Ο ένθερμος διάλογός μου με την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη (και με τον ποιητή) εγκαινιάστηκε τον Σεπτέβριο του 1964 (ίλιγγος: πριν από σαράντα δύο χρόνια δηλαδή), με τα «Πρώτα φιλολογικά προλεγόμενα στο Αξιον εστί», δημοσιευμένα στις «Εποχές». Συνεχίστηκε, μετά την εκβιαστική διακοπή της επτάχρονης δικτατορίας, επιμένοντας: στο Ασμα ηρωικό και πένθιμο, στις Εξι και μία τύψεις, στο Φωτόδεντρο και στη Μαρία Νεφέλη – δοκιμές που συγκεντρώθηκαν το 1980 στον τόμο «Οροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη». Ευκαιριακά σχόλια για τα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, για το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου και για τα Ελεγεία της Οξώπετρας, δημοσιεύτηκαν στο «Βήμα». Κρίσιμη και παρεξηγημένη αποδείχτηκε επίσημη διάλεξή μου με θέμα «Η ποιητική αισιοδοξία του Οδυσσέα Ελύτη και η ποιητική απαισιοδοξία του Κώστα Καρυωτάκη», που προκάλεσε και έντυπο αντίλογο, όταν δημοσιεύτηκε.
Με αυτή τη σοδειά ξαναγύρισα στην ποίηση του Ελύτη, για να συντάξω εισήγηση, προορισμένη για το πρόσφατο, απολογιστικό, συνέδριο της Ρώμης και σημαδεμένη με τον αινιγματικό υπότιτλο «Ανάγλυφα και ολόγλυφα ποιήματα». Προηγούνται, ωστόσο, εδώ κάποια γενικότερα σχόλια, που τα εκμαίευσε η συνολική ανάγνωση των ποιητικών απάντων του Ελύτη, στην έκδοση του Ικαρου, την οποία επιμελήθηκε με γνώση και αυταπάρνηση ο Γιάννης Χάρης.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα ότι η ποιητική παραγωγή του Ελύτη, με τις δεκαεπτά διαδοχικές συλλογές της, θα έφτανε τις 630 πυκνοτυπωμένες σελίδες. Γεγονός που, απόλυτα και συγκριτικά, εμφανίζει τον ποιητή εξαιρετικά γόνιμο. Η ευγονία αυτή επικυρώνει την ασκητική και αποκλειστική αφοσίωσή του στην ενάσκηση της ποίησης, χωρίς άλλον επαγγελματικό περισπασμό. Η έκπληξη διπλασιάστηκε, σε ποιοτικό τώρα επίπεδο, όταν εξ επαφής διαπιστώθηκαν η πολυμέρεια και η πολυτροπία του εξελισσόμενου ποιητικού έργου, στο εσωτερικό της οποίας παρατηρούνται γενναία άλματα από τον εύκρατο υπερρεαλισμό προς τον προκλητικό μεταμοντερνισμό. Εντυπωσιάζουν ακόμη: οι εναλλακτικοί πειραματισμοί στην προσωδία, στη στιχοποιία, στη στροφική σκευή (και ανασκευή)· αλλά και το πέρασμα από τον έμμετρο στον πεζόμορφο ρυθμό, από τον εσωστρεφή μονόλογο στον δραματοποιημένο διάλογο, από το ολιγόστιχο ποίημα στη γεωμετρημένη μεγάλη σύνθεση, από τη ρητορική έξαρση στη φραστική απογύμνωση. Προέχει βέβαια το ευρύτατο φάσμα τού, εμπρόθετου συνήθως, θεματολογίου, σε συνδυασμό μάλιστα με αυτό που ονομάζω «ποιητική ιδεολογία». Που πάει να πει: ποίηση που παράγει ιδέες· ιδέες που παράγουν ποιήματα. Τα σήματα της αμφίδρομης αυτής ιδεολογίας συστήνουν, κατά τη γνώμη μου, την ποίηση του Ελύτη κατά βάση ως: φυσιοκρατική, μεθιστορική, και γλωσσοκεντρική.
Ενα τέτοιο έργο, συγκεντρωμένο τώρα και αποτελεσμένο, επιβάλλει συστηματικότερη μελέτη, που προϋποθέτει βοηθητικά εργαλεία. Σίγουρα ένα υπόμνημα, όπου, με οριακή συντομία, θα επεξηγούνται δυσεξήγητα χωρία και θα εντοπίζονται λανθάνουσες και λαθραίες παραπομπές. Επείγει επίσης η έκδοση συμπληρωμένου πίνακα λέξεων, που θα βοηθούσε στην προσεκτικότερη εκτίμηση της ποιητικής τέχνης και τεχνικής του Ελύτη, ειδικότερα στην απογραφή του μεταφορικού του συστήματος, όπου προβλέπονται (αν κρίνω από πρόχειρη αποδελτίωση) ευρήματα εξαιρετικής τόλμης και ευστοχίας, στο όριο της ιδιοφυΐας. Οπως: γέλιο ανάσκελο, πολύκλαδα όνειρα, αρχαία ρέμβη, εωθινό κορμί.
Από τις τρεις συντεταγμένες της ποιητικής ιδεολογίας που ανέφερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδιαφέρει περισσότερο η γλωσσοκεντρική επιλογή του Ελύτη, με τα ποιητικά και τα ποιητολογικά της παρεπόμενα, κεφάλαιο που αναβάλλεται για την επόμενη Κυριακή. Επονται λίγα λόγια και για τις άλλες δύο παραμέτρους. Η φυσιοκρατική παράμετρος αναφέρεται στην καθοριστική για την ποίηση του Ελύτη προσήλωση στον μικρό και στον μέγα κόσμο της φύσης: θαλάσσιο και ηλιακό, γενέθλιο και ξένο, έμψυχο και άψυχο, φυτικό, ζωικό και ανθρώπινο, όπου εξέχουν οι ερωτικές κόρες, σύμβολα αισθησιακής και αισθητικής συγκίνησης.
Η μεθιστορία εξάλλου υπονοεί την παράκαμψη ή την υπέρβαση της εμπράγματης ιστορίας, όπου και όταν τη σημαδεύουν συγκεκριμένες πολεμικές και πολιτικές εμπλοκές, εμφύλιες σφαγές και μολυσμένες πληγές. Η επιλογή αυτή ευνοεί και την ελυτική διαίρεση (δάνειο μάλλον από τον Σικελιανό) ανάμεσα στην επίγεια και στην δεύτερη του επάνω κόσμου Ελλάδα. Διχοτομία που δείχνει με ποιον τρόπο η ελυτική φυσιοκρατία ευνοεί την μεθιστορική αναγωγή στο μεταίχμιο μιας ποιητικής μεταφυσικής, φωτισμένης από το υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο της ενόρασης. Τα παραθέματα προέρχονται από τον Μικρό ναυτίλο, όπου κυριαρχεί, ως, κεφαλαιογράμματη μάλιστα επιγραφή, ο αποκαλυπτικός στίχος του Κάλβου: ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ.
Τόσα φτάνουν για σήμερα, αν δεν περισσεύουν κιόλας.