Ο πολέμιος της ευτελούς επικοινωνίας
Πολύ καλά κάνουμε όλοι μας και συχνά πυκνά ψέγουμε την παρακμιακή δημοσιογραφία επισημαίνοντας τις πράγματι τεράστιες διαστάσεις που έχει προσλάβει το τελευταίο διάστημα. Η κριτική, όμως, όλες οι κριτικές, πρέπει κάπου να καταλήγουν: ανάλυση χωρίς συμπεράσματα, χωρίς ένα κάποιο επιχειρησιακό σκέλος το οποίο να διεκδικεί δεσμευτικότητα, είναι ανάλυση κολοβή. Επιπλέον – και αυτό είναι το χειρότερο – η συνεχής αλλά μετέωρη διεκτραγώδηση ενός φαινομένου, σταδιακά αλλά αδήριτα, αυτοεκπίπτει από κριτική σε γκρίνια. Αντί να εμπνέει αντιδράσεις καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα, καταλήγει να μας εξοικειώνει με αυτά, προσδίδοντάς τους μάλιστα και μιαν επίφαση κανονικότητας (υπαινισσόμενη ότι αφού η παρακμή είναι πανταχού παρούσα, ίσως να είναι και αναπόφευκτη). Ενώ η πραγματική κριτική προετοιμάζει λύσεις, η γκρίνια αποτελεί μέρος του προβλήματος – ένας ενισχυτικός συντελεστής του παρακμιακού κύκλου.
* Η άνοδος της ασημαντότητας…
Η κατίσχυση της μιντιακής (κυρίως τηλεοπτικής) ευτέλειας έχει βαθιές και ποικίλες καταβολές. Σε ένα από τα τελευταία έργα του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η άνοδος της ασημαντότητας (Paris, Seuil 1996 Αθήνα, Υψιλον, 2000), ο Κορνήλιος Καστοριάδης (η πνευματική κληρονομιά του οποίου τιμήθηκε σε εκδήλωση που έγινε στο Γαλλικό Ινστιτούτο την περασμένη Τρίτη) υποστήριξε ότι αυτό το οποίο κυρίως χαρακτηρίζει τα σημερινά ΜΜΕ είναι η προβολή του ευτελούς συνδυαστικά με τον ευτελισμό αυτού που είναι σοβαρό. Οι επιπτώσεις είναι πολλαπλές και αλληλένδετες: πλήττεται η αισθητική μας, υπονομεύονται οι αναλυτικές μας κατηγορίες, σχετικοποιούνται τα ηθικά μας πρότυπα. Για τον Καστοριάδη όμως η πιο σοβαρή επίπτωση συνίσταται στη συνδυασμένη υπονόμευση της κριτικής δυνατότητας των ανθρώπων: στην πρόκληση μιας γενικευμένης κρίσης της κριτικής. Εύγλωττο παράδειγμα αποτελούν τα πρόσφατα σκάνδαλα. Η πρόσληψή τους μέσα από ένα κραυγαλέα σκανδαλοθηρικό πρίσμα όχι μόνο στη διαλεύκανσή τους δεν οδήγησε, αλλά – το ακριβώς αντίθετο – διαμόρφωσε όρους για τη σταδιακή απάλειψή τους από τη δημόσια σφαίρα. Την ώρα που τα πάσης φύσεως ΜΜΕ κερδοσκοπούσαν ψαρεύοντας στα θολά νερά, οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί κατάφερναν να μεταθέσουν (αν όχι να αποσείσουν) τις ευθύνες τους. Η διελκυστίνδα ωστόσο μεταξύ σκανδαλοθηρίας και κουκουλώματος δεν πρέπει διόλου να εκπλήσσει. Τίποτε δεν ευνοεί περισσότερο τη συγκάλυψη ενός σκανδάλου από τον προηγούμενο ευτελισμό του.
* …και η ευθύνη της πολιτικής
Η ανάλυση του Καστοριάδη γίνεται καλύτερα κατανοητή αν ληφθεί υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου ανακύπτουν τα προβλήματα που καυτηριάζει. Η κατίσχυση της ασημαντότητας αποτελεί σύμπτωμα ελλείπουσας κοινωνικής αυτονομίας: του γεγονότος ότι, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί όπως τους γνωρίζουμε δεν δίνουν τελικά στις κοινωνίες τη δυνατότητα της έλλογης αυτορρύθμισης. Νόμοι και κανόνες διαμορφώνονται βέβαια εσωτερικά, όμως αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει τη διαδικασία παραγωγής και επιβολής τους είναι η αλλοτρίωση, η ετερονομία. Εύλογο είναι η κατάσταση αυτή να προκαλεί ανησυχία, όμως στον Καστοριάδη η κριτική δεν ξεπέφτει ποτέ σε γκρίνια. Σφοδρός πολέμιος όλων των νομοτελειακών αναγνώσεων της Ιστορίας, ο ιδρυτής του Socialisme ou Barbarie αναδεικνύει με το έργο του την τεράστια δύναμη της εμπρόθετης παρέμβασης -της ενεργού πολιτικής η οποία, καταγγέλλοντας τις θεσμικές παθογένειες, διεκδικεί την κοινωνική αυτονομία. Και είναι πράγματι έτσι. Το τελευταίο διάστημα δεν έχουμε μόνο σκάνδαλα, έχουμε και ένα πάνδημο διεκδικητικό ξέσπασμα.
Η διττή υφή της συγκυρίας φέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο τις πολιτικές ευθύνες όσων αποσκοπούν στη δημοκρατική εμβάθυνση. Προϋπόθεση για να είναι αποτελεσματική η σημερινή διεκδίκηση είναι η ρητή σύνδεσή της με τις διάχυτες συστημικές παθογένειες. Το ερώτημα Πώς η ένδεια των κοινωνικών δαπανών συμβιβάζεται με τον πακτωλό των «ημέτερων» χρηματοδοτήσεων; είναι ένα πολιτικό ερώτημα.
Συμπέρασμα: Εύλογο είναι οι σκανδαλοποιοί να μεταθέτουν τις ευθύνες τους· όμως το πρόβλημα με την παρακμή των ΜΜΕ και τη διάχυτη διαφθορά της δημόσιας σφαίρας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον αν η διεκδικητική πολιτική σταθεί στο ύψος των δικών της ευθυνών.
Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, visiting fellow στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (Clare Hall).