Το 1905 και το 1920 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε τις πρώτες προσπάθειες για την έναρξη ενός διαλόγου μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών. Οι μνημειώδεις εγκύκλιοι όμως με τις οποίες η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης τόνιζε την ανάγκη δημιουργίας ενός Συμβουλίου των Εκκλησιών κατά τα πρότυπα της τότε Κοινωνίας των Εθνών δεν βρήκαν καμία ανταπόκριση. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χάρη σε τέσσερις φωτισμένες μορφές, τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ’ και τον Πάπα Παύλο Στ’ από την πλευρά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και τον τότε Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως (μετέπειτα Γέροντα Χαλκηδόνος) Μελίτωνα Χατζή, οι δύο Εκκλησίες μπόρεσαν να ανατρέψουν τα όσα ίσχυαν από το 1054, οπότε και σημειώθηκε το Σχίσμα των Εκκλησιών. Τα τελευταία 44 χρόνια πραγματοποιήθηκαν πολλά μικρά και μεγάλα βήματα στον δρόμο που διανύουν οι δύο Εκκλησίες προκειμένου να υπάρξει συνεννόηση. Σήμερα πια, στον 21ο αιώνα, η αναζήτηση της ενότητας του χριστιανισμού προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη της εποχής μας. Είναι όμως αυτό δυνατόν; και πώς μπορεί να επιτευχθεί;


Η διαίρεση του χριστιανισμού υπήρξε αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, άλλοι των οποίων είναι θεολογικοί και άλλοι ιστορικοί. Οι πρώτοι έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο της πίστης και τη διαφορετική κατανόησή του από τους χριστιανούς. Οι δεύτεροι αφορούν τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή η διαφορετικότητα εκκολάφθηκε, οξύνθηκε ή αμβλύνθηκε κατά περίπτωση. Με τη θεολογική διαφοροποίηση των Εκκλησιών και την υπέρβασή της ασχολούνται οι αρμόδιοι ειδήμονες που συμμετέχουν στους διεκκλησιαστικούς διαλόγους και στην οικουμενική κίνηση η οποία αποβλέπει στην αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας.


Η ιστορική όμως συνθήκη της διαίρεσης του χριστιανισμού παραμελείται συνήθως και αυτό οδηγεί σε παρεξηγήσεις που χρειάζεται να διαλευκανθούν ώστε να γίνει ευχερέστερος ο θεολογικός διάλογος με ορατούς καρπούς. Πώς κυοφορήθηκε η διαίρεση του χριστιανισμού που οδήγησε στο Σχίσμα (1054); Πώς δρομολογήθηκε η οικουμενική κίνηση στον 20ό αιώνα; Πώς πλαισιώνεται ιστορικά η αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας στον αιώνα μας;


Η διαίρεση της Εκκλησίας εκκολάπτεται αργά αλλά σταθερά στην πρώτη χριστιανική χιλιετία με ιστορική αφορμή την κατάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την κάθοδο των φραγκικών φύλων και την πτώση της Ρώμης στον 5ο αιώνα, που σήμανε τη σταδιακή αποξένωση των δύο πτερύγων του χριστιανισμού, δηλαδή του ελληνόφωνου (ανατολικού, βυζαντινού) και του λατινόγλωσσου (δυτικού, μεσαιωνικού). Ο δυτικός χριστιανισμός μονοπωλήθηκε από τη λατινική κληρονομιά, εγκολπώθηκε τη ρωμαϊκή παράδοση του νομικισμού και έτσι η Καθολική Εκκλησία μετετράπη σε Ρωμαιοκαθολική, αφού το ρωμαϊκό-λατινικό στοιχείο υπερκάλυψε το καθολικό-χριστιανικό στοιχείο.


Τεκμήρια αυτής της αποξένωσης είναι το γεγονός ότι έπαψε κάθε επικοινωνία θεολόγων της λατινικής και της ελληνικής παράδοσης. Αναφέρεται ότι ο Αυγουστίνος μελετούσε ελληνικά κείμενα σε λατινική μετάφραση, ο Ακινάτης αγνοούσε την ελληνική γλώσσα και η θεολογική ορολογία κατενοείτο εντελώς διαφορετικά στις δύο αυτές γλώσσες. Ο ελληνικός όρος «πρόσωπον» σήμαινε το αυθεντικό, ενώ η λατινική απόδοση persona υπονοούσε το αναυθεντικό (μάσκα, προσωπείο). Η λέξη «ουσία» που δηλώνει το γενικό (καθολικό) αποδιδόταν με το substantia που σημαίνει το ειδικό (μερικό). Το περίφημο filioque (και εκ του Υιού) που προστέθηκε από τους λατινόγλωσσους στο Σύμβολο της Πίστεως συνοψίζει την αποξένωση από τους ελληνόφωνους χριστιανούς κι έτσι απετέλεσε την ορατή κορυφή του παγόβουνου της διαίρεσης του χριστιανισμού με το Σχίσμα.


Ο 20ός αιώνας άλλαξε το ιστορικό σκηνικό άρδην. Η επικοινωνία μεταξύ δυτικών και ανατολικών χριστιανών αποκαταστάθηκε, η διαφορά λατινικής και ελληνικής ορολογίας αμβλύνθηκε χωρίς να εξαφανισθεί και επιπλέον προστέθηκαν νέοι παράγοντες που ώθησαν στην απόπειρα αποκατάστασης της ενότητας του χριστιανισμού. Καταλύτης σε αυτή τη διαδικασία ήταν η λεγόμενη εκκοσμίκευση, δηλαδή ο χριστιανικός αποχρωματισμός της κοινωνίας και η κρίση αξιοπιστίας στην οποία περιέπεσε η Εκκλησία συνολικά. Ετσι αναζητήθηκαν κοινοί τρόποι υπέρβασης των διαφορετικοτήτων και μέσα σε αυτό το κλίμα αναπτύχθηκαν οι διεκκλησιαστικοί διάλογοι, όπως επίσης η οικουμενική κίνηση στη μεταπολεμική ψυχροπολεμική εποχή με κύριο φορέα το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (1948) που για πρώτη φορά στη δεύτερη χριστιανική χιλιετία έφερε σε προσωπική επαφή και άμεσο διάλογο χριστιανούς όλων ανεξαιρέτως των Εκκλησιών.


Σήμερα πια, στον 21ο αιώνα, και μάλιστα στη μεταψυχροπολεμική εποχή του μονοπολισμού και της μετανεωτερικότητας, προστέθηκε ένας ακόμη ιστορικός συντελεστής για την επιτάχυνση της επανεύρεσης της ενότητας του χριστιανισμού. Αυτός είναι ο φονταμενταλισμός με την ανάδυση των εθνικισμών και των κάθε μορφής φανατισμών που διαιρούν ακόμη περισσότερο και βαθύτερα την ανθρωπότητα. Μπορεί η θρησκεία να ήρθε στο προσκήνιο της ιστορικής επικαιρότητας κατά την τελευταία εικοσαετία, αλλά συνοδεύθηκε με αιματηρές συγκρούσεις που θύμισαν τους θρησκευτικούς πολέμους της Μεταρρύθμισης. Η αναζήτηση της ενότητας του χριστιανισμού αναδύθηκε στον ορίζοντα της σύγχρονης ιστορίας ως επιτακτική ανάγκη της εποχής μας.


Η περιβόητη «σύγκρουση πολιτισμών» της δεκαετίας του 1990 αποκαλύφθηκε στον αιώνα μας ότι είναι η σύγκρουση των φονταμενταλισμών και των κάθε είδους θρησκευτικών φανατισμών. Δεν είναι άμοιρο σημασίας ότι κάθε χριστιανική Εκκλησία έχει να επιδείξει τον δικό της φονταμενταλισμό. Ο προτεσταντισμός εξέθρεψε τη «χριστιανική Δεξιά» της «πολιτικής ορθότητας» και της «ηθικής πλειοψηφίας», ο Ρωμαιοκαθολικισμός ανέχθηκε την αντιδραστική κίνηση του Λεφέβρ και η Ορθοδοξία ταλαιπωρείται τόσο από τον ελλαδικό παλαιοημερολογιτισμό όσο και από τον ρωσικό πανσλαβισμό της πρώην σοβιετικής υπερδύναμης.


Η Ιστορία συνέβαλε στη διαίρεση του χριστιανισμού και είναι πάλι η Ιστορία που συντελεί στην αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας, είτε υπό το βάρος της εκκοσμίκευσης στον 20ό αιώνα είτε υπό τη σκιά του φονταμενταλισμού στον 21ο αιώνα. Σε κάθε περίπτωση η Ιστορία συντρέχει τη θεολογία στην υλοποίηση της ευχής του Χριστού «ίνα πάντες έν ώσιν» (Ιωάννης 17, 21).


Ο κ. Μάριος Μπέγζος είναι καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.