Φιλέταιρος

Φιλέταιρος Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Πασχαλινό για φίλους - όσοι απόμειναν. Σκηνή από την έκτη ιλιαδική ραψωδία - φρέσκια μετάφραση, στο πέρασμα από χειμώνα σε άνοιξη. Πρώτο παράδειγμα εταιρικής ομιλίας - στην ακμή της απειλητικής αριστείας του Διομήδη. Που όσο λείπει ο θυμωμένος Αχιλλέας, τον αναπληρώνει, βάσει ενός ιδιοφυούς ποιητικού ελιγμού - όμως περί αυτού άλλη φορά. Προς το παρόν τα συμφραζόμενα μιας

Πασχαλινό για φίλους – όσοι απόμειναν. Σκηνή από την έκτη ιλιαδική ραψωδία – φρέσκια μετάφραση, στο πέρασμα από χειμώνα σε άνοιξη. Πρώτο παράδειγμα εταιρικής ομιλίας – στην ακμή της απειλητικής αριστείας του Διομήδη. Που όσο λείπει ο θυμωμένος Αχιλλέας, τον αναπληρώνει, βάσει ενός ιδιοφυούς ποιητικού ελιγμού – όμως περί αυτού άλλη φορά. Προς το παρόν τα συμφραζόμενα μιας φονικής συνεύρεσης, που αντιστρέφει τη φιλοπόλεμη σύγκρουση σε απόλεμη φιλοξενία, ταιριάζοντας καλά στη γιορτινή μέρα.


Ο Λύκιος Γλαύκος και ο Αργείος Διομήδης συνέρχονται στο πεδίο της μάχης, έτοιμοι να πιαστούνε μεταξύ τους. Με έπαρση του Τυδέα ο γιος προκαλεί τον νεαρό ξάδελφο του Σαρπηδόνα, θέλοντας, πριν τον σκοτώσει, να μάθει από πού κρατά η σκούφια του. Η απόκριση του Γλαύκου εισάγεται με μια μελαγχολική παρομοίωση, που έγινε εφεξής εμβληματική:


Μεγάθυμε γιε του Τυδέα, τι με ρωτάς για τη γενιά μου; / Οπως των φύλλων η γενιά, τέτοια και των ανθρώπων η φυλή· / τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος στη γη, άλλα φυτρώνουν όμως /στο φουντωμένο δάσος, σαν φτάσει η εποχή της άνοιξης. / Ετσι και των ανθρώπων η φυλή, ανθίζει η μια γενιά, / φυλλορροεί η αλλη και μαραίνεται.


Παρ’ όλα αυτά ο Γλαύκος συστήνεται. Τόπος καταγωγής: η Εφυρα, στον κόλπο του Αργους με τα ωραία πουλάρια. Ρίζα γενιάς: ο αιολίδης Σίσυφος, ο πιο πανούργος άνθρωπος στον κόσμο. Που γέννησε τον πρώτο Γλαύκο κι ο Γλαύκος τον Βελλεροφόντη – νέο με κάλλος έκπαγλο και ρώμη απερίγραπτη. Βασιλιάς στη γενέθλια πόλη ήταν ο Προίτος, γυναίκα του η Αντεια. Αυτή ερωτεύτηκε παράφορα τον νεαρό, ποθώντας να κοιμηθεί μαζί του, εκείνος όμως, φύση φρόνιμη, αρνήθηκε, οπότε τον διέβαλε, αντιστρέφοντας σε ψέμα την αλήθεια, ζητώντας από τον Προίτο να σκοτωθεί ή να σκοτώσει. Αυτός όμως δεν θέλησε ο ίδιος να σηκώσει τη βαριά πράξη του φόνου. Ξαποστέλνει, λοιπόν, τον Βελλεροφόντη στη μακρινή Λυκία, στον πεθερό του, μ’ ένα πιτάκι σημαδεμένο, που έλεγε να εξοντώσει αυτός τον νεαρό.


Με τη σημαδιακή γραφή στο χέρι ο βασιλιάς της Λυκίας αναθέτει τρεις άθλους ακατόρθωτους στον Βελλεροφόντη: πρώτα να σκοτώσει τη Χίμαιρα – τη σκοτώνει· μετά να αφανίσει αντρογυναίκες Αμαζόνες – τις αφανίζει· ύστερα να νικήσει τους ακατανίκητους Σολύμους – τους νικά. Στο γυρισμό τού στήνει πια καρτέρι φονικό, διαλέγοντας τους πιο γενναίους άντρες της Λυκίας – κανένας τους δεν γυρίζει πίσω σώος.


Οπότε ο βασιλιάς, νομίζοντας πως έχει μπρος του γόνο θεού, του δίνει ταίρι την κόρη του και τις μισές βασιλικές τιμές, ενώ οι Λύκιοι του χαρίζουν καλό μετόχι, μ’ αμπέλια και χωράφια. Εγγαμος πια, γεννά τρία παιδιά ο Βελλεροφόντης: τον Ισαντρο, τον Ιππόλοχο, την πανωραία Λαοδάμεια, που όταν ο Δίας την κοιμήθηκε του γέννησε θεόμορφο τον Σαρπηδόνα.


Ηλθε ωστόσο η ώρα που τον Βελλεροφόντη όλοι οι θεοί τον μίσησαν / και τότε αυτός, περιπλανώμενος και μόνος, στης Λησμονιάς / τον κάμπο τριγυρνούσε, / τα σωθικά του τρώγοντας, απόμακρος / απ’ όλων των ανθρώπων τα πατήματα.


Στο μεταξύ τον Ισαντρο τον αφανίζει πολεμόχαρος ο Αρης, τη Λαοδάμεια, μαζί της οργισμένη, η χρυσοχάλινη Αρτεμη. Απόμεινε ο Ιππόλοχος που έφερε στον κόσμο τον Γλαύκο τον νεότερο, κι όταν αυτός μεγάλωσε, τον έστειλε στην Τροία, με παραγγέλματα πολλά: να είναι σ’ όλα πρώτος, άξιος των προγόνων του, αντάξιος της Εφυρας και της Λυκίας. Κι ο Γλαύκος επιλέγει: Αυτή η γενιά μου, το αίμα μου, κι είμαι περήφανος.


Ακούγοντας ο Διομήδης, νοιώθει ευφρόσυνος, μπήγει το δόρυ του στο χώμα, χαμογελά κι ομολογεί: Μου είσαι φίλος πατρικός, από παλιά φιλόξενα δεμένος: / ο Οινέας κάποτε τον άψογο Βελλεροφόντη μες στο παλάτι φιλοξένησε, / όπου τον κράτησε ολόκληρες είκοσι μέρες, / και τότε οι δυο αντάλλαξαν δώρα ξενίας μεταξύ τους.[…] Οπότε ναι, είσαι για μένα τώρα φίλος, ξένος ευπρόσδεκτος / στο Αργος μέσα, κι εγώ δικός σου στη Λυκία, / αν τύχει να βρεθώ στα μέρη σας. / Γι’ αυτό προτείνω ν’ αποφύγουμε, όσο κρατά αυτή η σύρραξη, / τα μεταξύ μας δόρατα […]. Ας ανταλλάξουμε λοιπόν τα όπλα μας, να πάρουν είδηση / όσοι μας βλέπουν, πως είμαστε ξένοι προγονικοί, / πως καμαρώνουμε γι’ αυτό.».


Οπότε πηδούν από το αμάξι τους κι οι δυο, δίνουν τα χέρια, δένονται μ’ όρκο, κι ανταλλάσσουν όπλα. Ομως ο ποιητής, υποψιασμένος για της φιλίας τα τυχερά και τα άτυχα, προσθέτει: ο Δίας σάλεψε το μυαλό του Γλαύκου, που αντάλλαξε αλογάριαστα όπλα χρυσά με χάλκινα.


Οσο γι’ αυτό το ανάκατο γραφτό, ελπίζω να φιλιώνει το κείμενο με τη μετάφρασή του (πλάγια στοιχεία), και τη μετάφραση με την παράφρασή της (ορθά στοιχεία). Ανταλλαγή όπλων κι εδώ – κι ας μη λογαριαστεί η όποια χασούρα.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.