Μετά τη σοβαρή ήττα που υπέστη το ΠαΣοΚ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007 αναζωπυρώθηκε μια μυθολογία στο εσωτερικό του που θέλει να αποδώσει το δυσμενές αποτέλεσμα σε μια ιδεολογική στροφή των κυβερνήσεων Σημίτη 1996-2004 δήθεν προς τα «δεξιά».
Η εσωκομματική μυθολογία θέλει έτσι να κατασκευάσει ένα βολικό άλλοθι για την ήττα του 2007, υπονοώντας ότι μετά το 2004 η νέα ηγεσία του ΠαΣοΚ δεν πήγε όσο θα έπρεπε «αριστερά», πράγμα που θα απαιτούσε όχι μόνο την αποκήρυξη της πολιτικής του εκσυγχρονισμού αλλά προφανώς και μια απομάκρυνση των εκφραστών του.
Η μυθολογία αυτή είναι βέβαια δείγμα της αδυναμίας κατανόησης των αιτίων της ήττας και καταρρέει αμέσως στο μυαλό κάθε σκεπτόμενου πολίτη, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι η δύναμη του ΠαΣοΚ δεν μειώθηκε στα φτωχότερα στρώματα αλλά κυρίως στον κεντρώο χώρο και στις πιο αστικοποιημένες περιοχές.
Χρειάζεται όμως να αντικρουστεί και με ορισμένα στοιχεία της πραγματικότητας, όχι τόσο για να φανεί το έργο εκείνης της περιόδου αλλά κυρίως για να καταδειχθεί πόσο αβάσιμη είναι αυτή η μυθολογία σκοπιμότητας. Ας δούμε λοιπόν μερικές ενδεικτικές επιδόσεις της περιόδου των κυβερνήσεων ΠαΣοΚ επί Σημίτη 1996-2004 σε τομείς που αποτελούν τις σταθερές προτεραιότητες κάθε σύγχρονου σοσιαλιστικού και κεντροαριστερού κόμματος στην Ευρώπη και διεθνώς: Πρώτα απ΄ όλα στο κοινωνικό μέτωπο οι συνολικές δαπάνες στήριξης και προστασίας αυξήθηκαν από το 23% του ΑΕΠ το 1996 στο 28% του ΑΕΠ το 2004 σημειώνοντας τη μεγαλύτερη επέκταση του κοινωνικού κράτους στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας μας. Με τη δραστική αυτή αύξηση χρηματοδοτήθηκαν πολλές νέες πολιτικές όπως το ΕΚΑΣ, η Βοήθεια στο Σπίτι, προγράμματα στήριξης χαμηλοσυνταξιούχων, μεταναστών, αποκλεισμένων ομάδων, μαζί με πολλές άλλες μαζικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής.
Στην Παιδεία οι δημόσιες δαπάνες ήταν κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 1995, το 2004 όμως προσέγγισαν το 4% με στόχο να φτάσουν το 5% του ΑΕΠ το 2008, όπως ρητά προέβλεπε η ξεχασμένη σήμερα Χάρτα Σύγκλισης. Την ίδια περίοδο διπλασιάστηκαν οι εισακτέοι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τετραπλασιάστηκαν τα μεταπτυχιακά, έγινε μαζική εισαγωγή υπολογιστών στα σχολεία και χτίστηκαν δεκάδες νέα σχολεία με 1.350 νέες θέσεις διδασκαλίας.
Στην Υγεία οι δημόσιες δαπάνες διπλασιάστηκαν από 1,5 δισ. ευρώ το 1995 σε πάνω από 3 δισ. ευρώ το 2003, χτίστηκαν 11 νέα νοσοκομεία και επεκτάθηκαν πολλά υφιστάμενα. Διπλασιάστηκαν οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και βελτιώθηκαν οι υποδομές και η στελέχωση των νοσοκομείων, καθώς και οι αποδοχές του προσωπικού. Το βελτιωμένο επίπεδο περίθαλψης οδήγησε σε θεαματική μείωση κατά 75% του αριθμού των ασθενών που χρειάζεται πλέον να μεταβαίνουν για θεραπεία στο εξωτερικό.
Την ίδια περίοδο 1996-2003 συντελείται η πιο συστηματική και σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα αυξανόταν κατά 2,7% περίπου κάθε χρόνο πάνω από τον πληθωρισμό, αισθητά περισσότερο από τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ανάλογη ήταν και η βελτίωση των συντάξεων, ενώ για τους αγρότες η προνοιακή σύνταξη σχεδόν διπλασιάστηκε.
Σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων ήταν η διαρκώς μειούμενη φορολόγηση του εισοδήματός τους. Το 2003 η Ελλάδα έγινε η χώρα με τη χαμηλότερη φορολογία μισθωτών στην ΕΕ, με συγκεκριμένα μέτρα που ευνοούσαν τα νοικοκυριά, όπως ο διπλασιασμός του αφορολόγητου ορίου για οικογένειες με παιδιά, η κατάργηση του φόρου ιδιοκατοίκησης και του φόρου μεταβίβασης για οικογενειακά περιουσιακά στοιχεία.
Ας σημειωθεί ότι κατά την περίοδο 1996-2004 μειώθηκαν αρκετές έμμεσες φορολογίες που επιβαρύνουν τα λαϊκά στρώματα, όπως ο ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα, ο φόρος πετρελαίου και τα τέλη σε διάφορες υπηρεσίες. Ταυτόχρονα η ραγδαία πτώση των επιτοκίων επέτρεψε σε χιλιάδες φτωχά νοικοκυριά να αποκτήσουν δικό τους σπίτι, αφού πλέον το στεγαστικό δάνειο ερχόταν φθηνότερο από το νοίκι.
Οι φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις δόθηκαν μόνο με τον όρο ότι θα κάνουν νέες επενδύσεις και θα αυξήσουν την απασχόληση. Εκτός από τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, τη φορολογία στα repos και στις υπεράκτιες εταιρείες που επιβάρυναν αποκλειστικά τους έχοντες και κατέχοντες, καμία άλλη φορολογική επιβάρυνση δεν έγινε όλη την περίοδο Σημίτη. Το τρίτο μέτωπο της σύγχρονης κεντροαριστερής ατζέντας είναι βέβαια οι ανισότητες που δημιουργούνται στην κατανομή εισοδήματος και ευκαιριών. Σε πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για τις περιφερειακές ανισότητες η Ελλάδα είχε τις καλύτερες επιδόσεις ανάμεσα σε 16 ανεπτυγμένες χώρες και είχε τις μικρότερες εισοδηματικές διαφορές την περίοδο 1998-2003, δηλαδή ακριβώς όταν το ΠαΣοΚ εφάρμοζε τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής του. Η ενίσχυση των εισοδημάτων των κατοίκων της περιφέρειας έγινε με τη δραστική αύξηση που δόθηκε στις συντάξεις του ΟΓΑ, με την πλήρη και δωρεάν περίθαλψη που δόθηκε στους αγρότες και με οργανωμένες πολιτικές στήριξης της απασχόλησης στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές. Με τα έργα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης δόθηκε σημαντική ώθηση στην ποιότητα ζωής, στις επιχειρηματικές ευκαιρίες και στο βιοτικό επίπεδο της περιφέρειας.
Είναι βέβαια προφανές ότι όλες αυτές οι πολιτικές δεν είναι πανάκεια και αρκετά προβλήματα έμειναν ανοιχτά. Συχνά επίσης η έκταση και η σημασία της κοινωνικής πολιτικής της περιόδου 1996-2004 παραγνωρίστηκε είτε επειδή συνέπεσε με τη διεθνή οικονομική ύφεση του 2000-2004 είτε επειδή δοκιμάστηκε από τα φαινόμενα ακρίβειας και κερδοσκοπίας που εμφανίστηκαν μετά την εισαγωγή του ευρώ. Διαμόρφωσαν όμως ένα νέο περιβάλλον με σαφώς καλύτερους κοινωνικούς όρους και οικονομικές προοπτικές από την περασμένη δεκαετία και γι΄ αυτό η ΝΔ επιδόθηκε με μανία στη συκοφάντηση και ανατροπή των επιλογών του ΠαΣοΚ για να εκλείψει το μέτρο σύγκρισης και αναφοράς και να μπορέσει να περάσει τις πολιτικές λιτότητας χωρίς αντιστάσεις.
Εκτός όμως από τις κοινωνικές δαπάνες και τους στόχους μείωσης των ανισοτήτων, υπάρχει και ένας ενδιαφέρων πολιτικός δείκτης για το αν και πόσο «δεξιά» ή «αριστερή» υπήρξε η διακυβέρνηση Σημίτη. Αν ήταν όντως «δεξιά» και η κοινωνία διψούσε για έναν πιο αριστερό προσανατολισμό, είναι προφανές ότι οι πολίτες θα επέλεγαν κόμματα αριστερής ταυτότητας και θα απέρριπταν τη «δεξιόστροφη» πολιτική Σημίτη. Κατά την περίοδο όμως 1996-2004 και τα δύο κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν πάνω από το 8% του εκλογικού σώματος, σημειώνοντας αθροιστικά τη χαμηλότερη επίδοση μεταπολιτευτικά και μεταπολεμικά.
Αντιθέτως, όταν έληξε στο ΠαΣοΚ η «δεξιόστροφη» περίοδος Σημίτη, τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς σχεδόν διπλασίασαν τις δυνάμεις τους!
Το αυτονόητο συμπέρασμα για το ΠαΣοΚ είναι ότι για να ξαναγίνει ηγεμονικό πολιτικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία και να πρωταγωνιστήσει στην ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά δεν χρειάζεται ιαχές αριστεροσύνης αλλά έναν προγραμματικό λόγο με συγκεκριμένους στόχους κοινωνικής πολιτικής, με σχέδιο και αξιοπιστία και φυσικά με αποδέκτη την πλειονότητα των πολιτών και όχι μόνο ένα στενό κομματικό ακροατήριο.
Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Οικονομίας.