Η παρουσία της θρησκείας σε παραδοσιακού-κλειστού τύπου κοινωνίες προσδιορίζει το περιεχόμενο των κοινωνικών και πολιτικών ρόλων, παρέχοντας μια ομοιογενοποιημένη θρησκευτική πίστη, η οποία γίνεται αντιληπτή στη βάση των ιδιαίτερων ενορμήσεων που μια ομάδα ή κοινότητα επιχειρεί να επιβάλει ως βασική προϋπόθεση κοινωνικής ένταξης και αυτοπροσδιορισμού. Ετσι στη μεσαιωνική κοινωνία η αναγωγή της θρησκείας σε κυρίαρχη ιδεολογικο-πολιτική ταυτότητα διαμόρφωνε μια κοινωνική θεωρία για τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, αδρανοποιώντας και εξοβελίζοντας κάθε διαφορετική ιδεολογική-κοσμοθεωρητική κατασκευή, η οποία δεν προερχόταν από την κυρίαρχη ιδεολογία. Στην ουσία η παρουσία της θρησκείας διαμόρφωνε συγκεκριμένα δίκτυα πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου, μέσα από τα οποία προσδιοριζόταν σε ένα βαθμό η κοινωνική και πολιτική ενσωμάτωση
Η δημιουργία των εθνικών κρατών και η προσπάθεια διαχείρισης εκ μέρους τους, των διαφορετικών εθνικών προσανατολισμών τους, συμπαρέσυρε όπως ήταν φυσικό και την ίδια τη θρησκεία. Η μετάβαση μάλιστα από τις υπερεθνικές αυτοκρατορίες με θρησκευτικά χαρακτηριστικά σε ένα έθνος με πολιτικά χαρακτηριστικά, σε κάθε περίπτωση δεν ακύρωσε την πολιτική λειτουργία της θρησκείας, μάλλον την υπέταξε στις εθν(ικιστ)ικές επιδιώξεις των νέων κρατών. Η διασύνδεση δε της θρησκείας με την εθνι(ικιστ)ική ιδεολογία δημιούργησε επί μέρους εθνικές Εκκλησίες, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις, αν και ομόδοξες, διχάστηκαν ακριβώς στο όνομα της εθνικής ιδέας την οποία κλήθηκαν να υπερασπίσουν. Υπενθυμίζουμε εδώ χαρακτηριστικά ότι η βουλγαρική εθνικιστική ιδεολογία κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα χρησιμοποίησε τη χριστιανική θρησκεία προκειμένου να δημιουργήσει ανεξάρτητο βουλγαρικό κράτος, αντιγράφοντας με τον τρόπο αυτόν ανάλογες πρακτικές της ελληνικής πλευράς.
Στην ουσία η ταύτιση του περιεχομένου της εθνικότητας με τη θρησκεία περιορίζει το περιεχόμενο της πρώτης αποκλειστικά και μόνο σε μια συγκεκριμένη εκδοχή της, ενώ αποστερεί τη δεύτερη από την οικουμενικότητα και την ανεκτικότητα που είναι σύμφυτη με την αποστολή της. Ετσι Ελληνας είναι ο χριστιανός και Τούρκος ο μουσουλμάνος, καθώς οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση της εθνικότητας αυτών των δύο λαών αφήνεται έκθετη και ουσιαστικά υπονομεύεται. Περαιτέρω, ο έλληνας μουσουλμάνος, ο έλληνας εβραίος, ο τούρκος χριστιανός ή ο τούρκος εβραίος θεωρούνται λιγότερο Ελληνες ή Τούρκοι αντίστοιχα, απ’ ό,τι οι υπόλοιποι. Παρομοίως ο έλληνας ορθόδοξος είναι συχνά ανυποψίαστος για το γεγονός ότι και άλλοι άνθρωποι, άλλης εθνικότητας ή καταγωγής, μοιράζονται την ίδια πίστη και παράδοση μαζί του, ενώ παράλληλα η ανεκτικότητα στη διαφορετική θρησκευτική πίστη κρίνεται ως «αντεθνική» συμπεριφορά.
Ωστόσο ο προσδιορισμός του περιεχομένου της εθνικής ταυτότητας με τα τυπικά τουλάχιστον χαρακτηριστικά (διαχείριση και αναπαραγωγή εθνικών συμβόλων, προσδιορισμός του περιεχομένου της εθνικής πολιτικής, σε εξωτερικό και εσωτερικό επίπεδο) οφείλει να είναι δημόσια υποχρέωση του κράτους, ενώ η διαχείριση της θρησκευτικής ταυτότητας, προσωπικό δικαίωμα των πολιτών του, που έχει μεν σχέση και αναφορά με το δημόσιο χώρο, αλλά δεν μπορεί να προβάλλεται και να επιβάλλεται με τους όρους του κράτους ή του έθνους. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν η παρουσία της θρησκείας είναι εθνική-κρατική υπόθεση, τότε η ίδια όχι μόνο βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία της, αλλά επιπλέον οδηγείται αναπόδραστα στην υιοθέτηση των συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, που το επίσημο εθνικό κράτος διαχειρίζεται. Με την έννοια αυτή, η θρησκεία γίνεται παράπλευρη κρατική δομή εξουσίας, που συνδιαχειρίζεται με το εθνικό κράτος το μερίδιο της εθνικότητας που της αναλογεί. Οι συνέπειες του γεγονότος αυτού στη νεοελληνική περίπτωση αποδείχθηκαν τραγικές, εφόσον σε πολλές περιπτώσεις ο εσωτερικός πολιτικός διχασμός οδηγούσε αναπόδραστα σε θρησκευτικό διχασμό και την ίδια την Εκκλησία, η οποία, ως «εθνική», όφειλε να αναπαράγει το περιεχόμενο της εθνικής πολιτικής, όπως αυτό προσδιοριζόταν από την οποιαδήποτε εθνική κυβέρνηση. Υπενθυμίζω εδώ χαρακτηριστικά το παράδειγμα της αντιπαράθεσης Βασιλιά – Βενιζέλου και την αντίστοιχη διαμάχη των Μητροπολιτών Θεόκλητου Μηνόπουλου και Μελέτιου Μεταξάκη.
Η παρουσία των πολυπολιτισμικών-διαπολιτισμικών και κατ’ επέκταση πολυθρησκευτικών παραδόσεων στην εποχή της μετανεωτερικότητας και οι μετακινήσεις μεγάλων πληθυσμικών ομάδων στα παραδοσιακά εθνικά κράτη, τα οποία οφείλουν να επεξεργαστούν τρόπους κοινωνικής ενσωμάτωσης, επαναπροσδιορίζουν το περιεχόμενο της συζήτησης για το ρόλο τόσο των «εθνικών» κρατών όσο και των «εθνικών» Εκκλησιών. Ενδεχομένως είναι μια μεγάλη ευκαιρία σήμερα για τις ίδιες τις θρησκείες να επεξεργαστούν έναν αυτόνομο σε σχέση με το κράτος πνευματικό και κοινωνικό ρόλο, στο πλαίσιο της συνύπαρξής τους με την ετερότητα. Είναι όμως διατεθειμένες σήμερα οι θρησκευτικές ηγεσίες να αποχωριστούν τις κρατικές δομές εξουσίας με τις οποίες συνυπάρχουν εδώ και αρκετά χρόνια, προκειμένου να κατανοήσουν την παρουσία τους αποκλειστικά ως παραγόντων πολιτισμού και κοινωνικής συνοχής αλλά όχι εξουσίας; Η καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό θεωρώ ότι δεν αδρανοποιεί τη θρησκεία, αλλά αποτελεί μια πολύ σημαντική προϋπόθεση για την αφετηριακή επανοργάνωσή της, σε όλα τα επίπεδα, με ουσιαστικές συμβολές στην προσπάθεια για αποδοχή της κοινωνικής και θρησκευτικής ετερότητας, αλλά και δραστηριοποίηση σε ζητήματα που συμβάλλουν θετικά στην προβολή και όχι επιβολή των ιδιαίτερων πολιτιστικών της θεωρήσεων.
Ο κ. Πολύκαρπος Καραμούζης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, διδάσκων στο ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αιγαίου.