Η εικοσιπενταετής ένταξη της Ελλάδας στην ενοποιητική διαδικασία της Ευρώπης και η πεντακονταετής προσπάθεια ενσωμάτωσής της στο «ευρωπαϊκό γίγνεσθαι» δεν έχει μελετηθεί πλήρως, αφού δεν έχει γίνει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση σε ζωτικά θέματα, όπως οι καθαρές συνέπειες της ένταξης στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στη ναυτιλία και στη γεωργία. Επίσης δεν έχουν μελετηθεί οι επιπτώσεις στη δημόσια διοίκηση και στον πολιτισμό, ενώ ποτέ δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα πώς θα ήταν η Ελλάδα σήμερα αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η ένταξη. Πάντως όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι στους περισσότερους τομείς η κατάσταση θα ήταν χειρότερη απ’ ό,τι είναι σήμερα.


* Η πρώτη υποτίμηση


Τη δεκαετία 1950-1960 η Ελλάδα ήταν από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης και ανήκε από πολλές πλευρές στα Βαλκάνια. Τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα ήταν τεράστια και το 1953 γίνεται υποτίμηση της δραχμής και λαμβάνονται έκτακτα μέτρα οικονομικής ανάκαμψης. Τη δεκαετία αυτή εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες μετανάστες στρέφονται προς τις δυτικές χώρες και στις ΗΠΑ.


Στις 25.3.1957 υπογράφεται η Συνθήκη της Ρώμης και στις 8.6.1959 η Ελλάδα υποβάλλει Αίτηση Σύνδεσης με την ΕΟΚ (και στις 31.7.1959 υποβάλλει Αίτηση Σύνδεσης και η Τουρκία). Στις 9.7.1961 υπογράφεται η Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Ελλάδας και της ΕΟΚ.


Η Αίτηση Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ υπεβλήθη στις 12 Ιουνίου 1975 και περίπου έναν χρόνο αργότερα άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Η (τότε) ΕΟΚ δίσταζε να υποδεχθεί την Ελλάδα ως ισότιμο μέλος λόγω των σχέσεών της με την Τουρκία, της κακής οικονομικής κατάστασης της χώρας και της υποβολής αιτήματος ένταξης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Υστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας – ΕΟΚ, διότι πολλοί ήθελαν να γίνει ταυτόχρονα η ένταξη Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας, άρα να καθυστερήσει η ένταξη της χώρας μας, υπεγράφη στις 28 Μαΐου 1979 η Πράξη Προσχώρησης. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ πραγματοποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1981. Τότε το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων αντιστοιχούσε μόλις στο 42% του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος των χωρών-μελών της ΕΟΚ, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1986, με την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, το ποσοστό αυτό «μειώθηκε» κάτω από το 40%.


* Η δεύτερη υποτίμηση


Το 1981-1985 η Ελλάδα διήλθε την πρώτη φάση ένταξής της. Οι διαφαινόμενες αρνητικές οικονομικές συνέπειες της ένταξης (υπήρχαν βεβαίως και θετικές) και η ανάγκη προσαρμογής που επιβλήθηκε στη δημόσια διοίκηση και στο κοινοτικό κεκτημένο ήταν ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα ζητούσε πότε ειδική σχέση και πότε ειδικό καθεστώς, στην πραγματικότητα όμως αναζητούσε την ταυτότητά της και τη θέση της μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Τον Μάρτιο του 1982 υπεβλήθη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Μνημόνιο (Υπόμνημα) με το οποίο ζητήθηκαν εξαιρέσεις και ενισχύσεις υπέρ της ελληνικής οικονομίας. Εναν χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 1983, το Μνημόνιο έγινε αποδεκτό, αναγνωρίστηκε η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, αναβλήθηκε η εφαρμογή του ΦΠΑ, προωθήθηκαν ειδικά προγράμματα για την αύξηση αναλήψεων από την ΕΟΚ και θεσπίστηκε ειδικός κανονισμός για τον γεωργικό τομέα, αλλά το 1983 γίνεται υποτίμηση της δραχμής.


Τον Δεκέμβριο του 1984 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου η Ελλάδα δηλώνει ότι δεν θα έδινε τη συγκατάθεσή της για τη διεύρυνση της ΕΟΚ με την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, αν δεν υιοθετούνταν τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ). Τον Μάρτιο του 1985 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών υιοθέτησε τα ΜΟΠ, από τα οποία βγήκαν άλλωστε ωφελημένες και άλλες χώρες-μέλη. Εν τω μεταξύ η Ελλάδα ανέλαβε για πρώτη φορά την προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΟΚ για το δεύτερο εξάμηνο του 1983, γεγονός που την υποχρέωσε σε μια κινητοποίηση τμήματος της δημόσιας διοίκησης και εκμάθησης πολλών κοινοτικών πρακτικών.


Η δεύτερη φάση της ένταξης της χώρας οριοθετείται μεταξύ του 1985 και του 1995. Η ελληνοκεντρική προσέγγιση των κοινοτικών ζητημάτων άρχισε να υποχωρεί, αναπτύχθηκε η δυναμική ουσιαστικού εξευρωπαϊσμού, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι οι προσπάθειες απέληγαν πάντα στο επιθυμητό. Για παράδειγμα, η Ελλάδα δεν κατόρθωνε να ακολουθήσει τις άλλες χώρες-μέλη στους ρυθμούς ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού. Ετσι, τον Οκτώβριο του 1985 ανακοινώθηκε ένα διετές πρόγραμμα σταθεροποίησης και ταυτόχρονα γίνεται υποτίμηση της δραχμής κατά 15%.


Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται κυρίως από τις πρώτες συντονισμένες προσπάθειες, μετά το 1993, να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες που παρείχε η Ευρωπαϊκή Ενωση για να ληφθούν μέτρα και να σταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία. Οι προσπάθειες οι οποίες έγιναν ήταν μάλλον «πρωτόγνωρες» για την Ελλάδα, διότι χρειάστηκε συντονισμός και συνεργασία μεταξύ πολλών παραγόντων για να πληρωθούν τα κριτήρια ένταξης της χώρας στα στάδια της ΟΝΕ και στο τελικό, που ήταν η ένταξη στην ευρωζώνη.


Το σημείο «εκκίνησης» της ελληνικής οικονομίας για την πλήρη ένταξη στην ΟΝΕ ήταν σαφώς δυσμενέστερο σε σχέση με εκείνο των άλλων χωρών-μελών της ΕΕ.


Ειδικότερα:


* Το δημόσιο χρέος ήταν πάνω από το 110% του ΑΕΠ (64% στις άλλες χώρες).


* Το έλλειμμα του δημοσίου τομέα ήταν 13,8% του ΑΕΠ (6% στις άλλες χώρες).


* Ο πληθωρισμός ήταν 14,2% (4% στις άλλες χώρες-μέλη).


Από το 1994 ως το 1999 απαιτήθηκαν πολλές θυσίες για να επιτευχθούν οι στόχοι που είχαν τεθεί και να ενταχθεί η χώρα στην ευρωζώνη. Στις 16 Μαρτίου του 1998 υποτιμάται η δραχμή έναντι του ECU κατά 12,3%. Στις 29 Νοεμβρίου 1999 με βάση τις θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία (το έλλειμμα μειώθηκε στο 1,6%) το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών (Eco/Fin) ανακαλεί προηγούμενη απόφασή του για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ελλάδα.


* Και μία ανατίμηση


Στις 15 Δεκεμβρίου 1999 η ελληνική κυβέρνηση υποβάλλει το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας και στις 15 Ιανουαρίου 2000 οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Νομισματικής Επιτροπής αποφασίζει την ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής κατά 3,5%. Με την απόφαση αυτή η ισοτιμία από 353 δρχ. /ευρώ καθορίζεται στις 340,750 δρχ. Πρόκειται για την πρώτη ανατίμηση της δραχμής. Στις 31 Ιανουαρίου 2000 το Eco/Fin ενέκρινε το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης (το οποίο είχε υποβληθεί στις 15 Δεκεμβρίου 1999) που χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα αξιόπιστο και ρεαλιστικό.


Το τελευταίο κριτήριο ένταξης, ο πληθωρισμός, ικανοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2000 και ανακοινώθηκε στις 7 Μαρτίου του ιδίου έτους. Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Μαρτίου, υπεβλήθη από την ελληνική κυβέρνηση η αίτηση υιοθέτησης του ευρώ και η πλήρης συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ.


Μετά την ημερομηνία αυτή οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες:


* Στις 11 Απριλίου 2000 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Συστάσεις της για τους Γενικούς Προσανατολισμούς αναφέρει τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας και ακολουθούν οι θετικές γνωμοδοτήσεις-εκθέσεις και εισηγήσεις για την ένταξη της Ελλάδας.


* Στις 3 Μαΐου 2000 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση τις ανωτέρω γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις δίνει το «πράσινο φως» για την ένταξη.


* Στις 5 Ιουνίου το Eco/Fin εγκρίνει ομόφωνα την ένταξη. Ακολούθησε η τελική επικύρωση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Φέιρα στις 19 και 20 Ιουνίου 2000.


* Την 1η Ιανουαρίου 2001 η Ελλάδα καθίσταται πλήρες μέλος της ευρωζώνης και από 1.1.2002 αρχίζει να χρησιμοποιείται το ευρώ.


Υπενθυμίζεται ότι προηγουμένως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Βερολίνο (24 και 25 Μαρτίου 1999) αποφασίστηκε το χρηματοδοτικό πλαίσιο για τα επόμενα χρόνια (2000-2006), μέσω του οποίου τα κράτη-μέλη της ΕΕ κατήρτισαν τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ), τα οποία αποβλέπουν στη δημιουργία υποδομών, στην οικονομική και κοινωνική συνοχή και στην αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού. Στο συμβούλιο αυτό αποφασίστηκαν οι δημοσιονομικές προοπτικές ως το 2006. Βάσει των αποφάσεων αυτών η Ελλάδα θα μπορούσε να εισπράξει 27 δισ. ευρώ από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ.


Ωστόσο και σήμερα, παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί όλα τα προηγούμενα έτη, η Ελλάδα βρίσκεται πίσω από πολλές άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.