Η σιδηρά κυρία της γαλλικής οικονομίας


Για μια γυναίκα σαν την Κριστίν


Λαγκάρντ
, που είναι συνηθισμένη στις πρωτιές, ο διορισμός της στη θέση της υπουργού Οικονομίας της νέας γαλλικής κυβέρνησης δεν πρέπει να της προξένησε κατάπληξη. Οταν έχει ανεβεί στην ανώτερη θέση μιας από τις μεγαλύτερες δικηγορικές εταιρείες του κόσμου και όταν το περιοδικό «Forbes» την έχει συμπεριλάβει στις ισχυρότερες γυναίκες του πλανήτη, το υπερυπουργείο στο Μπερσύ είναι η φυσική κατάληξη της ραγδαίας ανόδου της στο πολιτικό στερέωμα της Γαλλίας. Η κυρία Λαγκάρντ δεν είναι πολιτικός, αλλά δικηγόρος και ως το 2005 ήταν επικεφαλής της δικηγορικής φίρμας Baker & McKenzie, με 61 γραφεία σε 35 χώρες. Μια γυναίκα που έχει ζήσει 20 χρόνια στην Αμερική, που μιλάει τα αγγλικά όσο καλά τη μητρική της γλώσσα και που απέδειξε ότι είναι σε θέση να προασπίσει τα γαλλικά συμφέροντα στο διεθνοποιημένο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας, αυτήν επέλεξε ο Νικολά Σαρκοζί για το δύσκολο υπουργείο Οικονομίας, Οικονομικών και Απασχόλησης (όπως είναι ο πλήρης τίτλος του) στη νέα κυβέρνηση που προέκυψε μετά τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής.



Η Κριστίν Λαγκάρντ παίρνει τη θέση του «κοινωνικά ευαίσθητου» Ζαν-Λουί Μπορλό, ο οποίος δεν πρόλαβε να κλείσει τρεις εβδομάδες στο Μπερσύ (όπου βρίσκεται η έδρα του υπουργείου) και προβιβάστηκε σε υπερυπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι έχασε το υπουργείο επειδή βιάστηκε να προαναγγείλει άνοδο του ΦΠΑ, πράγμα που κόστισε σε ψήφους στον κυβερνητικό συνασπισμό. Ο κ. Μπορλό, τον οποίο είχαμε σπεύσει να παρουσιάσουμε από αυτήν εδώ τη σελίδα πριν από μερικές εβδομάδες, πήρε τη θέση του άτυχου Αλέν Ζυπέ, ο οποίος δεν κατάφερε να επανεκλεγεί στο Μπορντό και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το κυβερνητικό σχήμα. Ο κ. Ζυπέ υπάκουσε με αυτόν τον τρόπο στις επιταγές του πρωθυπουργού Φρανσουά Φιγιόν, ο οποίος είχε δηλώσει ότι όποιος υπουργός δεν εκλεγεί θα πάει σπίτι του. Η ειρωνεία στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η κυρία Λαγκάρντ δεν είναι καν βουλευτής, αλλά εξωκοινοβουλευτική προσωπικότητα, που μπήκε στην πολιτική λόγω των ικανοτήτων της και των εξαιρετικών επιδόσεών της στον επαγγελματικό της χώρο.


Την ανακάλυψε στο Σικάγο ο πρώην πρωθυπουργός Ζαν-Πιερ Ραφαρέν, ο οποίος έκανε τότε λόγο για «μια Γαλλίδα που έχει πετύχει στις Ηνωμένες Πολιτείες» και της ζήτησε να επιστρέψει στην πατρίδα της για να μπει στην κυβέρνηση. Δύσκολη απόφαση ύστερα από καριέρα 20 ετών στην ξενιτιά, μια «ξενιτιά» που περιελάμβανε βέβαια τεράστιες αποδοχές, μετακινήσεις με ιδιωτικά αεροσκάφη και απόλυτη ανεξαρτησία κινήσεων. Ως τότε η κυρία Λαγκάρντ είχε φτάσει στην κορυφή της δεύτερης σε μέγεθος δικηγορικής εταιρείας στον κόσμο, της Baker & McKenzie, που απασχολεί 9.000 υπαλλήλους εκ των οποίων οι 3.000 είναι δικηγόροι. Η κυρία Λαγκάρντ είναι η πρώτη γυναίκα – και μάλιστα ξένη – που έγινε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της εταιρείας (το 1995) και η πρώτη που εξελέγη πρόεδρος (το 1999).


Η Κριστίν Λαγκάρντ γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1956 στο Παρίσι. Ο πατέρας της δίδασκε στο Πανεπιστήμιο και η μητέρα της στη Μέση Εκπαίδευση. Προτού αποφοιτήσει από το Λύκειο διακρίθηκε στη συγχρονισμένη κολύμβηση και κατέκτησε την τρίτη θέση στο εθνικό πρωτάθλημα της χώρας της. Μόλις πήρε το μπακαλορεά της (το 1974) έφυγε με υποτροφία για τις Ηνωμένες Πολιτείες για να τελειοποιήσει τα αγγλικά της.


Τη χρονιά εκείνη εργάστηκε στο Καπιτώλιο ως βοηθός του τότε βουλευτή Γουίλιαμ Κόεν, ο οποίος αργότερα έγινε υπουργός Αμυνας επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον. Επέστρεψε στη Γαλλία έναν χρόνο αργότερα για να αρχίσει τις σπουδές της: Πολιτικές Επιστήμες, πρώτα στο Αιξ-αν-Προβάνς και στη συνέχεια στο Institute d’ Etudes Politiques (ΙΕΡ,) στο Παρίσι. Τη νομική της κατάρτιση την απέκτησε στο Πανεπιστήμιο της γαλλικής πρωτεύουσας (Paris Χ). Δύο φορές προσπάθησε να μπει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (την περίφημη ΕΝΑ) αλλά δεν τα κατάφερε. Αργότερα παραδέχτηκε ότι αυτό της βγήκε μάλλον σε καλό, αφού μπόρεσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και να ακολουθήσει μια λαμπρή νομική καριέρα.


Το 2005, λοιπόν, και αφού αποφάσισε ότι ο κύκλος της δικηγορίας είχε κλείσει, παράτησε το Σικάγο και επέστρεψε στο Παρίσι, την πόλη όπου γεννήθηκε και σπούδασε. Πρώτη της θέση στην κυβέρνηση του Ντομινίκ ντε Βιλπέν ήταν αυτή της υπουργού με αρμοδιότητα το εξωτερικό εμπόριο. Οι διαπραγματεύσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ήταν ο τομέας της και κατά γενική ομολογία υπερασπίστηκε με επιτυχία το δικαίωμα της Γαλλίας να επιδοτεί τους αγρότες της, την ίδια ώρα που διακήρυττε ότι το κοινοτικό σύστημα των επιδοτήσεων χρειάζεται μεταρρύθμιση. Η σθεναρή της στάση υπέρ των γαλλικών συμφερόντων – αδιαλλαξία κατ’ άλλους – είναι ένας από τους λόγους που οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο οι διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ντόχας.


Σκληρό καρύδι, οργανωτική, ήρεμη και με βαθιά γνώση του αντικειμένου της που είναι οι εργατικοί νόμοι και η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, η κυρία Λαγκάρντ είχε προκαλέσει αίσθηση το 2005, λίγες ημέρες μετά την ανάληψη των πρώτων υπουργικών καθηκόντων της, όταν δήλωσε σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι η εργατική νομοθεσία της Γαλλίας είναι πολύπλοκη και ότι θέτει εμπόδια στην απασχόληση. Προκλήθηκε φυσικά αναταραχή, σε μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση δεν ήθελε να θίξει ιερά κεκτημένα και ο πρωθυπουργός την ανακάλεσε στην τάξη.


Η ίδια πρέπει να έμαθε τότε ότι οι πολιτικοί πρέπει να προσέχουν τα λόγια τους, γιατί έκτοτε δεν υπέπεσε σε άλλο γλωσσικό ολίσθημα. Η διετής θητεία της κρίθηκε επιτυχημένη, καθώς οι γαλλικές εξαγωγές το 2006 σημείωσαν αύξηση της τάξεως του 9,2%.


Μετά τη νίκη του Νικολά Σαρκοζί στις προεδρικές εκλογές του περασμένου μηνός, η κυρία Λαγκάρντ τοποθετήθηκε στο υπουργείο Γεωργίας, μια επιλογή του γάλλου προέδρου που εξέπληξε αρκετούς, οι οποίοι αναρωτήθηκαν τι δουλειά έχει με τους αγρότες και τους ψαράδες αυτή η υψηλή και κομψή γυναίκα, που φοράει ρούχα υψηλής ραπτικής. Δεν πρόλαβε βέβαια να συμπληρώσει τρεις εβδομάδες στο υπουργείο Γεωργίας και ήρθε η μετακίνηση στο Οικονομίας. Η κυρία Λαγκάρντ είναι η πρώτη γυναίκα στη Γαλλία που αναλαμβάνει το κορυφαίο παραγωγικό υπουργείο και η μοναδική μεταξύ των συναδέλφων της των χωρών του G8. Αναλαμβάνει ένα πόστο που θεωρείται κρίσιμο για την πολιτική των αλλαγών που έχει εξαγγείλει ο Σαρκοζί. Οι φορολογικές περικοπές και οι αλλαγές στην εργατική νομοθεσία είναι από τα πρώτα μέτρα που θα δοκιμάσουν τις αντοχές της νέας κυβέρνησης και μαζί τις ικανότητες της νέας υπουργού. Επειδή η ίδια δεν είναι πολιτικό πρόσωπο έχει τα περιθώρια να τραβήξει το σκοινί αν χρειαστεί, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει σε καμία περίπτωση ο προκάτοχός της Ζαν-Λουί Μπορλό, που είναι «καθαρόαιμος» πολιτικός. Ισως αυτό να αποδειχτεί το μεγάλο πλεονέκτημά της.