Πρόκειται για την πρώτη εταιρεία εμφιάλωσης στην ελληνική ιστορία του κλάδου των αναψυκτικών, που η δημιουργία της βασίστηκε σε ένα «τυχαίο» γεγονός. Η λειτουργία της υπερβαίνει τις οκτώ δεκαετίες και αφού κατόρθωσε να επιβιώσει από τις αναστατώσεις της μακρόχρονης διαδρομής της, σήμερα διεκδικεί – και φαίνεται να κερδίζει – τη θέση του μεγαλύτερου «μικρού» εμφιαλωτή της ελληνικής αγοράς. Η περίφημη λεμονάδα, που σε αυτήν οφείλεται η δημιουργία της επιχείρησης, παραμένει το εμβληματικό της προϊόν, αν και η πορτοκαλάδα της έρχεται πρώτη στις πωλήσεις της. Η Εταιρεία Ψυγείων Αγριάς ΑΕ, η ΕΨΑ, όπως είναι γνωστή, τα τελευταία έξι – επτά χρόνια, αφού ανασυγκροτήθηκε και διηύρυνε την «γκάμα» των προϊόντων της και το δίκτυο διανομής της, κατόρθωσε να κερδίσει όχι μόνο υψηλούς ρυθμούς ετήσιας ανάπτυξης, αλλά και την πρώτη θέση από τις ελληνικών συμφερόντων εταιρείες αναψυκτικών. Η εταιρεία από το 1969 ανήκει στη μανιάτικης καταγωγής οικογένεια Ν. Τσαούτου. Εκείνη την εποχή ανήκε στην Εθνική Τράπεζα και η λειτουργία της καρκινοβατούσε – ο εκάστοτε διευθυντής του υποκαταστήματος της τραπέζης ήταν και επικεφαλής της εταιρείας -, ενώ ο Βόλος διέθετε άλλα έξι «λεμονάδικα» (Καλφόπουλος, Ερμής κ.ά).


Η απόκτηση της εταιρείας ΕΨΑ από τις οικογένειες Μοσχοκλαΐδη και Τσαούτου τελικά αποδείχθηκε σωτήρια λύση. Αργότερα, όταν άλλα ισχυρά προϊόντα αναψυκτικών άρχισαν να κυριαρχούν στην ελληνική αγορά, οι αντοχές της δοκιμάστηκαν για μία ακόμη φορά. Ωστόσο η ΕΨΑ και πάλι τα κατάφερε. Λέγεται όμως πως αν και δύο φορές ασχολήθηκε με την αγορά των αναψυκτικών η Επιτροπή Ανταγωνισμού, εκδίδοντας δύο ισχυρές καταδικαστικές αποφάσεις υψηλών προστίμων, τα «χτυπήματα κάτω από τη ζώνη» στην αγορά δεν έχουν περιοριστεί και οι διάφορες εμπορικές κινήσεις παραμένουν αμφιβόλου νομιμότητος.


* Η ιστορία της εταιρείας


Η ιστορία της ΕΨΑ αρχίζει πολύ νωρίς και συνδέεται με τη βιομηχανική ανάπτυξη του Βόλου – από τα σημαντικά οικονομικά κέντρα του ελληνικού 20ού αιώνα – που αρχίζει ύστερα από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881. Στοιχεία εμπορικής και βιομηχανικής ανάπτυξης παρατηρούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά από τις αρχές του 20ού αρχίζει η οικονομική απογείωση της περιοχής. Βιομηχανίες τροφίμων, μεταλλευτικές βιομηχανίες και μεταξουργεία είναι οι κυριότερες επιχειρήσεις – μαζί φυσικά με την ανάπτυξη του εμπορίου – που σκιαγραφούν τον πλήρη αστικό μετασχηματισμό της περιοχής του Βόλου.


Υπάρχουν λοιπόν αρκετά ονόματα που σημάδεψαν την εξέλιξη της περιοχής και έγιναν συνώνυμα της οικονομικής ιστορίας της πόλης σε διαφόρους περιόδους του περασμένου αιώνα. Η οικογένεια Κοσμαδόπουλου, πηλιορείτικης καταγωγής, ανήκει σε αυτή την κατηγορία: από το 1885 και σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή της οικονομικής ζωής της πόλης. Ο Δημ. Κοσμαδόπουλος έχει αποκληθεί «οικονομικός πατήρ» του Βόλου. Ακόμη και σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, τα «σημάδια» της μεσοπολεμικής δραστηριότητας της οικογένειας παραμένουν αποτυπωμένα στη βιομηχανία του Βόλου.


Πρόκειται για την όχι μόνο εν λειτουργία αλλά και ακμάζουσα και μάλλον φιλόδοξη βιομηχανία αναψυκτικών, τη γνωστή ΕΨΑ, ιδρυτές της οποίας είναι οι Κοσμαδόπουλοι. Η λειτουργία της εταιρείας αρχίζει το 1924.


Ο Δημ. Κοσμαδόπουλος γεννήθηκε το 1856 στο Πουρί της Ζαγοράς και μετανάστευσε νωρίς στη Σμύρνη. Στον Βόλο επέστρεψε το 1882, έναν χρόνο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, και επιχείρησε ανεπιτυχώς να δραστηριοποιηθεί εμπορικά. «Και το κατάστημα κλείει κατά τας τελευταίας ημέρας του πρώτου έτους της ζωής του, μεταβάλλεται δε εις μικροσκοπικό τραπεζάκι στηθέν έμπροσθεν καταστήματος της κεντρικής οδού Δημητριάδος και περιλαμβάνον ολόκληρον την περιουσίαν του νεαρού επιχειρηματίου, ανερχομένην εις πεντήκοντα λίρας Τουρκίας». Ετσι «ο Κοσμαδόπουλος ήρχισε το πρώτο στάδιο της τραπεζιτικής του ζωής, το σφρίγος και η δύναμις της οποίας ήταν κλεισμένα μέσα στο τραπεζάκι με τα διάφορα ξένα νομίσματα επί τρία ολόκληρα χρόνια» (Πανελλήνιον Λεύκωμα, Αθήνα 1921).


* Το τραπεζικό γραφείο


Ο κατ’ επάγγελμα αργυραμοιβός Κοσμαδόπουλος κατορθώνει πάντως να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον και την εμπιστοσύνη του εμπορικού κόσμου της πόλης και το 1885 στο κεντρικότερο σημείο του Βόλου ανοίγει το πρώτο του τραπεζικό γραφείο. Το 1910 δημιουργεί τη δική του τράπεζα, που έχει καταγραφεί στην οικονομική ιστορία του Βόλου ως η Τράπεζα Κοσμαδόπουλου.


«Αποβαίνει ο οικονομικός πατήρ του Βόλου, μέγιστος υποστηρικτής του εμπορίου και της βιομηχανίας, καθ’ ον χρόνον εις τας κρισιμωτέρας των στιγμών των αι άλλαι τράπεζαι είχον ερμητικώς κλεισμένα τα ταμεία των, ο Κοσμαδόπουλος ήταν ο μόνος χορηγός χρημάτων, ο μόνος βοηθός, ο μόνος υποστηρικτής. Εκάστη κρίσις εμπορική κατά τα τελευταία ιδίως έτη εγένετο αφετηρία νέας ζωής διά την Τράπεζαν του Κοσμαδόπουλου, νέας επεκτάσεως των υπηρεσιών της, νέας ευημερίας» (ό.π.).


Το 1917 προσλαμβάνει ως συνεταίρους του γιους του Ιωάννη και Γεώργιο «καταρτίσας μετ’ αυτών ομόρρυθμον τραπεζικήν Εταιρείαν, την Τράπεζαν Δ. Κοσμαδόπουλου και Υιών» και αμέσως μετά αποσύρεται. Το 1921 ο Δημ. Κοσμαδόπουλος πεθαίνει και την ίδια χρονιά η τράπεζα μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία.


Λίγα χρόνια αργότερα, το 1924, οι δύο αδελφοί Κοσμαδόπουλοι αποφασίζουν να δημιουργήσουν μία πρότυπη μονάδα εμφιάλωσης στην Αγριά, έξω από τον Βόλο, παράλληλα με τα ψυγεία που διέθεταν. Συγκεκριμένα, για να συντηρούν την παραγωγή λεμονιών της περιοχής (κυρίως από τα Λεχώνια), αποφασίζουν να δημιουργήσουν τη μονάδα των ψυγείων. Το 1924 όμως η παραγωγή λεμονιών ήταν πολύ μεγάλη και, μπροστά στον κίνδυνο να καταστραφεί, αποφασίζεται το μέρος της παραγωγής που περίσσευε να χυμοποιηθεί. Για τον λόγο αυτόν προσκαλούν ειδικό τεχνικό από τη Γερμανία.


Ο γερμανός μηχανικός εγκαθίσταται στον Βόλο και σε αυτόν οφείλεται η περίφημη συνταγή της λεμονάδας ΕΨΑ – το αναψυκτικό που για δεκαετίες κέρδισε την προτίμηση αρκετών γενεών και στην περιοχή της Θεσσαλίας η επωνυμία ταυτίστηκε με το προϊόν -, που, όπως υποστηρίζουν οι σημερινοί ιδιοκτήτες, ως σήμερα παραμένει μυστική.


Η παραγωγή λοιπόν του αναψυκτικού αρχίζει και με τη λειτουργία του εργοστασίου η εταιρεία παρέχει ρεύμα σε όλη τη γύρω περιοχή. Το 1936 η εταιρεία αλλάζει χέρια και νέος ιδιοκτήτης της ΕΨΑ γίνεται η Εθνική Τράπεζα. Η εταιρεία εκσυγχρονίζεται επενδύοντας σημαντικά κεφάλαια σε νέες εγκαταστάσεις και μηχανήματα. Η πρώτη συσκευασία, η γυάλινη φιάλη με την μπίλια, αλλάζει και αντικαθίσταται από τη φιάλη με μηχανικό πώμα. Εναν χρόνο αργότερα, το 1937, η λεμονάδα ΕΨΑ κερδίζει το Χρυσούν Βραβείον Ποιότητας στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης.


Μετά τον πόλεμο μία νέα οικονομική περίοδος έχει ανοίξει και η εταιρεία διεκδικεί τη δική της θέση. Το 1950 ο Αριστείδης Αλεξανδρίδης, ένας απλός υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, σχεδιάζει τη νέα φιάλη. Η νέα πρωτότυπη φιάλη που έχει σχεδιάσει, από μεράκι για τη λεμονάδα, είναι πραγματικά εντυπωσιακή: καινούργια για την εποχή φόρμα, έντονος χαρακτήρας και ένας ανάγλυφος ρόμβος που δηλώνει ότι το προϊόν έχει βραβευθεί. Η σημαντικότερη όμως καινοτομία είναι το νέο πώμα crown, το οποίο καταργεί το μηχανικό πώμα που διέθετε ως τότε. Το 1965 η εταιρεία Νέα Ψυγεία Αγριάς ΑΕ διέθετε 200 ίππους δύναμη και απασχολούσε 78 εργαζομένους.


* Νέος ιδιοκτήτης


Το 1969, 45 χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΨΑ, η εταιρεία αλλάζει και πάλι ιδιοκτήτη. Η Εθνική Τράπεζα, αποδεχόμενη την πρόταση των αδελφών Μοσκαχλαΐδη και του Νίκου Τσαούτου, τους παραχωρεί την επιχείρηση και έτσι η ΕΨΑ φθάνει στα χέρια των σημερινών ιδιοκτητών της. Ο νέος κύκλος επενδύσεων που πραγματοποιούνται αυξάνει την παραγωγική δυναμικότητά της, η οποία ανέρχεται πλέον στις 7.500 φιάλες την ώρα.


Η εταιρεία, κατέχοντας ισχυρή παρουσία στην περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας, αναπτύσσεται – ο κ. Ν. Τσαούτος διετέλεσε πρόεδρος του τοπικού Συνδέσμου Βιομηχανιών – διευρύνοντας τόσο την γκάμα των προϊόντων της όσο και το δίκτυο των πωλήσεων. Ενδεικτικό της αντίληψης των ιδιοκτητών της αποτελεί το γεγονός ότι στον χώρο των εγκαταστάσεων του εργοστασίου διαθέτει το δικό της μουσείο, όπου εκτίθενται στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια της ιστορίας της: χειροκίνητος αποφλοιωτήρας και αποχυμωτής, μηχανήματα παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα και φυσικά όλοι οι τύποι των φιαλών που κατά περιόδους χρησιμοποίησε.


Σήμερα πλέον, διαθέτοντας σύγχρονες εγκαταστάσεις με βιολογικό καθαρισμό, νέα προϊόντα με νέες συσκευασίες – όπως η βυσσινάδα, η σόδα, η πορτοκαλάδα με ανθρακικό, η lemon cola και το τσάι με λεμόνι -, η ΕΨΑ διευρύνει συνεχώς το μερίδιό της και αναδεικνύεται από τοπικός ηγέτης σε έναν σημαντικό παράγοντα του συνόλου της αγοράς. Συνεχίζει ωστόσο να διατηρεί τα τελευταία 50 χρόνια τη γνωστή φιάλη, που αποτελεί πλέον γι’ αυτή «σήμα κατατεθέν». Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων οι πωλήσεις της ΕΨΑ ΑΕ Βιομηχανία Αναψυκτικών και Χυμών πλέον αυξάνουν σταθερά. Το 2002 οι πωλήσεις της ήταν 7,5 εκατ. ευρώ και τα κέρδη της 987.000 ευρώ, το 2003 οι πωλήσεις ήταν 8,9 εκατ. ευρώ και τα κέρδη 1,22 εκατ. ευρώ, το 2004 οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 9,1 εκατ. ευρώ και τα κέρδη της στα 1,2 εκατ. ευρώ, ενώ το 2005 οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 9,6 εκατ. ευρώ και τα κέρδη της στα 1,3 εκατ. ευρώ. Το 2006 οι πωλήσεις της υπερέβησαν τα 10 εκατ. ευρώ.