Ενας πρόεδρος για όλες τις θέσεις


Μόλις πριν από τρεις εβδομάδες, ο ρώσος επιχειρηματίας και επιτυχημένος πρόεδρος της Τσέλσι Ρομάν Αμπράμοβιτς απέλυσε τον επίσης επιτυχημένο αλλά εριστικό πορτογάλο προπονητή της ομάδας Χοσέ Μουρίνιο.


Στη θέση του τοποθέτησε τον Αβραάμ Γκραντ, περιπλανώμενο προπονητή, ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν διαθέτει παρά ελάχιστη από την οξύνοια και τη διορατικότητα του προκατόχου του. Αν και ο πραγματικός λόγος της απόλυσης του Μουρίνιο δεν είναι σαφής, εν τούτοις είναι κοινό μυστικό ότι υπήρξε διαφωνία μεταξύ προπονητή και προέδρου για δύο παίκτες που ήθελε να εντάξει ο Αμπράμοβιτς στο «ρόστερ» της Τσέλσι, τους οποίους δεν ήθελε ο προπονητής. Μεταξύ των παικτών αυτών ήταν και ο ακριβός αλλά όχι πια φαντεζί Αντρέι Σεβτσένκο.


Η διαφωνία εντάθηκε περισσότερο όταν ο Αμπράμοβιτς κατέβαινε στις προπονήσεις και δίκην «κόουτς» έδινε οδηγίες στους παίκτες για να προσπαθούν να βάζουν περισσότερα γκολ και να προωθούν την μπάλα πιο μπροστά και από τα πλάγια.


Παρά, λοιπόν, το γεγονός των δύο πρωταθλημάτων που πήρε η Τσέλσι με προπονητή τον Μουρίνιο, και παρά τη σχετικά πρόσφατη, εκτός έδρας, νίκη της επί της Βαλένθια για το Τσάμπιονς Λιγκ, οι οπαδοί της έχουν αρχίσει να απαισιοδοξούν.


Αιτία βέβαια αποτελεί η συμπεριφορά του Αμπράμοβιτς η οποία σύμφωνα με τα στάνταρντ του επιχειρηματικού κόσμου θεωρείται ακραία. Η προσπάθεια του Αμπράμοβιτς να βοηθήσει τον Γκραντ να «κοουτσάρει» σωστά την ομάδα είναι αρκετά παράδοξη. Είναι σαν ο ίδιος να πηγαίνει στο εργοστάσιο της βιομηχανίας χάλυβα Evraz, της οποίας ελέγχει το 40%, και να συμβουλεύει τους πεπειραμένους εργάτες πώς να δημιουργήσουν το «χαρμάνι» για να πετύχουν καλύτερο χάλυβα.


Παρ’ όλα αυτά οι πρόσφατες πράξεις του Αμπράμοβιτς δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά φαινόμενα μιας συμπεριφοράς με μεγάλη ιστορία – της ανάμειξης των ποδοσφαιρικών πραγμάτων με αυτά των συμβατικών επιχειρήσεων. Και δεν είναι λίγες αυτές οι συμπεριφορές. Οι τωρινοί μεγαλομέτοχοι που ελέγχουν αγγλικές ομάδες, αρκετοί ξένοι, έχουν την τάση να «ανακατεύονται» στο μάνατζμεντ των ομάδων. Παράδειγμα, η οικογένεια Glazier στην οποία ανήκει η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και το δίδυμο των αμερικανών επιχειρηματιών, που είναι ιδιοκτήτες της Λίβερπουλ, συζητούν σχεδόν καθημερινά με τους προπονητές Αλεξ Φέργκιουσον και Ραφαέλ Μπενίτεζ, αντίστοιχα, παρά το γεγονός ότι ο ρόλος τους δεν ενδείκνυται για κάτι τέτοιο.


Το φαινόμενο αυτό όμως δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για μια τακτική αρκετών προσώπων ή και οικογενειών ακόμη μεγαλομετόχων και ιδιοκτητών επιχειρήσεων και μεγάλων ομίλων που είχε ακολουθηθεί στο παρελθόν με «θύματα» μάνατζερ, τις περισσότερες φορές αρκετά ικανούς και ονομαστούς.


Για παράδειγμα στην Bertelsmann, τη μεγάλη εταιρεία ΜΜΕ της Γερμανίας, η βασική εκπρόσωπος της οικογένειας των ιδιοκτητών και μεγαλομετόχων κυρία Λιζ Μον είχε δημιουργήσει μεγάλη αναταραχή όταν απομάκρυνε τον επαγγελματία μάνατζερ Τόμας Μίντελχοφ. Στη δεκαετία του ’70 η γνωστή οικογένεια Ανιέλι, η οποία είχε τον έλεγχο του κολοσσού της ιταλικής βιομηχανίας Fiat, εξανάγκασε τον Κάρλο ντε Μπενεντέτι, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, να εγκαταλείψει τη θέση του, λίγες εβδομάδες μετά τη συνάντησή του με τα μέλη της οικογένειας των μεγαλομετόχων.


Στη Βρετανία ο μεγιστάνας των media και συναφών επιχειρήσεων Ρόμπερτ Μάξγουελ αρέσκετο να ασκεί μεγάλη επιρροή στις εταιρείες τις οποίες κατείχε. Εκανε μεγάλες παρεμβάσεις, οι οποίες έφθασαν πολλές φορές στο σημείο να βγάζει ο ίδιος τους τίτλους κάποιας από τις εφημερίδες που κατείχε.


Δεν είναι πάλι λίγες οι φορές που ο ιδιοκτήτης παρεμβαίνει ακόμη και σε τομείς στους οποίους η επιχείρησή του γνωρίζει σημαντική επιτυχία. Για οαράδειγμα, ο σερ Αντονι Μπάμφορντ, ιδιοκτήτης της εταιρείας παραγωγής εξοπλισμού για κατασκευαστικές εταιρείες JCB, συνηθίζει να παρεμβαίνει στον σχεδιασμό προϊόντων και στις προωθητικές ενέργειες. Βέβαια στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν παράπονα, αφού η εταιρεία κινείται σταθερά ανοδικά.