι καθήλωσαν την τράπεζα, αλλά στη συνέχεια η μεγέθυνση του ελληνικού κράτους προσέφερε νέες ευκαιρίες ανάπτυξης των εργασιών της. Το 1914 συγχρηματοδότησε μαζί με την Εθνική Τράπεζα την «Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος» και δάνεισε το «Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον και Καλυκοποιείον», τη μετέπειτα Πυρκάλ, με σκοπό την παρασκευή «ακάπνου πυρίτιδος και πυρομαχικών των νέων όπλων του εθνικού ημών στρατού».


Με την κήρυξη του A´ Παγκοσμίου Πολέμου η Εμπορική Τράπεζα υπέφερε εξαιτίας του αποκλεισμού από τα άλλα χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ευρώπης, αλλά από το 1916 και μετά θα διευκολυνθεί στο έργο της από τα εμβάσματα των ελλήνων κεφαλαιούχων της Τουρκίας και εφοπλιστών της εποχής. Το 1918 η Εμπορική Τράπεζα συμμετείχε στο μεγάλο πολεμικό δάνειο για την ενίσχυση της εκστρατείας και το 1920 ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής υπερηφανευόταν ότι η τράπεζά του είχε μεγαλώσει, διέθετε καταστήματα πια στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, στα Χανιά και ακόμη στη Μυτιλήνη.


H Μικρασιατική Καταστροφή την κλόνισε στη συνέχεια, αλλά οι συνθήκες απελευθέρωσης που επικράτησαν στην οικονομία και ο υπερπληθωρισμός της εποχής προσέφεραν ευκαιρίες ακόμη μεγαλύτερης ανάπτυξης. Το 1922 ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής ίδρυσε στο Λονδίνο την Εμπορική Τράπεζα της Εγγύς Ανατολής (Commercial Bank of the Near East, Ltd), αποκτώντας μια ισχυρή βάση στη Βρετανία.


H μεγάλη αλλαγή του 1928, που επιβλήθηκε με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, την αφαίρεση του εκδοτικού προνομίου από την Εθνική Τράπεζα και την αποκατάσταση συνθηκών νομισματικού ελέγχου, θα βρει την Εμπορική Τράπεζα πολλαπλώς ενισχυμένη. Το 1928, τέσσερις τράπεζες, η Εμπορική, η Εθνική, η Τράπεζα Αθηνών και η Τράπεζα Ανατολής, θα καλύπτουν το 75% της ελληνικής τραπεζικής αγοράς. H κρίση του 1929 θα ξεκαθαρίσει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Πολλές μικρές τράπεζες θα κλείσουν, νέες, όπως η Κτηματική και η Αγροτική, θα ιδρυθούν, η Τράπεζα Ανατολής θα απορροφηθεί από την Εθνική και η Εμπορική θα επεκταθεί σχεδόν σε όλη τη χώρα, ενώ από το 1930 και μετά θα αγοράζει μαζικά ακίνητα, καθ’ ότι στις εκθέσεις της διαπίστωνε πως «περίλαμπροι οικοδομαί εκτίσθησαν και κτίζονται εν Αθήναις, Πειραιεί και Θεσσαλονίκη και οικοδόμησις εγένετο εις πλείστας άλλας πόλεις».


Κάπως έτσι το 1940 η τράπεζα, πλην των κεντρικών καταστημάτων, διέθετε 14 υποκαταστήματα στην Αθήνα, τέσσερα στον Πειραιά και 36 στην υπόλοιπη χώρα. Ο πόλεμος του ’40 την βρήκε ακμαία, αλλά από εκείνη τη στιγμή εισήλθε σε περίοδο μακράς δοκιμασίας. Το ένα τρίτο του προσωπικού επιστρατεύθηκε, τα υποκαταστήματά της και δη τα υπόγεια αυτών μετατράπηκαν σε αντιαεροπορικά καταφύγια και το 1941, με την κατάληψη της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα, ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής, φέρων την αγγλική υποκοότητα, εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Νότια Αφρική.


Μαζί του θα φύγει και ο αδελφός της συζύγου του Δημήτριος Πετροκόκκινος, εκ των μεγαλομετόχων της Εμπορικής. Προτού ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής αναχωρήσει για τη Νότια Αφρική θα ορίσει αναπληρωτές τους Χρ. Μουλάκη και Π. Βαφειαδάκη, η διοίκηση των οποίων θα αμφισβητηθεί από τον εφοπλιστή Γ. Εμπειρίκο και επιπλέον θα αντιμετωπίσουν τις διεκδικήσεις των Ιταλών που ήθελαν να αγοράσουν την Εμπορική Τράπεζα. Μετά πολλών βασάνων και κόπων όμως κατάφεραν να διατηρήσουν τις θέσεις τους και να ενισχύσουν τη θέση της τράπεζας. Στα χρόνια της Κατοχής η Εμπορική Τράπεζα θα αναλάβει την τήρηση των λογαριασμών εισπράξεων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και, ακόμη, να εκμεταλλευθεί τις συνθήκες υπερπληθωρισμού επενδύοντας σε επιχειρήσεις, γη και κτίρια. Στη διάρκεια της Κατοχής η Εμπορική θα εξαγοράσει πλήρως τον «Φοίνικα», δύο κεντρικά ακίνητα στην Αθήνα, καθώς και μετοχές της Εθνικής και των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων, ενώ θα ιδρύσει την εταιρεία «Αχιλλεύς», μέσω της οποίας αγοράστηκαν οικόπεδα στο Ψυχικό.


H απελευθέρωση βρήκε την Εμπορική με πολλά περιουσιακά στοιχεία, αλλά ο ιδρυτής της Γρηγόρης Εμπεδοκλής δεν θέλησε να επαναπατρισθεί, δηλώνοντας πως έχει αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Παρέμεινε στη Νότια Αφρική, όπου και πέθανε το 1951. Τότε τέθηκε ξανά θέμα διοίκησης. Στη διάρκεια της Κατοχής οι αδελφοί Σικιαρίδη, έμποροι και πελάτες της τράπεζας, είχαν επιδοθεί σε διαδικασία εξαγοράς μετοχών της Εμπορικής προσφέροντας 7 χρυσές λίρες ανά μετοχή. Κατάφεραν να συγκεντρώσουν περίπου 80.000 μετοχές, όσες και η οικογένεια Εμπειρίκου, και διεκδίκησαν συμμετοχή στη διοίκησή της. Οι διάδοχοι του Εμπεδοκλή προσήγγισαν τότε τον Στρατή Ανδρεάδη, εφοπλιστή και διευθυντή των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς, να διεκδικήσει αυτός τις μετοχές των αδελφών Σικιαρίδη. Με τη μετοχή της Εμπορικής να διακινείται προς 68 δρχ. οι αδελφοί Σικιαρίδη ζητούσαν 93 δρχ. Συμφώνησαν στην τιμή των 92 δρχ. ανά μετοχή και έτσι ο Ανδρεάδης πάτησε πόδι στην Εμπορική. Στη συνέχεια, αφού παρέσχε εγγυήσεις στους απογόνους του Εμπεδοκλή και εξασφάλισε τη στήριξη της βρετανικής Hambro, η οποία προσέφερε υπηρεσίες θεματοφυλακής στην Εμπορική, κέρδισε την τράπεζα. Από εκείνη τη στιγμή ο Στρατής Ανδρεάδης ακολούθησε άκρως επιθετική πολιτική. Αξιοποιώντας τα κεφάλαια της Εμπορικής και την εύνοια των κυβερνήσεων, κατάφερε να συγκροτήσει έναν ισχυρότατο όμιλο, με πλήθος ισχυρών τραπεζικών, ασφαλιστικών, βιομηχανικών, ναυπηγικών και ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.


Στην παλαιά Αθήνα έλεγαν πως ήταν ο μπίζνεσμαν του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το πρόσωπο που ευνοήθηκε με τρόπο ιδιαίτερο και ξεχωριστό. H αλήθεια είναι πως οι σχέσεις τους ήταν φιλικές και ο Ανδρεάδης αξιοποίησε την επαφή και την επιρροή που πήγαζε από αυτό. Στα χρόνια της καραμανλικής οκταετίας έχτισε τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, έστησε τη Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων, το 1957 αγόρασε την Ιονική Τράπεζα από τον Sir Charles Hambro αντί 635.000 στερλινών, το 1962 αγόρασε την Τράπεζα Πειραιώς και το 1964 την Τράπεζα Αττικής. Νωρίτερα, το 1960 είχε αρχίσει να χτίζει το Χίλτον και αναπτύξει γύρω από τον «Φοίνικα» σημαντικό κύκλο ασφαλιστικών θυγατρικών.


M’ αυτά και μ’ εκείνα, ο όμιλος της Εμπορικής έφθασε να γίνει ο δεύτερος ισχυρότερος της χώρας εκείνα τα χρόνια. Ολη αυτή η πρόοδος μαρτυρούσε δυναμισμό, ιδέες, ρίσκο, μα και καθεστώτα ευνοϊκά, δεσμούς και σχέσεις. H συντηρητική εφημερίδα «Εστία» αποκαλούσε για καιρό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή «φιλοξενούμενο της οδού Καρνεάδου», θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να υπογραμμίσει τη σχέση με τον Ανδρεάδη, καθ’ ότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς ο τότε πρωθυπουργός ανήκε στον μεγαλοεπιχειρηματία.


Αυτοί ακριβώς οι δεσμοί κατελύθησαν στη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών. Λέγεται, και ουδέποτε διαψεύστηκε, πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μετά την αυτοεξορία του στο Παρίσι διατήρησε για καιρό ανέπαφη τη σχέση του με τον Στρατή Ανδρεάδη. Κάποια στιγμή, πιθανώς επειδή ο Ανδρεάδης χρειάστηκε να έλθει σε συνεννόηση με τη χούντα, πρόδωσε τη σχέση του με τον Καραμανλή. Μέσω μιας φίλης του, της Οντέτ Καραϊωσηφόγλου, η οποία διατηρούσε δεσμούς με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου, ήλθε σε επαφή με τον αρχιδικτάτορα Γιώργο Παπαδόπουλο, ο οποίος για να του προσφέρει προνόμια απαίτησε να πετάξει στον δρόμο τα προσωπικά είδη, ρούχα και βιβλία, που ο Καραμανλής φύλαγε στο επίμαχο διαμέρισμα της οδού Καρνεάδου. Οπως η καλή κοινωνία των Αθηνών επί χρόνια συζητούσε, ο Ανδρεάδης όντως έδωσε εντολή και άδειασαν το σπίτι. Ο Καραμανλής δεν τον συγχώρησε ποτέ. Οταν επέστρεψε το 1974 και μετά την πανηγυρική εκλογή του με 54%, έθεσε, διά των Παπαληγούρα και Ζολώτα, θέμα Ανδρεάδη.


Τον Νοέμβριο του 1975 ελεγκτές της Τράπεζας της Ελλάδος ήγειραν ζήτημα παράνομων χρηματοδοτήσεων στις θυγατρικές της Εμπορικής Τράπεζας. H υπόθεση παρεπέμφθη στη Δικαιοσύνη και ο Ξενοφών Ζολώτας διόρισε προσωρινό επίτροπο να διοικεί την τράπεζα. Ενόσω εξελισσόταν η δικαστική διαμάχη του Δημοσίου με τον Στρατή Ανδρεάδη, ο προσωρινός επίτροπος προέβη σε μεγάλη αύξηση κεφαλαίου αποκλείοντάς τον από αυτήν. Ετσι ο Ανδρεάδης απώλεσε τον έλεγχο του 51% της Εμπορικής και το ποσοστό του περιορίστηκε σε 25%.


Προσέβαλε στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια εκείνο τον αποκλεισμό και πολύ αργότερα το υπουργείο Οικονομικών υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση ολίγων δισ. δρχ., τα οποία όμως ήταν ελάχιστα μπρος σε εκείνα που έχασε. Ο ίδιος μετά από χρόνια εξομολογήθηκε σε οικονομικούς συντάκτες στη Νέα Υόρκη πως για ένα σπίτι έχασε μία τράπεζα και 13 καρέκλες, όσες οι θέσεις προέδρου που κατείχε στις θυγατρικές της Εμπορικής.


Εκτοτε η Εμπορική Τράπεζα ακολούθησε τον δρόμο της. Στα χρόνια του ΠαΣοΚ μεγάλωσε, αναπτύχθηκε, άλλαξε, και στην εποχή του εκσυγχρονισμού μπήκε πρώτη στον κατάλογο των ιδιωτικοποιήσεων. Το 1996 η κυβέρνηση Σημίτη πούλησε τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και το 1999 την Ιονική και τις θυγατρικές της αντί 270 δισ. δρχ. στην Alpha Bank του κ. I. Κωστόπουλου. Τώρα το κύριο σώμα της τράπεζας που ίδρυσε ο Γρηγόρης Εμπεδοκλής με αρχικό κεφάλαιο 5 εκατ. δρχ. περνάει στη μεγαλύτερη τράπεζα της ευρωζώνης, στη γαλλική Crédit Agricole, αποτιμώμενη 3,3 δισ. ευρώ.


Αλλο ρεπορτάζ για τις εξελίξεις περί την Εμπορική και τις τράπεζες στις σελίδες B4-B5.