Χωρίς υπερβολή ο κ. Γ. Τσακίρης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ο επιχειρηματίας που έμαθε στους έλληνες καταναλωτές να τρώγουν πατατάκια». Ο ίδιος θεωρεί ότι του αξίζει αυτός ο «τίτλος» και πιστεύει ότι θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος ενός βιβλίου που θα αφορά την επιχειρηματική του διαδρομή, η οποία είναι συνυφασμένη με την ίδια του τη ζωή για πέντε ολόκληρες δεκαετίες. Μια ιστορία που αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν τα τσιπς ήσαν ντελικατέσσεν που απευθύνονταν σε μια μικρή κατηγορία εύπορων καταναλωτών, συγκεντρωμένων τότε στην περιοχή του Κολωνακίου, και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Μάλιστα η σχέση του κ. Τσακίρη με την επιχείρησή του είναι τόσο ισχυρή ώστε, αν και την έχει πουλήσει πριν από περίπου οκτώ χρόνια, κάθε ημέρα βρίσκεται εκεί και, όπως λέει ο ίδιος, «είναι πωλητής»!
Ολα άρχισαν το 1954, όταν ο κ. Γ. Τσακίρης δημιουργεί την πρώτη μονάδα παραγωγής πατατοτσίπς. Ο χαρακτηρισμός «μονάδα» είναι μάλλον σχήμα λόγου παρά μια πραγματική κατάσταση. Τόπος παραγωγής είναι το υπόγειο του σπιτιού του ή μάλλον του δωματίου όπου έμενε, διαστάσεων 2Χ3 μέτρα, στη συμβολή των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Λένορμαν, στην Αθήνα, ενώ ο εξοπλισμός του αποτελείται από απλές, καθημερινές συσκευές. Το κόψιμο της πατάτας γίνεται χειρωνακτικά με κοπίδι – λεπίδα που κόβει το λάχανο σαλάτα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κοπίδι έχει πλέον αποκτήσει συλλεκτική αξία και φυλάσσεται στην εταιρεία θυμίζοντας την αφετηρία της διαδρομής. Σε μια μικρή φριτέζα τηγανίζονται τα τσιπς χρησιμοποιώντας ως καύσιμο υλικό το κάρβουνο. Το προϊόν συσκευάζεται με το χέρι σε διαφανείς νάιλον σακούλες με πρώτο πελάτη το ζαχαροπλαστείο «Ελληνικόν» στο Κολωνάκι. Και φυσικά η διανομή γίνεται από τον ίδιο τον Γ. Τσακίρη.
* Τα πρώτα βήματα
Γεννημένος το 1928 στο χωριό Μόρια της Μυτιλήνης, μικρασιατικής καταγωγής, βρέθηκε το 1951 και ως το 1953 να εργάζεται στο εστιατόριο «Ιντεάλ», επί της οδού Πανεπιστημίου, ως μπάρμαν. Αμέσως μετά έπιασε δουλειά στου «Ζόναρς», φημισμένο στέκι της εποχής. Εκεί δούλεψε ως βοηθός μαγείρου. Και κάθε ημέρα μεταξύ των άλλων καθηκόντων του ήταν να πηγαίνει ντελίβερι σε έναν καλό πελάτη του καταστήματος, στον καπνοβιομήχανο Κουμουνδούρο, ο οποίος έμενε στο Κολωνάκι.
Κάθε ημέρα τού πήγαινε μία οκά φρεσκοτηγανισμένα τσιπς από του «Ζόναρς», τα οποία ο πελάτης τα πλήρωνε 80 δραχμές (0,23 ευρώ). «Επειτα από λίγες ημέρες» διηγείται ο ίδιος «κάθησα και έκανα το κοστολόγιο της ποσότητας που παρέδιδα. Οι πατάτες έκαναν επτά δεκάρες η οκά. Για μία οκά τσιπς χρειάζονταν τέσσερις οκάδες πατάτες. Τα υπολόγισα όλα τα κόστη και μάλιστα πλούσια. Διαπίστωσα έκπληκτος ότι μία οκά τσιπς δεν κόστιζε περισσότερο από 12-13 δραχμές και την πωλούσαμε 80 δραχμές. Τότε μου μπήκε η ιδέα». Και συνεχίζει: «Τότε για να τα βγάλουμε πέρα παίρναμε μπροστάντζα από τον μισθό. Εγώ πληρωνόμουν 1.017 δραχμές τον μήνα. Περνούν οι ημέρες που καλύπτεται η μπροστάντζα, παίρνω και τις υπόλοιπες 525 δραχμές που όφειλαν και αποχωρώ από του «Ζόναρς». Πηγαίνω κατευθείαν στο Μοναστηράκι, αγοράζω μια φουφού, που έπαιρνε δύο κιλά λάδι, μία κατσαρόλα, κάρβουνο, μισό τενεκέ λάδι, τον τρίφτη που χρησιμοποιούσαμε για το λάχανο και δέκα οκάδες πατάτες. Την επόμενη ημέρα πηγαίνω στον ίδιο πελάτη στο Κολωνάκι, αυτόν του «Ζόναρς», και αφού του εξηγώ τι συμβαίνει, του προσφέρω μία οκά τσιπς με 60 δραχμές αυτή τη φορά. Δέχεται, και συμφωνώ μαζί του να πηγαίνω κάθε ημέρα μία οκά. Αμέσως μετά πηγαίνω στο καφενείο «Ελληνικόν», που ήταν στην πλατεία Κολωνακίου, συζητώ μαζί τους και δέχονται να τους πηγαίνω κάθε ημέρα δύο οκάδες».
Από τότε τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, και συμπληρώνει: «Επί τρία χρόνια έτρωγα καθημερινά πατάτες τηγανητές και ελιές».
Τη διανομή φυσικά για αρκετά χρόνια την έκανε μόνος του, στην αρχή με τα πόδια και μετά με το ποδήλατο. Προνομιακός χώρος του ήταν τα κοντινά θερινά σινεμά και ζαχαροπλαστεία. Μετά το 1960 αγοράζει ηλεκτρονικό δίσκο με δύο μαχαίρια για την κοπή της πατάτας σε φιλέτα, τηγανίζει σε μεγαλύτερη φριτέζα χρησιμοποιώντας καυστήρα πετρελαίου και συνεχίζει να συσκευάζει το προϊόν. Τότε αναγκάζεται να μεταφέρει το εργοστάσιο παραγωγής του από τον χώρο κατοικίας του σε μεγαλύτερο ισόγειο χώρο (διαστάσεων 4Χ4 μ.) στην οδό Γιατράκου στο Μεταξουργείο. Η οικοτεχνία έγινε μια μικρή βιοτεχνία και η διανομή γίνεται με δίκυκλο μοτοποδήλατο και τελικά με τρίκυκλη μοτοσικλέτα.
* Εργαστήρια και μονάδες
Μετά το 1966 οι πωλήσεις έχουν πλέον αυξηθεί, γεγονός που αναγκάζει τον δαιμόνιο επιχειρηματία να μεταφέρει και πάλι το εργαστήριο παραγωγής του από το Μεταξουργείο. Αυτή τη φορά στη συμβολή των οδών Αγησιλάου και Ιεράς οδού στο Γκάζι, σε μια μικρή εργοστασιακή μονάδα. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη μονάδα με μηχανήματα τόσο για την παραγωγή όσο και για τη συσκευασία των προϊόντων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η επιχείρηση αλλάζει και πάλι εγκαταστάσεις. Τότε δημιουργείται η πρώτη μεγάλη μονάδα παραγωγής τσιπς στην περιοχή του Ταύρου, στην Αττική, και ο κ. Τσακίρης αγοράζει την πρώτη ημιαυτόματη φριτέζα συνεχούς τηγανίσματος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε μια έκθεση στην Κοπεγχάγη αποσπά τα συγχαρητήρια αμερικανών συναδέλφων του για την ποιότητα του προϊόντος («excellent, Mr Tsakiris»). Και λίγα χρόνια αργότερα το εργοστάσιο έπαθε μεγάλη ζημιά από πυρκαϊά, που κόστισε αρκετά εκατομμύρια δραχμές.
Το 1990 τη διοίκηση της επιχείρησης αναλαμβάνει ο γιος του κ. Τσακίρη, ο κ. Γρ. Τσακίρης, ο οποίος είχε μακρόχρονη θητεία δίπλα στον πατέρα του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, το 1997, δημιουργείται η σύγχρονη μονάδα παραγωγής στην Αταλάντη, με συνολική δυναμικότητα 750 κιλών ανά ώρα, και η ποιότητα πλέον διασφαλίζεται με το σύστημα HACCP.
Τα πράγματα όμως στην αγορά έχουν αλλάξει. Η επένδυση τελικά της Αταλάντης ήταν πολύ μεγάλη για να την αντέξει η επιχείρηση. Από την άλλη πλευρά, ο ανταγωνισμός έχει ενταθεί. Και το 1999 η οικογένεια Τσακίρη αναγκάζεται να πουλήσει το 69% της Τσακίρης ΑΒΕΕ στον όμιλο Plias, ενώ τον Ιανουάριο του 2002 μεταβιβάζει και το υπόλοιπο 31%. Τον Ιανουάριο του 2004 η Τσακίρης ΑΒΕΕ εξαγοράζεται από την Coca-Cola 3Ε, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες της ελληνικής αγοράς, και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς ξεκινά η συνεργασία της με την ΕΛΧΥΜ ΑΕ όσον αφορά την εμπορική διάθεση των προϊόντων της πρώτης. Το 2005 αναπτύσσονται νέα προϊόντα και λανσάρεται η παιδική σειρά προϊόντων TSAK’s κάνοντας με αυτόν τον τρόπο την είσοδό της στην κατηγορία των extruded. Στη διάρκεια του 2005 οι πωλήσεις της εταιρείας ανήλθαν σε 7,7 εκατ. ευρώ από 7,1 εκατ. το 2004. Σήμερα είναι η πρώτη ελληνική εταιρεία παραγωγής τσιπς και η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία snacks πατάτας στην ελληνική αγορά, απασχολώντας 73 εργαζομένους.
Ο κ. Τσακίρης πάντως αρνείται ακόμη και σήμερα, στην ηλικία των 79 ετών, να εγκαταλείψει την επιχείρηση που δημιούργησε, παρά το γεγονός ότι πλέον δεν του ανήκει. Είναι κάθε ημέρα εγκατεστημένος εκεί, από το πρωί ως το βράδυ, και όπως λέει «είναι πωλητής». Και είναι βέβαιο ότι ο ίδιος δεν υπήρχε περίπτωση να την πουλήσει αν οι συνθήκες δεν το επέβαλλαν. Πάντως πρόκειται για μια εταιρεία από τις λίγες στην Ελλάδα που η επωνυμία των προϊόντων τους έγινε συνώνυμη με το προϊόν.