«This is the Zodiac speaking…».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα η φράση προκαλούσε τον απόλυτο αμερικανικό εφιάλτη. Ακούστηκε για πρώτη φορά στο Σαν Φρανσίσκο του 1969 και ήταν το σήμα κατατεθέν του Zodiac, του διασημότερου αμερικανού μπαμπούλα.
Ενας Τζακ Αντεροβγάλτης της Δύσης του 20ού αιώνα, ο Zodiac, πήρε αρχικώς την ευθύνη για τις δολοφονίες 13 ανθρώπων. Οσο όμως τα χρόνια περνούσαν τόσο τα θύματά του αυξάνονταν. Η δράση του διεκόπη το 1992, όταν ο βασικός ύποπτος της αστυνομίας… πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ο Zodiac δεν συνελήφθη ποτέ, η αστυνομία έμεινε εκτεθειμένη και η υπόθεση ακόμη και σήμερα παραμένει ανοιχτή…
Η ιστορία του Zodiac έχει τεράστιο ενδιαφέρον αλλά ως κινηματογραφικό θέμα σήμανε μεγάλο ρίσκο. Στην ομότιτλη ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ όλα λειτουργούν εναντίον της: πρώτον, το αποτέλεσμα είναι εκ των προτέρων γνωστό· δεύτερον, ο ρόλος της αστυνομίας δεν είναι λυτρωτικός, εφόσον απέτυχε στην αποστολή της· και, τρίτον, ήρωες με την παραδοσιακή έννοια του όρου δεν υπάρχουν. Ο Φίντσερ πήρε αυτό το ρίσκο και μπράβο του, αφού ο ίδιος είναι ο δημιουργός του «Seven». Και εκεί πυρήνας ήταν ένας κατά συρροήν δολοφόνος, ωστόσο το «Seven» βάδιζε προς τη μεριά του εντυπωσιακά ειπωμένου ατμοσφαιρικού θρίλερ, με δύο αστυνομικούς σε πρώτο πλάνο.
Αντιθέτως, πέρα από την τέλεια αναπαράσταση των εποχών, η βασική αρετή του «Zodiac» είναι ότι απογυμνώνει τη δράση που συναντάμε στα πατροπαράδοτα θρίλερ, αποκτώντας τη δομή της σχολαστικής, ενίοτε κουραστικής, αναπαράστασης γεγονότων και στοιχείων που δεν οδηγούν πουθενά. Με οδηγό το βιβλίο του Ρόμπερτ Γκρέισμιθ, ο Φίντσερ ακολουθεί τις έρευνες βήμα προς βήμα ζητώντας την υπομονή του θεατή (η διάρκεια της ταινίας αγγίζει τις τρεις ώρες!). Οι αστυνομικοί (Μαρκ Ράφαλο, Αντονι Εντουαρντς) δεν έχουν ρανίδα ηρωισμού αλλά τη νοοτροπία και συμπεριφορά δημοσίων υπαλλήλων. Κινούνται στο κενό, όπως και οι δημοσιογράφοι της «San Francisco Chronicle» (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Τζέικ Τζίλενχααλ) με την οποία ο δολοφόνος είχε επικοινωνήσει διψασμένος για δημοσιότητα.
Συνεπώς το «Zodiac» μετατρέπεται σε χρονικό της σειράς των λανθασμένων κινήσεων και ατυχιών της αστυνομίας και της επιπόλαιης ανάμειξης του Τύπου που βάρυνε το έργο της πρώτης. Μια δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα ταινία, που θα μείνει στην ιστορία ως η θαρραλέα αλλά και «αυτοκαταστροφική» απομυθοποιητική εκδοχή του «Seven» και του «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου».
Και είναι σίγουρα προτιμότερη από το κατεστημένο των κατά συρροήν δολοφονιών που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Το αντίδοτο για τους θεατές που έχουν μπουχτίσει από τους κουβάδες αίματος, τα κομμένα κεφάλια, τα τρυπάνια που βυθίζονται με σαδιστική υπομονή στη σάρκα, τα τσεκούρια που δυσκολεύονται να κόψουν ανθρώπινα άκρα, τα θορυβώδη πριόνια που τεμαχίζουν κόκαλα (ζωντανών), τα γκρο πλαν σε κατακρεουργημένες σορούς – με άλλα λόγια, την άνευ λόγου εικονογράφηση της βίας.
Δεκάδες σκηνοθέτες που εμφανίζονται από το πουθενά – συχνά με την εύνοια καταξιωμένων δημιουργών, όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο («Hostel») ή ο Γουές Κρέιβεν («Αίμα στους λόφους») – αναζητούν ό,τι πιο ακραίο, ό,τι πιο μπρουτάλ και ό,τι πιο απωθητικό δεν έχει ως σήμερα παρουσιάσει ο φακός για να το παρουσιάσουν εκείνοι. Ταινίες όπως ο «Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι: Η αρχή» που «εξηγεί» το πώς οι κανίβαλοι του «Σχιζοφρενούς δολοφόνου με το πριόνι» (σκέτα) έγιναν… κανίβαλοι, το «Hostel 2», το «Σε βλέπω 3», αλλά και το «Hannibal η αρχή» οδηγήθηκαν στην εισπρακτική αποτυχία προκαλώντας την αποστροφή ακόμη και στους πιο πιστούς οπαδούς τους. Το Χόλιγουντ αναζητεί και πάλι τη σκέψη πίσω από τον τρόμο και προσηλώνεται σε ταινίες όπως το «1408» από το διήγημα του Στίβεν Κινγκ που προβλήθηκε πριν από λίγο καιρό στις αίθουσες.
Χάνιμπαλ σουπερστάρ Η άνοδος και η πτώση
Οταν τo 1991 η «Σιωπή των αμνών» προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Αμερική, ενθουσιώδεις φαν έσπαζαν τις βιτρίνες των αιθουσών για να κλέψουν αφίσες τoυ Χάνιμπαλ – The Cannibal – Λέκτερ, του πιο αγαπητού ανθρωπόμορφου τέρατος στην ιστορία του σινεμά. Δεκαέξι χρόνια αργότερα το «Hannibal η αρχή» («Hannibal rising») όχι μόνο δεν προκάλεσε παρόμοιες αντιδράσεις, αλλά άφησε παγερά αδιάφορο το «κοινό» του Λέκτερ.
Ενας από τους πιο διάσημους αντιήρωες της ποπ κουλτούρας, πανέξυπνος, γοητευτικός και σατανικός μαζί, ο Χάνιμπαλ Λέκτερ, αιχμαλώτισε τη φαντασία του κόσμου όσο κανένας άλλος «κακός» του κινηματογράφου. Ο «πατέρας» του, ο αμερικανός συγγραφέας Τόμας Χάρις, τον συνέστησε στο κοινό το 1981 ως δευτερεύοντα, αν και σημαντικό, ήρωα στο μυθιστόρημα «Red Dragon» («Κόκκινος δράκος»). Στο άψε σβήσε το μυθιστόρημα έγινε μπεστ σέλερ και λίγα χρόνια αργότερα οι παραγωγοί Ντίνο και Μάρθα ντε Λαουρέντις εντόπισαν την κινηματογραφική δυναμική της ιστορίας με το θρίλερ «Manhunter» («Ανθρωποκυνηγός») του Μάικλ Μαν. Και εκεί ο Λέκτερ ήταν μια δευτερεύουσα φιγούρα, με τον Μπράιαν Κοξ στον ρόλο. Ο «Ανθρωποκυνηγός» έγινε καλτ επιτυχία, αλλά η «Σιωπή των αμνών» ήταν αυτή που μία πενταετία αργότερα μετέτρεψε τον Λέκτερ σε σύμβολο και τον Αντονι Χόπκινς σε σταρ. Επίσης κέρδισε πέντε Οσκαρ.
Περίπου μία δεκαετία αργότερα άρχισε η φθορά με τον «Χάνιμπαλ» του Ρίντλεϊ Σκοτ, κινηματογραφική διασκευή με σκελετό το τρίτο και ως σήμερα τελευταίο μυθιστόρημα της «σειράς Λέκτερ». Το ανθρώπινο τέρας έγινε τερατώδες καρτούν, ένα καλοαναθρεμμένο μοντελάκι του Γκούτσι που έκοβε επιδεικτικά βόλτες στη Φλωρεντία, μοίραζε αριστερά και δεξιά τις γνώσεις του περί τέχνης και τηγάνιζε ανθρώπινα μυαλά τα οποία σέρβιρε στον… κάτοχό τους (Ρέι Λιότα).
Το 2002 ακολούθησε ο «Κόκκινος δράκος» και πάλι με τον Αντονι Χόπκινς, ριμέικ του «Ανθρωποκυνηγού». Το μόνο που η ταινία απέδειξε ήταν ότι ο «Ανθρωποκυνηγός» όχι μόνο δεν έχει «γεράσει» έστω και μία μέρα, αλλά ως φόρμα ήταν πολύ πιο μοντέρνα από την glossy ανακατασκευή της.
Κάπως έτσι – αλλά χωρίς τον Χόπκινς – καταλήγουμε στο «Hannibal η αρχή» που παρακολουθεί τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του Λέκτερ. Αφετηρία τα παιδικά χρόνια του στη Λιθουανία. Εφηβική ηλικία στο Παρίσι, ενηλικίωση στην Αμερική. Κάπου ανάμεσα μια κινέζα μέντορας (Γκονγκ Λι), η οποία διδάσκει τον νεαρό Χάνιμπαλ πολεμικές τέχνες – έτσι όπως έκανε ο Πατ Μορίτα με τον Ραλφ Μάτσιο στο «Καράτε Κιντ». Η ανθρωποφαγία του Χάνιμπαλ έχει φαίνεται… φροϋδικές ρίζες. Οταν ήταν μικρός είδε ρώσους φαντάρους να τρώνε ζωντανή την αδελφούλα του. Η εικόνα τον στοιχειώνει. Αποφασίζει να τους βρει και να τους φάει έναν έναν. Από μόνη της η «λογική» είναι φτηνή και ανόητη, γιατί ο Λέκτερ που ξέρουμε μπορούσε να φάει τον οποιονδήποτε ανά πάσα στιγμή, χωρίς να χρειάζεται (ψυχαναλυτικές) δικαιολογίες, χωρίς κίνητρο. Συνεπώς το «Hannibal η αρχή» μετατρέπεται σε Death Wish της ανθρωποφαγίας με το ένα μενού πιο… εμετικό από το άλλο.
Η προσπάθεια του Χάρις να «ξεπετάξει» ένα μυθιστόρημα-παραγγελιά είναι αποκαρδιωτική. Αλλωστε «κινητήρια δύναμη» για την ανάπτυξη της τελευταίας ιστορίας ήταν ένα… δισέλιδο απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Hannibal» που αφήνει υπαινιγμούς για τους λόγους της βίαιης προσωπικότητας του ήρωα. Ή, αλλιώς, να τ’ αρπάξουμε με οποιονδήποτε τρόπο.
Το «Hannibal η αρχή» προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη. Το «Zodiac» θα προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου.