Αρκετές δεκαετίες τώρα οι φίλοι της μουσικής είναι δύσκολο να διαχωρίσουν τη φλαμένκο κιθάρα από τον Πάκο Ντε Λουθία. Και το επίτευγμα αυτό ακούγεται ακόμη μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Ντε Λουθία θεωρήθηκε ανανεωτής του φλαμένκο και εμφανώς πάτησε στα χνάρια των μεγάλων του είδους όπως ο Ραμόν Μοντόγια,
ο Σάμπικας και ο Λούις Μαραβίγια. Η μουσική, όπως συμβαίνει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ήταν στο αίμα του αφού μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια όπου όλοι υπηρετούσαν το τόσο δημοφιλές μουσικό ιδίωμα της Ανδαλουσίας: ο πατέρας του Αντόνιο Σάντσες ήταν επίσης κιθαρίστας και ο αδελφός του Πέπε Ντε Λουθία τραγουδιστής
και ο άλλος αδελφός του Ραμόν Ντε Αλγεσίρας κιθαρίστας. Το ταλέντο του δεν άργησε να φανεί και τις πρώτες εμφανίσεις του τις πραγματοποίησε στο ραδιόφωνο αλλά και με τη δημοφιλή τότε φλαμένκο ομάδα του Χοσέ Γκρέκο. Ουσιαστικά το δισκογραφικό έργο του ξεκίνησε το 1964, όταν συνεργάστηκε με τον μαδριλένο κιθαρίστα Ρικάρντο Μοντρέγο, είναι όμως εκείνα τα δέκα άλμπουμ που ηχογράφησε με τον σπουδαίο τραγουδιστή και ανανεωτή του φλαμένκο Καμαρόν Ντε Λα Ισλα το διάστημα 1968-1977 που έστησαν τα θεμέλια του θρύλου Πάκο Ντε Λουθία. Τη φήμη σε όλον τον κόσμο την απέκτησε με την εκπληκτική συνεργασία του με τους άλλους δύο κορυφαίους κιθαρί
στες Τζον Μακ Λάφλιν και Αλ Ντι Μέολα, με αποτέλεσμα στη δισκογραφία τρία άλμπουμ, με πιο γνωστό ανάμεσά τους το «Friday Νight Ιn San Francisco», ένα από τα πιο εμπορικά άλμπουμ του είδους και σημείο αναφοράς για τους κιθαρίστες κάθε μουσικού ιδιώματος. Το ταλέντο του Πάκο Ντε Λουθία, πέρα από την άρτια τεχνική του, ήταν πάντα η ικανότητά του να οικειοποιείται τα καλύτερα στοιχεία των συνεργατών του και, όσο και αν δεν το παραδέχεται ο ίδιος, συνδυάζει μοναδικά το φλαμένκο με τις επιρροές του από την τζαζ, το φανκ, τη world music και την κλασική. Λίγο πριν από τις εμφανίσεις του σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ο Πάκο Ντε Λουθία μίλησε στο «Βήμα».
– Πώς συντηρείτε τον τίτλο του πιο… παγκόσμιου φλαμένκο κιθαρίστα;
«Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Ημουν πολύ τυχερός που συνεργάστηκα με μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου και μέσα από αυτούς βρέθηκα απέναντι σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινό. Είμαι ευτυχής που αγάπησαν τη μουσική μου ακόμη και όταν ακολουθούσα τους δικούς μου μοναχικούς δρόμους. Σήμερα υπάρχουν πολλοί και εξαιρετικοί μουσικοί φλαμένκο με τους οποίους συνυπάρχω και δεν νιώθω διόλου την ανάγκη να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αλλωστε θα έλθει η ημέρα που θα αποσυρθώ και θα αφήσω την επόμενη γενιά να αναλάβει τα ηνία». – Πόσο κοντά βρίσκεστε στην παράδοση όλα αυτά τα χρόνια; «Ποτέ δεν ένιωσα ότι κινούμαι κόντρα στην παράδοση. Είμαι και πάντα θα είμαι ένας μουσικός του φλαμένκο. Αυτό που αποζητούσα πάντα ήταν να το οδηγήσω στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η παράδοση είναι απαραίτητη για να μην ξεχνάς τις ρίζες σου και από πού προέρχεσαι αλλά η μουσική αλλάζει μαζί με τον κόσμο. Ακόμη βέβαια το φλαμένκο είναι πάθος και συναίσθημα…».
– Δεν έχετε την αίσθηση ότι το φλαμένκο έχασε λίγο από την αυθεντικότητά του με τη δημοτικότητα που απέκτησε τελευταίως;
«Φυσικά ακούς πολύ συχνά το μπέρδεμα δημοφιλών μοτίβων φλαμένκο με άλλα δημοφιλή είδη, στο τέλος όμως η ποιότητα υπερισχύει. Η καλή μουσική θα επιβιώσει, όπως και το καλό φλαμένκο. Πάντα υπήρχε η καλή μουσική, όπως και αυτή που ήταν μόνο της μόδας και τίποτε περισσότερο».
– Πώς καταφέρατε να κρατήσετε την ταυτότητά σας,παρά το γεγονός ότι κάνατε τόσο διαφορετικά πράγματα;
«Η συνεργασία μου με άλλους καλλιτέχνες έγινε χρησιμοποιώντας διαφορετικά όργανα, διαφορετικές ενορχηστρώσεις και αρμονίες και όχι με διαφορετικά μουσικά είδη. Προσπάθησα να ανανεώσω το φλαμένκο από μέσα χρησιμοποιώντας λίγη βοήθεια από έξω. Ποτέ δεν παραιτήθηκα από την ταυτότητά μου, αν και πολλοί πίστεψαν ότι το έκανα». – Ποιος είναι ο καλλιτέχνης που θυμάστε περισσότερο από τις συνεργασίες σας;
«Πολλούς αλλά ένας από τους πιο σημαντικούς ήταν ο Καμαρόν Ντε Λα Ισλα. Εμαθα να συνοδεύω κάποιον μουσικά, και ας ήταν μόνος του, μόνο με τη φωνή του. Περάσαμε καταπληκτικά!».
– Γιατί πιστεύετε ότι το άλμπουμ «Friday Νight Ιn San Francisco» με τον Μακ Λάφλιν και τον Ντι Μέολα αγαπήθηκε από τόσο κόσμο στον πλανήτη;
«Πιστεύω λόγω του συνδυασμού που επιτύχαμε. Ολοι είχαμε διαφορετικό στυλ και κανένας δεν είχε προσπαθήσει κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Και δεν πιστεύω ότι αυτό επιτεύχθηκε γιατί είμαστε καλοί “τεχνίτες” αλλά γιατί είχαμε την ικανότητα να επικοινωνήσουμε με το κοινό».
– Μπορείτε να μου πείτε τους λόγους που ένας καλλιτέχνης συνεχίζει έπειτα από μια καριέρα σαν τη δική σας;
«Γιατί αγαπώ τη μουσική και όσο συνεχίζει το κοινό να νιώθει το ίδιο με εμένα θα συνεχίζω να παίζω επί σκηνής. Εχω την αίσθηση ότι ακόμη έχω πράγματα να πω και είμαι τυχερός που συνεργάζομαι με νέους μουσικούς που τους εμπνέω και με εμπνέουν».
– Τι θυμάστε από τις εμφανίσεις σας στην Ελλάδα;
«Την ομορφιά της χώρας σας και τη ζεστασιά του κόσμου».
– Τι θα παρουσιάσετε αυτή τη φορά;
«Κάποια νέα κομμάτια από το άλμπουμ “Cositas Βuenas” και φυσικά κάποιες από τις καλύτερες στιγμές μου όπως τα “Ζyriab” και “Εntre Dos Αguas”».
Ο Πάκο Ντε Λουθία εμφανίζεται την Τρίτη στο Θέατρο του Λυκαβηττού και στις 13 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη.