Αν μπορούσαμε να διαβάσουμε λεπτομερώς και από την καθημερινή τους ανάποδη τους «χρυσούς αιώνες» του ιστορικού παρελθόντος, είναι πολύ πιθανό ότι θα ρίχναμε «δαγκωτό» υπέρ του παρόντος. Πίσω από τον ολύμπιο Περικλή που γητεύει την πολυθρύλητη αθηναϊκή δημοκρατία από το ύψος της Πνύκας, και κάτω από τα «πεντακοσιομέδιμνα ρετιρέ», η καθημερινότητα γράφεται με την ενδημική εργασιακή ανασφάλεια, το υγειονομικό κενό, τη σταθερά επαπειλούμενη σιτοδεία και την ανελέητη χειρωναξία στις ασφυκτικές προθεσμίες ενός χλομού προσδόκιμου επιβίωσης. Πίσω από την αναδρομική επιχρύσωση, με άλλα λόγια, οι προνεωτερικές κοινότητες, ατεχνολόγητες και επισφαλώς δημοκρατικές για τα δικά μας κριτήρια, έπρεπε να διαπραγματεύονται με κάθε λογής κίνδυνο και ρίσκο.


Για λόγους που έχουν να κάνουν με τις συμβάσεις της αρχαίας ιστοριογραφίας, κανένας Θουκυδίδης και κανένας Τάκιτος δεν εστιάζει, από «κοινωνιολογική» σκοπιά, στο ζήτημα. Και θα ήταν τόσο εύλογο να το κάνουν αυτοί τότε όσο παράδοξο φαίνεται να ανάγει σήμερα ένας κοινωνιολόγος τον κίνδυνο στο πιο χαρακτηριστικό και καθοριστικό γνώρισμα της δυτικής νεωτερικότητας – σήμερα, με τις μετοχές της δημοκρατίας σε άνοδο, την τεχνολογία να οξύνει την πολυκέφαλη αιχμή της και τις ψηφιακές μεγαλοφυΐες να τομογραφούν με αύξουσα ευκρίνεια τα έγκατα του επιστητού. «Κινδυνολόγος» ο Ulrich Beck: παλινδρομεί ανάμεσα στο Μόναχο και στη London School of Economics· και, ενώ ετοιμάζει τη σχετική τριλογία του, δηλώνει ολοστρόγγυλα σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι «η επιτυχία της νεωτερικότητας, με την καλύτερη τεχνολογία της και την ανάπτυξη της αγοράς, επιδεινώνει όλους τους κινδύνους».


H διάγνωση αυτή ζυμώνεται στο μυαλό του Beck από το 1986, όταν έθεσε σε κυκλοφορία τον νεόκοπο όρο «Risikogesellschaft», που κάνει διεθνή καριέρα ως «risk society» και έχει εκτελωνιστεί ως «κοινωνία του ρίσκου» ή, με λογιότερες αξιώσεις, «της διακινδύνευσης». Το ζήτημα του «ρίσκου» είναι άμεσα συναρτημένο με την, κατά Beck, μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη νεωτερικότητα. Στην πρώτη από τις δύο φάσεις τα κράτη-έθνη ήταν σε θέση να εγγυηθούν τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, την οικονομική ανάπτυξη και την ασφάλεια· αντίθετα, στη δεύτερη φάση αποδεικνύονται όλο και πιο αναποτελεσματικά στη διαχείριση οικονομικών και οικολογικών κρίσεων και στην αντιμετώπιση της εργασιακής ανασφάλειας, ενώ μοιάζουν εντελώς αθωράκιστα απέναντι στην οργανωμένη τρομοκρατία. Σ’ αυτό το μελαγχολικό πόρισμα, όλα τα πολιτικά, επικοινωνιακά και τεχνολογικά μέσα διάγνωσης και θεραπείας απαξιώνονται ως αναντίστοιχα προς τη νέα γενιά κινδύνων. Ανορθολογικές αντιδράσεις, δυσπιστία για τις δομές της πολιτικής εξουσίας και εκδοχές ατομισμού που απειλούν την κοινωνική συνοχή είναι τα οψώνια αυτής της παγκοσμιοποιημένης αμαρτίας. H θεραπευτική αγωγή που προτείνει ο Beck προϋποθέτει τη δημιουργία ενός δικτύου υπερεθνικών αλληλεξαρτήσεων. H υποδομή υπάρχει ήδη με τη μορφή παγκόσμιων οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα ή ακόμη και το Πρωτόκολλο του Κιότο για τις κλιματικές αλλαγές· και επειδή η ιστορία γράφεται με τους επόμενους -ισμούς που εκθρονίζουν τους προηγούμενους -ισμούς, ως παυσίλυπο των διακινδυνεύσεων της δεύτερης νεωτερικότητας λανσάρεται ο «κοσμοπολιτισμός».


Αλλά, αν καταλαβαίνω σωστά, ο θεραπευτικός «κοσμοπολιτισμός» του Beck αφορά, σε τελική ανάλυση, τις γνωστές και μη εξαιρετέες παρενέργειες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ενώ η διάγνωση του προβλήματος και η διατύπωσή της έχουν την αφετηρία τους σε μια πολύ πιο σύνθετη και περιεκτική δυσφορία-απορία: Πώς είναι δυνατόν οι εξελίξεις να ειρωνεύονται την αλαζονική πεποίθηση των τεχνολογικά προχωρημένων και κατά τεκμήριο δημοκρατικών κοινωνιών ότι όλα μπορούν να προβλεφθούν και να ελεγχθούν ορθολογικά προς όφελος του συνόλου των πολιτών; Πώς είναι δυνατόν η αίσθηση κινδύνου να οξύνεται σε έναν κόσμο όπου οι αποστάσεις εκμηδενίζονται, τα μέσα επικοινωνίας μοιάζουν απεριόριστα και οι ευκαιρίες να γνωρίσουμε και να καταλάβουμε τον «άλλον» είναι περισσότερες από ποτέ άλλοτε;


Θα ήταν εξαιρετικά απλουστευτικό να απαντήσει κανείς ότι το πρόβλημα είναι ο μαζικός επικοινωνιακός Γαργαντούας που δραματοποιεί την αίσθηση των κινδύνων προκειμένου να την εμπορευματοποιήσει· ούτε ξέρω αν είναι πράγματι η τεχνολογική επιτάχυνση στην αναπεπταμένη πίστα της παγκοσμιοποίησης που απεργάζεται νέες μορφές αβεβαιότητας και κινδύνων· και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι το όλο ζήτημα συμποσούται σ’ αυτό που με αύξουσα συχνότητα αποκαλείται τώρα «precariat» (= εργασιακή ανασφάλεια). Υποθέτω, όμως, ότι αν η καλύτερη κατανόηση του κόσμου (μια εκδοχή κοσμοπολιτισμού, δηλαδή) συντελεί στη μείωση του ρίσκου, του κινδύνου και της κινδυνολογίας, τότε θα ζήσουμε για αρκετό καιρό ακόμη με τη «risk society», όχι μόνο επειδή η τεχνολογικά ωθούμενη πληροφόρηση δεν ισούται αναγκαστικά με τη γνώση αλλά, κυρίως, επειδή το παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν προσφέρει παρά μονάχα την ψευδαίσθηση κατανόησης του κόσμου.


Μια ψευδαίσθηση που ευδοκιμεί πανεύκολα όταν αντί για συμπολίτες του κόσμου γινόμαστε απλώς συν-καταναλωτές· όταν, με άλλα λόγια, η μόνη παιδεία στην οποία συν-μετέχουμε εμβληματοποιείται από τα «τζινς», το Big Mac και το κινητό· και όταν νομίζουμε ότι η διακίνηση αγοραστικών ηθών είναι λίγο-πολύ ταυτόσημη με την κίνηση πολιτισμικών κεφαλαίων. Θυμηθείτε την αβυσσαλέα αμηχανία που άφησαν πίσω τους οι πρόσφατες μεγάλες τρομοκρατικές πράξεις: πώς να κατανοήσεις το ότι οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί τους δεν είναι αναλφάβητα ξωτικά της ισλαμικής νύχτας και της αραβικής ερήμου τυλιγμένα σε αρχαϊκές κελεμπίες αλλά πλησίστιοι φωστήρες με δυτικά «ντοκτορά», μοσχοαναθρεμμένοι με τα «software» της Δύσης και κομψά συντονισμένοι στη γραμμή Armani; H παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα μηδενίζει αποστάσεις και απεργάζεται πρωτόγνωρες συγκατοικήσεις, αλλά με ποιον «άλλον» συνωθούμαστε στη νέα αυτή σύναξη δεν το ξέρουμε – είτε γιατί δεν νοιαζόμαστε να το μάθουμε είτε γιατί, με την ευήθεια που συχνά συνοδεύει την ευμάρεια, περιμένουμε τον «άλλον» να είναι, ή να γίνει, ακριβώς όπως «εμείς». Αλλά η ψευδαίσθηση, όπως θα έλεγε και ο Beck, είναι το μεγαλύτερο ρίσκο. Καλός ο «κοσμο-πολιτισμός», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, αλλά αυτό που χρειάζεται πάνω απ’ όλα είναι μια «έξυπνη παγκοσμιοποίηση» από συνειδητοποιημένους συν-πολίτες και όχι από ομογενοποιημένους συν-καταναλωτές. Δεν ξέρω τι λένε οι πλανόδιοι του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, αλλά αυτό μοιάζει με ρίσκο που αξίζει να το πάρουμε.


Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.