Πριν από τη Συνθήκη της Ρώμης οι κύριες προσπάθειες ενοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου (δηλαδή αυτή του Ναπολέοντα στον 19ο αιώνα και του Χίτλερ στον 20ό) βασίστηκαν στη χρήση μαζικής βίας – και ευτυχώς απέτυχαν. Η δημιουργία της ΕΟΚ πριν από 50 ακριβώς χρόνια αποτελεί μοναδικό επίτευγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Για πρώτη φορά σημαντικός αριθμός κρατών κατόρθωσαν να αποφύγουν τις αιματηρές συγκρούσεις, να υπερβούν τα εθνικά σύνορα και να δημιουργήσουν πρώτα μια ενιαία αγορά και μετά ένα ενιαίο νόμισμα στη βάση μιας δημοκρατικής διαδικασίας που εξασφάλιζε τη σχετική ισοτιμία μεταξύ κρατών-μελών. Διότι στο παρελθόν παρόμοια υπέρβαση των κρατικών συνόρων (σε ό,τι αφορά την ενοποίηση των αγορών και των χρηματικών συναλλαγών) γινόταν πάντα μέσω της επιβολής ενός imperium – ρωμαϊκού, οθωμανικού, βρετανικού.
Μετά την αγορά και το νόμισμα, έχουμε δύο νέες ιδέες, δύο νέα οράματα που αναδύθηκαν ως κινητήριες δυνάμεις στον ευρωπαϊκό χώρο: πολιτική ενοποίηση και τον στόχο να γίνει η Ευρώπη η πιο αναπτυγμένη δύναμη – τεχνολογικά, κοινωνικά και οικονομικά – του πλανήτη.
* Η πολιτική ενοποίηση
Σε ό,τι αφορά την πολιτική ενοποίηση – για τη στιγμή παρατηρούμε ένα αδιέξοδο, αν όχι μια πλήρη αποτυχία. Και αυτό γιατί οι πολιτικές ηγεσίες, κατά τελείως μυωπικό τρόπο, αποφάσισαν τη διεύρυνση της Ευρώπης τη λάθος στιγμή: δηλαδή πριν από τη δημιουργία ισχυρών πολιτικών θεσμών που θα καθιστούσαν την Ευρώπη των «15» σοβαρό παίχτη στην παγκόσμια γεωπολιτική αρένα. Με άλλα λόγια ήταν μοιραίο στρατηγικό λάθος η διεύρυνση πριν από την εμβάθυνση. Γιατί η είσοδος των δέκα νέων μελών, που, για διάφορους λόγους, είχαν φιλοαμερικανικό παρά ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ισχυροποίησε τη στρατηγική των ΗΠΑ, οι οποίες, ως γνωστόν, εναντιώνονται στην ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση. Πρέπει να θυμηθούμε εδώ πως όσο διαρκούσε ο Ψυχρός Πόλεμος οι Αμερικανοί προωθούσαν ενεργά την ιδέα μιας πολιτικά ενωμένης Ευρώπης, ικανής να λειτουργήσει ως αντίβαρο στον σοβιετικό επεκτατισμό. Μετά την κατάρρευση όμως της Σοβιετικής Ενωσης η υπερδύναμη άλλαξε πολιτική. Μια πολιτικά ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να αμφισβητήσει την μεταψυχροπολεμική, απόλυτη αμερικανική ηγεμονία. Αυτή η διάσταση του προβλήματος φάνηκε καθαρά στην περίπτωση του Ιράκ. Τα 10 νεοεισαχθέντα μέλη υποστήριξαν χωρίς κανένα ενδοιασμό την καταστρεπτική και συγχρόνως βλακώδη αμερικανική εισβολή και κατοχή της άτυχης αυτής χώρας.
Και βέβαια η υπόσκαψη της πολιτικής ενοποίησης δεν οφείλεται μόνο στη συμμαχία των ΗΠΑ με τα 10 νέα μέλη, οφείλεται επίσης στον άλλο στενό σύμμαχο της υπερδύναμης, τη Βρετανία. Η τελευταία, από την αρχή του εγχειρήματος, όπως πολύ σωστά είχε προβλέψει ο Ντε Γκωλ, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να διαταράξει την «ιδιαίτερη σχέση» που είχε και εξακολουθεί να έχει με τις ΗΠΑ. Ετσι, τα νέα μέλη εξ ανατολάς και η Βρετανία εκ δυσμάς συγκροτούν τον κύριο πυρήνα των «ατλαντιστών» οι οποίοι ουσιαστικά δεν θέλουν να προχωρήσει η Ευρώπη των «25» πέρα από την οικονομική ενοποίηση.
Παίρνοντας υπόψη τα παραπάνω, η προσπάθεια δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος ήταν εξαρχής καταδικασμένη. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, μετά τη διεύρυνση, η ισορροπία δυνάμεων μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο καθώς και ο μεγάλος αριθμός των μελών-κρατών δεν επέτρεψαν τη δημιουργία ενός Συντάγματος ικανού να δώσει στην ΕΕ τη δυνατότητα συγκρότησης μιας ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής στον διεθνή χώρο.
Πέρα απ’ αυτόν τον λόγο, έστω και αυτό το ρηχό, αναποτελεσματικό (από τη σκοπιά της πολιτικής ενοποίησης) Σύνταγμα είχε εξαρχής λίγες πιθανότητες αποδοχής από τη στιγμή που τα κράτη-μέλη είχαν την επιλογή να το θέσουν σε δημοψήφισμα. Στο πλαίσιο ενός δημοψηφίσματος, όπως υποστήριξα σε προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα της Κυριακής», 3.12.06), είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς στον απλό πολίτη και να αναπτύξει πολύπλοκα επιχειρήματα υπέρ ενός «Ναι» ή ενός «Οχι».
Επιπλέον, όπως φάνηκε καθαρά στην περίπτωση της Γαλλίας και της Ολλανδίας, το δημοψήφισμα είναι θαυμάσιο δώρο που προσφέρεται στις λαϊκιστικές αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, είτε αυτές προέρχονται από τα δεξιά είτε από τα αριστερά. Ο αντιευρωπαϊκός λαϊκισμός βασίζεται στην ιδέα πως τα προβλήματα της υψηλής ανεργίας, των ανισοτήτων και της κοινωνικής περιθωριοποίησης έχουν να κάνουν με την «Ευρώπη του κεφαλαίου». Αρα κατ’ αυτή την άποψη η λύση των προβλημάτων είναι η καταψήφιση του Συντάγματος ως ένδειξη διαμαρτυρίας και, για μερικούς, ως το πρώτο βήμα προς την ολική αποσύνδεση των κρατών-μελών από τη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» και το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό status quo.
Αυτή η άποψη βέβαια είναι εσφαλμένη. Η ανεργία, η περιθωριοποίηση και οι ανισότητες οφείλονται λιγότερο στην ΕΕ και περισσότερο στον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης. Αυτό που αποφεύγουν να πουν στους ψηφοφόρους τους οι λαϊκιστικές ηγεσίες της Δεξιάς και της Αριστεράς είναι πως, με δεδομένο το νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο, οι απομονωμένες ευρωπαϊκές χώρες θα βίωναν πιο άμεσα τον φονταμενταλισμό της αγοράς που η σημερινή παγκόσμια διακυβέρνηση επιβάλλει. Αυτό που επίσης δεν λένε είναι ότι η αναγκαία, αν όχι και ικανή προϋπόθεση για το πέρασμα από τη νεοφιλελεύθερη σε πιο ανθρώπινη, νεο-σοσιαλδημοκρατική διαχείριση των παγκόσμιων εξελίξεων είναι μια ισχυρή, πολιτικά ενωμένη Ευρώπη.
* Ο στόχος της Λισαβόνας
Δύο λόγια, τέλος, για τον άλλο βασικό στόχο που η ΕΕ των «25» έθεσε στη Διάσκεψη της Λισαβόνας. Την τεχνολογική, οικονομική και κοινωνική ευρωπαϊκή πρωτοπορία σε ένα διάστημα 10 ετών. Οπως διαφαίνεται από τα ήδη επιτευχθέντα, και αυτός ο στόχος είναι μάλλον ανεφάρμοστος. Και αυτό, για τον απλό λόγο ότι η υλοποίηση ενός τόσο φιλόδοξου προγράμματος προϋποθέτει την πολιτική ενοποίηση. Προϋποθέτει μια εκτελεστική εξουσία, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ικανή να δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο ικανό να κινητοποιήσει υλικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό προς τη σωστή κατεύθυνση. Προϋποθέτει, με άλλα λόγια, όχι μόνο τον παραπέρα εκδημοκρατισμό των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και τη συγκέντρωση εξουσιών σε ένα υπερεθνικό επίπεδο. Οσο η πολιτική ενοποίηση δεν επιτυγχάνεται, με ή χωρίς Σύνταγμα, ο στόχος της τεχνολογικής και κοινωνικο-οικονομικής πρωτοπορίας θα παραμένει απόμακρο, μη πραγματοποιήσιμο όνειρο.
Υπάρχει τρόπος υπέρβασης των τωρινών αδιεξόδων; Νομίζω πως η μόνη δυνατή διέξοδος είναι μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων. Μια Ευρώπη που θα έχει στον πυρήνα της τα κράτη που έχουν τη θέληση να προχωρήσουν προς την πολιτική ενοποίηση. Τα υπόλοιπα κράτη θα είναι απλά μέλη της ενιαίας αγοράς. Το εγχείρημα είναι βέβαια εξαιρετικά δύσκολο. Οι ΗΠΑ μέσω της Βρετανίας και των υπολοίπων «ατλαντιστών» θα κάνουν το παν για να το αποτρέψουν. Επιπλέον, για τη στιγμή τουλάχιστον, ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία δείχνουν να έχουν την πολιτική βούληση για παραπέρα ενοποίηση. Πάντως αν ακολουθηθεί στο μέλλον η δύσκολη στρατηγική των πολλών ταχυτήτων, η προσπάθεια δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος στην τωρινή συγκυρία δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε επιθυμητή. Και αυτό, γιατί ένα Σύνταγμα, πριν από την πολιτική εμβάθυνση, μάλλον θα αντανακλά και θα νομιμοποιεί την υπάρχουσα πολιτικά αποκεντρωμένη δομή της ΕΕ.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.