Φ όβους για την τύχη των ασφαλιστικών ταμείων των επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων εκφράζει με υπόμνημα της προς τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γ.Αλογοσκούφη η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), ενώ παράλληλα κάνει λόγο για «δυσάρεστες εκπλήξεις» στις χρήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ειδικότερα η ΓΣΕΒΕΕ στο υπόμνημά της επισημαίνει ότι «η δέσμευση της πολιτείας για κάλυψη των ελλειμμάτων των υπό ενοποίηση Ταμείων ΤΑΕ- ΤΣΑ- ΤΕΒΕ δεν τηρήθηκε. Αντί αυτούεπιχειρήθηκε η μείωση κατά 30% των συντάξεων για να καλυφθούν τα ελλείμματα. Αν και με νομοθετική ρύθμιση, αποφεύχθηκε η μείωση την τελευταία στιγμή.Αν δεν υπάρξει πρόβλεψη για κάλυψη των ελλειμμάτων,το θέμα θα επανέλθει από την επόμενη κυβέρνηση (μείωση συντάξεων) μετά τις εκλογές». Και τονίζει ότι «όταν πρόκειται για μεγάλες επιχειρήσεις (τράπεζες), υπάρχουν κονδύλια και αποδέχεται η κυβέρνηση την επιβάρυνση του προϋπολογισμούγια τις ενοποιήσεις των Ταμείων τους. O ταν πρόκειται για τον ασφαλιστικό φορέα των μικρομεσαίων επιχειρηματιών, προτείνεται μείωση συντάξεων και εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του φορέα».
Από την άλλη πλευρά η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των μικρομεσαίων σημειώνει ότι «οι με συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις αλλαγές στο εύρος της φορολογικής μνήμης (από πενταετία έγινε δεκαετία) δημιουργούν νέες γενιές ανέλεγκτων χρήσεων. Τεκμαίρεται δε ότι μετά τις εκλογές θα υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις για το “κλείσιμο” των βιβλίων στις ΜΜΕ. Συνεχίζεται δηλ. η ομηρία των επιχειρήσεων και η αναξιοπιστία του φορολογικού συστήματος, κάτι που έχει στηλιτευτεί και από εσάς στο παρελθόν».
Σχετικά με το θέμα της χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων η διοίκηση της ΓΣΕΒΕΕ σημειώνει στο υπόμνημα της ότι «ως το 2005 οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα και ιδιαίτερα οι παραγωγικές- μεταποιητικές είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν μέρος των κερδών τους (35%) για να επενδύουν (αυτοχρηματοδότηση) με το σημαντικό κίνητρο της μη φορολόγησης του τμήματος αυτού των κερδών».
Ωστόσο όμως «δυστυχώς μέσα από σειρά λαθών σε ό,τι αφορά τους χειρισμούς των ελληνικών κυβερνήσεων το μέτρο αυτό δεν “προστατεύθηκε” από την κυβέρνηση έναντι της ΕΕ, όπως θα έπρεπε, και καταργήθηκε. Αμαχητί συναίνεσε η Κυβέρνηση, χωρίς να προωθήσει τις απαιτούμενες αλλαγές. Ιδιαίτερα μετά και τον νέο κανονισμό 1998/2006 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (de minimis, ενισχύσεις ήσσονος σημασίας), σύμφωνα με τον οποίο επιτρέπονται ενισχύσεις ως 200.000 ευρώ ανά επιχείρηση για οποιαδήποτε περίοδο τριών ετών. Οι ενισχύσεις αυτές μπορεί να είναι εκτός των άλλων και μέσω φορολογικών κινήτρων και απαλλαγών.
Για τις επιχειρήσεις δε που δραστηριοποιούνται στον τομέα των οδικών μεταφορών το προαναφερθέν ανώτατο όριο είναι 100.000 ευρώ.
Οι ενισχύσεις αυτές, σύμφωνα με τον κανονισμό, δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών ή/και δεν στρεβλώνουν ούτε απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 1 της Συνθήκης. Οι ενισχύσεις αυτές αφορούν τις μικρές επιχειρήσεις λόγω του περιορισμένου ύψους τους (200.000 ευρώ) και δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτό στη χώρα των μικρών επιχειρήσεων, στην Ελλάδα, το μέτρο αυτό να μην τυγχάνει αποδοχής από την κυβέρνηση».
Προτείνεται λοιπόν η άμεση επαναθεσμοθέτηση της δυνατότητας δημιουργίας αφορολόγητου αποθεματικού από τις μικρές επιχειρήσεις ως εξής: «Το χρηματικό ύψος του αφορολόγητου αποθεματικού να κλιμακώνεται μειούμενο αναλόγως του τζίρου της επιχείρησης. Συγκεκριμένα για τις μικρές επιχειρήσεις (κύκλος εργασιών μικρότερο του 1,5 εκατ. ευρώ) προτείνεται να διαμορφωθεί στο 50% των κερδών και για επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 10 εκατ. ευρώ να διαμορφωθεί στο 25% των κερδών».