Οι κλέφτες και οι αρματολοί συνιστούν κεντρική θεματική της ελληνικής ιστορίας. Από αυτούς προήλθε το σημαντικότερο και το πιο έμπειρο δυναμικό των επαναστατικών στρατευμάτων του 1821. Ο καθοριστικός ρόλος τους στον αγώνα επέτρεψε σε πολλούς οπλαρχηγούς να αποκτήσουν κοινωνικό κύρος και πολιτική και οικονομική ισχύ στην επανάσταση και στη μετεπαναστατική περίοδο. Ετσι πολλοί πρώην κλέφτες ή αρματολοί κατόρθωσαν να αναδειχθούν στα ανώτερα κλιμάκια της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Αρκετοί από αυτούς συνέγραψαν απομνημονεύματα στα οποία, επιδιώκοντας την ενίσχυση του κοινωνικού κύρους τους, υπερτόνιζαν και εξωράιζαν ως πατριωτική την προεπαναστατική δράση των κλεφτών και αρματολών. Το εγχείρημα αυτό συνέπιπτε άλλωστε με τις ανάγκες τής υπό συγκρότηση εθνικής ιδεολογίας και ιστοριογραφίας: χρειάζονταν απτά δείγματα ένοπλης αντιστασιακής δράσης ώστε να στοιχειοθετηθεί ο πόθος για ελευθερία, η ανυποταξία και, συνεπώς, η ενεργός ύπαρξη του ελληνικού έθνους κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Ετσι στηριζόταν η συνέχεια του έθνους από την αρχαιότητα ως το 1821.


Η εθνική ιστοριογραφία διαμόρφωσε στερεότυπη εικόνα περί «κλεφταρματολών», η οποία εν πολλοίς αντέχει ως σήμερα, τουλάχιστον εκτός του ακαδημαϊκού χώρου. Συνοπτικά, το στερεότυπο αυτό βασίζεται στις ακόλουθες παραδοχές: οι «κλεφταρματολοί» συνιστούν θεσμό αναλλοίωτο καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ οι φορείς του θεσμού αποτελούν τη διαρκή και κύρια έκφραση της αντίστασης του ελληνικού έθνους απέναντι στον τούρκο κατακτητή. Ατίθασοι Ελληνες, μη αντέχοντας τις τουρκικές καταπιέσεις, «σηκώθηκαν» κλέφτες και χτυπούσαν τους Τούρκους και τους πλούσιους ρωμιούς συνεργάτες τους, τους κοτζαμπάσηδες. Οι Τούρκοι επειδή δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αναγκάστηκαν να προσλάβουν στην υπηρεσία τους κλέφτες, οι οποίοι ονομάστηκαν αρματολοί, και στους οποίους ανέθεσαν τη δίωξη των υπολοίπων κλεφτών. Οι αρματολοί, όμως, που απέκτησαν μεγάλη κοινωνική ισχύ, προστάτευαν κατά το δυνατόν τους υπόδουλους Ελληνες απέναντι στις καταπιέσεις των Τούρκων, απέφευγαν να καταδιώκουν τους κλέφτες ενώ, όταν πιέζονταν από τους Τούρκους, παρατούσαν τα αρματολίκια τους και ξαναγίνονταν κλέφτες. Παράλληλα οι κλέφτες και οι αρματολοί συμμετείχαν σε όλες τις εξεγέρσεις του υπόδουλου έθνους, εξεγέρσεις τών οποίων συνήθως ήταν δημιουργοί και πρωταγωνιστές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι κλέφτες και οι αρματολοί διατήρησαν και διέσωσαν τον ελληνικό χαρακτήρα και την εθνική συνείδηση αναλλοίωτη ως την επανάσταση και συνέβαλαν ενεργά στη διάσωση του γένους από τον αφανισμό.


Το σχήμα αυτό βασίστηκε κυρίως στα απομνημονεύματα και στα κλέφτικα τραγούδια. Τα πρώτα, όμως, γράφτηκαν μετεπαναστατικά, σε ένα πολύ διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, ενώ τα κλέφτικα, όπως έδειξε η νεότερη έρευνα, είναι συχνά γραμμένα από τους ίδιους τους κλέφτες, παρουσιάζουν εξιδανικευμένη εικόνα τους και δεν εκφράζουν εθνικοαπελευθερωτικά ιδανικά. Αναπαράγουν κυρίως το α-εθνικό ανδρικό πρότυπο του παλικαριού που ζει με την ένοπλη βία και την κλεψιά, κοινό πρότυπο άλλωστε στα ληστρικά τραγούδια τόσο των μουσουλμάνων όσο και των χριστιανών. Είναι η εκ των υστέρων και μέσα από το πρίσμα της εθνικής ιδεολογίας ανάγνωση που ανασημασιοδότησε με εθνικό περιεχόμενο την πολεμική δράση και τις κοινωνικές συγκρούσεις που περιγράφουν τα κλέφτικα.


* Η εναλλαγή ρόλων


Από τη δεκαετία του 1960 η ιστορική έρευνα, ξαναδιαβάζοντας με σύγχρονες οπτικές τις πηγές και αξιοποιώντας νέα τεκμήρια, κυρίως των οθωμανικών και βενετικών αρχείων, ανέτρεψε βαθμιαία την παραδοσιακή εθνική προσέγγιση του «κλεφταρματολισμού», και ανέδειξε σειρά εμφιλοχωρούντων μυθολογικών στοιχείων. Σύμφωνα με τις σύγχρονες, επιστημονικά τεκμηριωμένες, προσεγγίσεις, η ληστεία συνιστούσε τυπική συμπληρωματική οικονομική δραστηριότητα των ορεινών νομαδικών ή ημινομαδικών ποιμενικών φύλων· σε ορισμένες μάλιστα περιοχές, όπως στον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν ενδημικό φαινόμενο από την αρχαιότητα. Την ύστερη βυζαντινή περίοδο, στον βαλκανικό χώρο, βλάχοι, αλβανοί, σλάβοι και έλληνες μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι ασκούσαν ληστρική δραστηριότητα ή προσλαμβάνονταν ως μισθοφόροι από τους ηγεμόνες της εποχής. Οταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν τα Βαλκάνια, προσέλαβαν μεγάλο μέρος των προαναφερόμενων ποιμενικών-πολεμικών ομάδων στην υπηρεσία τους. Πρόκειται για τους γνωστούς αρματολούς που συμμετείχαν στις οθωμανικές εκστρατείες ως άτακτοι επιδρομείς, αναλάμβαναν τη φύλαξη των συνόρων ή τη φρούρηση των κάστρων. Βαθμιαία και καθώς τα σύνορα επεκτείνονταν, οι αρματολοί ανέλαβαν υπηρεσίες ασφαλείας της υπαίθρου.


Η ένταση της ληστείας φαίνεται ότι αυξάνεται στον οθωμανικό κόσμο από τον 17ο αιώνα κ.ε., κυρίως ως έμμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης της αυτοκρατορίας. Πολλοί ληστές είναι πρώην αρματολοί ή μέλη άλλων παρόμοιων στρατιωτικών σχηματισμών που απολύθηκαν μετά το τέλος εκστρατειών στο πλαίσιο του περιορισμού των εξόδων και στράφηκαν στη ληστεία για βιοποριστικούς λόγους. Παράλληλα, η βαθμιαία επέκταση της γεωργίας εις βάρος των βοσκοτόπων ευνόησε την αύξηση της ληστρικής δραστηριότητας των ποιμενικών πληθυσμών. Σταδιακά η ληστεία θα αποτελέσει μέθοδο εκβιασμού των οθωμανικών αρχών για την παραχώρηση αρματολικιού. Μια κλέφτικη ομάδα όσο πιο επικίνδυνη γινόταν για την τοπική ασφάλεια τόσο ανεπαρκέστερο καθιστούσε τον τοπικό αρματολό στη διαχείριση της βίας: μόνη λύση απέμενε η αντικατάσταση των αρματολών με τους ως τότε κλέφτες. Ετσι οι κλέφτες ενσωματώνονταν στην οθωμανική νομιμότητα, ενώ οι πρώην αρματολοί με τη σειρά τους μετατρέπονταν σε κλέφτες. Η εναλλαγή ρόλων γίνεται πολύ συχνή τον 18ο αιώνα και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για τις αρματολικές θέσεις οδηγεί ενίοτε σε μακροχρόνιες βεντέτες μεταξύ αντιπάλων οικογενειών.


* «Πουλούσαν προστασία»


Μολονότι χριστιανοί και μουσουλμάνοι εύποροι συνιστούσαν ελκυστικότερο αντικείμενο ληστείας, οι κλέφτες προτιμούσαν τους φτωχούς χωρικούς που δύσκολα μπορούσαν να αντιδράσουν. Οι ισχυρότεροι ληστές «πουλούσαν προστασία» ή έπιαναν ομήρους για να αποσπάσουν λύτρα. Οι αρματολοί, από την άλλη μεριά, επέβαλλαν αυθαίρετα δοσίματα στους χωρικούς, ασκούσαν τοκογλυφία, επένδυαν στην ενοικίαση φόρων και στην κτηνοτροφία. Ετσι κλέφτες και αρματολοί ενέπνεαν φόβο στα αγροτικά στρώματα μολονότι γίνονταν παράλληλα αντικείμενο θαυμασμού καθώς κατόρθωναν μέσω της βίας να ξεφύγουν από τη μίζερη αγροτική ζωή και κάποτε να αποκτήσουν εξουσία ως αρματολοί. Λίγοι ωστόσο καπετάνιοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν άξιες λόγου περιουσίες. Κάποιοι άλλοι, εκμεταλλευόμενοι τις οικονομικές ευκαιρίες που δημιούργησε η Επανάσταση του 1821, απέκτησαν οικονομική ισχύ συγκρίσιμη με εκείνη των προεστών.


Η ληστρική δραστηριότητα δεν αποτελούσε αποκλειστικότητα των χριστιανών. Ακόμη και στον νότιο ελλαδικό χώρο, που κατοικούν λίγοι μουσουλμάνοι, έχουν επισημανθεί μεικτές θρησκευτικά ομάδες όπως αυτή των Κοντογιανναίων της Υπάτης. Εξάλλου οι κλέφτες και οι αρματολοί συμμετέχουν σε διαθρησκευτικά πελατειακά δίκτυα ώστε να εξασφαλίζουν υποστήριξη.


* Γιατί συμμετείχαν στην επανάσταση


Η συμμετοχή των κλεφτών και αρματολών σε εξεγέρσεις έχει υπερτονιστεί από την εθνική ιστοριογραφία. Από τη μια, σκόρπιες μάχες και συγκρούσεις λανθασμένα θεωρήθηκαν εξεγέρσεις. Από την άλλη, αποδόθηκαν εθνικοαπελευθερωτικά κίνητρα στη συμμετοχή κλεφτών σε ευρύτερες εξεγέρσεις ή σε πολέμους του οθωμανικού κράτους με ευρωπαϊκές δυνάμεις που διαδραματίζονται στον νότιο ελλαδικό χώρο. Ωστόσο αυτή η δράση των κλεφτών δεν αμφισβητούσε τη νομιμότητα της εξουσίας αλλά στόχευε στη βελτίωση της θέσης τους στο πλαίσιο της δεδομένης κοινωνικής δομής, συνήθως στην απόκτηση αρματολικιού: «φέρτε μας τ’ αρματολίκι γιατί ερχόμαστε σα λύκοι» τραγουδούν οι κλέφτες της Ρούμελης στα Ορλωφικά του 1770. Εξάλλου ο εθνικός προσανατολισμός των εξεγέρσεων είναι ισχνός· ορισμένες μάλιστα ανταρσίες τέμνουν τις θρησκευτικές κοινότητες και δεν φέρνουν μονοδιάστατα αντιμέτωπους τους χριστιανούς με τους μουσουλμάνους. Οι ανταρσίες αυτές εκφράζουν δυσαρέσκειες που λειτουργούν στο πλαίσιο διαθρησκευτικών ανισοτήτων και αντιθέσεων της οθωμανικής κοινωνίας και όχι στον άξονα: χριστιανοί εναντίον μουσουλμάνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι σποραδικές συμμαχίες των Σουλιωτών με τους μουσουλμάνους Τσάμηδες σε μια προσπάθεια διαφύλαξης της τοπικής εξουσίας τους που απειλείται από τον Αλή Πασά. Αντίστροφα στα αληπασαδικά στρατεύματα που πολεμούν τους Σουλιώτες στο Σούλι, στον Ζάλογγο ή στον Σέλτσο συμμετέχουν χριστιανοί αρματολοί.


Στις αρχές του 19ου αιώνα η οθωμανική εξουσία κατάφερε να περιορίσει δραστικά τη δύναμη των κλεφτών και των αρματολών, εξοντώνοντας ορισμένους και αναγκάζοντας πολλούς να βρουν καταφύγιο στα Επτάνησα, όπου οι περισσότεροι προσλήφθηκαν στους ξένους στρατούς των Ναπολεόντειων πολέμων. Οταν οι τελευταίοι έληξαν το 1815, οι εξόριστοι ένοπλοι βρέθηκαν άνεργοι και χωρίς πόρους ζωής. Ηταν συνεπώς ευεπίφοροι σε επαναστατικούς σχεδιασμούς που έδιναν διέξοδο στην ανεργία τους και προοπτικές ανατροπής της δυσμενούς κατάστασής τους. Η συμμετοχή στην επανάσταση και στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους και η ενσωμάτωσή τους στο νεωτερικό εθνικό κίνημα δεν θα τους καταστήσει απλώς ήρωες της ελληνικής ιστορίας αλλά θα προσδώσει αναδρομικά εθνικό χαρακτήρα στη δράση τους κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας.


* Στο ένθετο «Βιβλία»: Γιατί σήμερα δεν γράφονται βιβλία για το 1821.


Ο κ. Παναγιώτης Στάθης είναι ιστορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.