Ενα από τα πιο απογοητευτικά αποτελέσματα των εκλογών που πέρασαν ήταν η εκλογική επιτυχία του ΛΑΟΣ. Το κόμμα αυτό είναι πράγματι ένα κόμμα των άκρων, της ξενοφοβίας και του μίσους. Παρ’ όλα αυτά, τα δύο μεγάλα κόμματα δεν είναι άμοιρα ευθυνών για την άνοδό του. Το κόμμα αυτό κτίστηκε πάνω στις εσφαλμένες κοινές παραδοχές και των δύο μεγάλων κομμάτων για το λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα». Αν τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν περισσότερο θάρρος, θα είχαν αντισταθεί στα αισθήματα θυμού, απογοήτευσης και αγανάκτησης, που γέννησαν το «μακεδονικό ζήτημα». Αντί να εξηγήσουν στον ελληνικό λαό ότι τα διάχυτα συναισθήματα αυτά ήταν υπερβολικά και τελικά εσφαλμένα, και τα δύο υποδαύλισαν τη λαϊκή αγανάκτηση για μικροκομματικά οφέλη και τώρα ευθύνονται για την επιτυχία του ΛΑΟΣ. Το μακεδονικό θέμα όμως είναι πλέον ανύπαρκτο, και το εθνικό μας συμφέρον απαιτεί επιτέλους να πούμε ότι είναι ανύπαρκτο.


* Το όνομα «Μακεδονία»


Στην αρχή το θέμα ήταν σύνθετο: αφορούσε τον αλυτρωτισμό των εθνικιστικών κινημάτων της πΓΔΜ, τις απειλές κατά της Ελλάδας (σοβαρές ή όχι, δεν ενδιαφέρει), καθώς και τη χρήση ελληνικών εθνικών συμβόλων. Κατόπιν της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, όλα τα άλλα ζητήματα διευθετήθηκαν, αφού η πΓΔΜ άλλαξε τη σημαία της και το Σύνταγμά της. Το μόνο ζήτημα που μας χωρίζει σήμερα είναι το όνομα.


Γιατί αντιδρά η Ελλάδα στον αυτοπροσδιορισμό της πΓΔΜ ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας»; Ποιο εθνικό της συμφέρον βλάπτεται; Η επίσημη θέση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών σήμερα είναι ότι η ονομασία αυτή «σφετερίζεται την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας». Η θέση αυτή όμως είναι πολύ δύσκολο να θεμελιωθεί.


Η πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας είναι τα σημαντικότερα κείμενα της ελληνικής γλώσσας, τα μνημεία, τα κτίρια, τα αγάλματα, οι εκκλησίες και τα άλλα έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στη μεταβυζαντινή και σύγχρονη εποχή. Ποιος τα έχει κληρονομήσει και σε ποιον ανήκουν; Σε κανέναν δεν ανήκουν ως ιδιοκτησία – με την έννοια ότι μπορεί να τα πουλήσει ή να τα καταστρέψει. Ανήκουν σε όσους τα διαβάζουν ή τα ακούν, τα επισκέπτονται ή τα θαυμάζουν. Ανήκουν ίσως κυρίως στους μελετητές τους, οι οποίοι φροντίζουν να μας εξηγούν τι σημαίνουν. Ολοι οι φερόμενοι ως συνιδιοκτήτες οφείλουν να τα σέβονται το ίδιο.


Ανήκουν και στους σημερινούς Ελληνες, ως πολιτιστική κοινότητα, αφού αποτελούν αληθινό τμήμα της Ιστορίας τους. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ανήκουν αποκλειστικά στην Ελλάδα ως κράτος. Ο ελληνικός πολιτισμός ανήκει και στους Κυπρίους και στους Ελληνες του εξωτερικού, αλλά και σε όσους αγαπούν και καλλιεργούν τα ελληνικά γράμματα και τη δημοκρατία, οπουδήποτε και αν βρίσκονται. Ανήκουν επίσης και στις χώρες όπου βρίσκονται σήμερα τα ερείπια της αρχαίας Εφέσου ή των αρχαίων Συρακουσών. Οι κληρονόμοι είναι τόσο πολλοί και τα δικαιώματά τους τόσο αποσπασματικά ώστε ο όρος χάνει το νόημά του.


Μπορεί κανείς να αφαιρέσει την κληρονομιά αυτή με το να κλέψει αγάλματα, εικόνες, χειρόγραφα. Αλλά η πΓΔΜ δεν κλέβει οτιδήποτε τέτοιο. Γι’ αυτό και το υπουργείο χρησιμοποιεί την έκφραση «σφετερίζεται», δηλαδή ιδιοποιείται έναν ρόλο, ιδιότητα ή αξίωμα. Τέτοιος ρόλος, ιδιότητα ή αξίωμα όμως δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει, όπως είδαμε, ένας αποκλειστικός κληρονόμος της ελληνικής κληρονομιάς. Γι’ αυτό το επιχείρημα του υπουργείου είναι άστοχο.


Το όνομα δεν σημαίνει βέβαια μόνο Γεωγραφία. Σημαίνει και Ιστορία. Σίγουρα μας ενόχλησε όλους η έφεση ορισμένων σκοπιανών εθνικιστών να καλλιεργούν τον μύθο ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν Σλάβοι και όχι Ελληνες. Και όμως οι εξωφρενικές αυτές απόψεις (που όλοι θα θέλαμε να μην υπήρχαν) δεν προσβάλλουν την Ελλάδα ούτε απειλούν την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Εάν είναι εσφαλμένες, τότε προσβάλλουν μόνον αυτούς που τις διατυπώνουν. Το θέμα αυτό είναι θέμα των ιστορικών και των αρχαιολόγων. Το πώς θέλουν οι Σκοπιανοί να αναφέρονται στην Ιστορία τους, δηλαδή με ψέματα και προπαγάνδα, δεν είναι κάτι που αφορά την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Η κληρονομιά μας είναι ζήτημα της ιστορικής αλήθειας. Δεν απειλείται από αναξιόπιστους ισχυρισμούς. Ο σεβασμός της αλήθειας σπάνια είναι θέμα εξωτερικής πολιτικής. Είναι κυρίως θέμα παιδείας.


* Το ελληνικό βέτο


Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει συνεπώς να πάψει να ασχολείται με τέτοια ζητήματα. Το αν έχουμε εμείς ή οι Σκοπιανοί περισσότερη σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο είναι θέμα των ιστορικών. Ας πιστεύει καθένας μας ό,τι θέλει.


Το εθνικό συμφέρον είναι αλλού. Η ελληνική κοινή γνώμη μάλλον έχει ξεχάσει ότι μέχρι το 2001 η πΓΔΜ απειλείτο από εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της αλβανικής μειοψηφίας και της σλαβικής πλειοψηφίας. Η Συμφωνία της Οχρίδας που σταμάτησε τις βίαιες συγκρούσεις βασίστηκε στην προοπτική ότι η αλβανική μειονότητα θα προστατευτεί μέσω της ένταξης της χώρας στους ευρατλαντικούς θεσμούς. Κομμάτι της πορείας αυτής είναι ασφαλώς η ένταξή της στο ΝΑΤΟ και η σταδιακή έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ. Πώς στηρίζει η Ελλάδα τη συμφωνία αυτή;


Η απάντηση είναι ότι δεν τη στηρίζει. Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης είναι εγκλωβισμένη στην πολιτική των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Παπανδρέου της περιόδου 1990-1995· μια πολιτική που χαϊδεύει το εύκολο πάθος και τον εθνικισμό μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης αλλά αγνοεί το εθνικό συμφέρον.


Η επίσημη πολιτική μας, παρά τις παλινδρομήσεις του Πρωθυπουργού κατά την προεκλογική περίοδο, είναι ότι απειλούμε σήμερα με άσκηση βέτο την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και τη συνέχιση της πορείας της στην ΕΕ. Η κυβέρνηση σήμερα φαίνεται ότι θεωρεί πως το όνομα της πΓΔΜ είναι κάτι πιο σημαντικό από τη σταθερότητα και την ειρήνη της περιοχής μας. Οτι ο κίνδυνος εμφυλίου πολέμου δύο ώρες από τη Θεσσαλονίκη είναι κάτι ήσσονος σημασίας.


Το δικό μας όνομα


Είναι εντυπωσιακό πώς η πολιτική μας για τα Σκόπια συμβαδίζει με μια ακατανόητη πολιτική στο θέμα του ονόματος της δικής μας χώρας. Οταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μάς αφαίρεσε τα διαβατήριά μας τον περασμένο Ιανουάριο, μας τα αντικατέστησε με νέα διαβατήρια τα οποία ενώ χρησιμοποιούν την αγγλική γλώσσα συνεχίζουν να αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τον όρο «Greece», που σημαίνει ακριβώς Ελλάδα, αρχαία και σύγχρονη. Το όνομα της χώρας μας φέρεται μόνον ως Hellenic Republic, και πουθενά ως «Greece» (ή «Grèce» ή «Griechenland») όπως είναι διεθνώς γνωστό, με αποτέλεσμα να με ρωτούν σε διάφορα αεροδρόμια οι υπάλληλοι από ποια χώρα προέρχομαι.


Ομολογώ ότι αγνοώ τον λόγο της προτίμησης αυτής αλλά υποθέτω ότι έχει σχέση με τον εθνικιστικό θυμό κάποιων υπουργών ή υφυπουργών. Ο όρος «Greece» είναι σήμερα καθιερωμένος στην αγγλική γλώσσα ως το όνομα της χώρας μας, του έθνους μας και του πολιτισμού μας. Μετά την Επανάσταση, η Συνθήκη του Λονδίνου το 1832 αναγνώρισε το νέο ελληνικό κράτος ως «Greece». Οταν τα παιδιά στα αγγλικά σχολεία διδάσκονται σήμερα αρχαία ελληνικά, το μάθημα αυτό ονομάζεται απλά «Greek language».


To όνομα της χώρας μας είναι όμορφο και πολύτιμο. Είναι ειρωνικό το ότι στο όνομα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς η κυβέρνηση επενδύει τόσο κόπο στο όνομα μιας άλλης χώρας, ενώ είναι τόσο σπάταλη με το δικό μας.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.