Οι Δίδυμοι της οδού Πειραιώς




Στην οδό Πειραιώς, απέναντι από το Γκάζι, βρίσκεται ο σταθμός των ΗΛΠΑΠ. Το μουντό γκρίζο της περιοχής «σπάει» ένα γιγαντιαίο γκραφίτι που καλύπτει την περίφραξη του σταθμού, ένα γκραφίτι με εικόνες, σχέδια και «αφηγήματα», πλεγμένα, θαρρείς, ψιλοβελονιά με εκπληκτική δεξιοτεχνία και φαντασία.


Ποιος μπήκε στον κόπο να δημιουργήσει ένα έργο αξιώσεων αφήνοντάς το στο έλεος του καιρού και της ρύπανσης; Υποθέτεις ότι δημιουργήθηκε από κάποια παιδιά «του δρόμου» που βρίσκουν διέξοδο ζωγραφίζοντας υπέροχα έργα χωρίς χρηματικό αντίδωρο.


Μια μικρή μερίδα από τους λεγόμενους «καλλιτέχνες του δρόμου» ταιριάζει ίσως στην παραπάνω περιγραφή. Οχι όμως και οι δημιουργοί του εν λόγω έργου. Αυτοί δεν είναι Ελληνες, αλλά Βραζιλιάνοι και ήρθαν στην Αθήνα για να ζωγραφίσουν τον συγκεκριμένο τοίχο ύστερα από ειδική πρόσκληση το 2005. Δεύτερον, είναι διεθνώς περιζήτητοι καλλιτέχνες. Πρόκειται για τους Os Gemeos (με τη βραζιλιάνικη προφορά: Ος Ζεμέος), που σημαίνει «Οι Δίδυμοι»: ο Γκουστάβο και ο Οτάβιο Παντόλφο γεννήθηκαν το 1974 στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας.


Εκτός από γκραφίτι, δημιουργούν πίνακες, γλυπτά και εγκαταστάσεις που αξίζουν χιλιάδες δολάρια και την προώθησή τους έχει αναλάβει ένας από τους γνωστότερους art dealers του κόσμου. Ονομάζεται Τζέφρι Ντάιτς και ζει στη Νέα Υόρκη (ειρήσθω εν παρόδω, αυτός χειρίζεται το έργο των Keith Haring και Jean Michel Basquiat). Λέγεται ότι σε μία από τις επισκέψεις του στην Αθήνα (καθ’ ότι τακτικός συνεργάτης του μείζονα συλλέκτη Δάκη Ιωάννου) είχε παρατηρήσει αυτό το «ελληνικό» γκραφίτι και είχε εκφράσει την επιθυμία να γνωρίσει τους δημιουργούς. Από το 2005 οι Δίδυμοι βρίσκονται στην ομάδα των λαμπρών καλλιτεχνών της Deitch Projects, εκθεσιακού χώρου του Ντάιτς, όπου τον Ιούλιο του 2008 θα παρουσιάσουν μια νέα φουρνιά από έργα. Αυτή την εβδομάδα, δε, η γκαλερί Pilar Parra & Romero στη Μαδρίτη, που συνεργάζεται με την Deitch Projects, εγκαινίασε ατομική τους έκθεση.


Παρά την αναγνώριση, ο Γκουστάβο και ο Οτάβιο παραμένουν «χαρισματικά δημιουργικοί», όπως σημείωσε ο Κεν Τζόνσον στους «New York Times». Διατηρούν για τη δημιουργία τον πρώτο τους ενθουσιασμό. «Ακόμη και αν όλα αυτά τελείωναν εμείς θα εξακολουθούσαμε να φτιάχνουμε έργα» δήλωσαν, μεταξύ άλλων, στη συνέντευξη που μας παραχώρησαν…


– Πώς θα περιγράφατε το γκραφίτι ως μορφή τέχνης;


«Το γκραφίτι, εκτός από μορφή έκφρασης, συνιστά ένα συλλογικό παιχνίδι για τους νέους που εκτονώνουν τη δημιουργικότητά τους και διοχετεύουν τις κοινωνικές ανησυχίες τους. Αποτελεί μια καθαρά δημοκρατική τέχνη: ο κάθε περαστικός μπορεί να σταθεί και να τη θαυμάσει και εφόσον το περιεχόμενό της περιέχει βάθος, να τη σκεφτεί. Τη δεκαετία του 1980 όλοι οι νέοι του Σάο Πάολο, μέρα μεσημέρι, έβγαιναν στους δρόμους, και εμείς μαζί τους, ζωγραφίζοντας όλους τους τοίχους και τις υπόγειες διαβάσεις. Κανείς δεν το απαγόρεψε. Και έτσι καθιερώθηκε αυτή η τάση. Σε μια γκαλερί φτιάχνεις άλλου είδους έργα για ένα άλλου είδους κοινό που έρχεται αποκλειστικά και μόνο για σένα».


– Πού διδαχτήκατε την τέχνη;


«Στο σπίτι μας. Ο μεγάλος μας αδελφός ζωγράφιζε στο σπίτι ακατάπαυστα αλλά ερασιτεχνικά και εμείς τον αντιγράφαμε ώσπου σιγά σιγά αναπτύξαμε το δικό μας στυλ. Αλλά δεν πήγαμε ποτέ σε σχολή. Είμαστε αυτοδίδακτοι».


– Πότε και πώς ήρθε η καταξίωση;


«Το 1993 ήρθε στη Βραζιλία ο καλλιτέχνης Μπάρι Μαγκί με υποτροφία από την Αμερική. Εκτίμησε τα έργα μας και γίναμε φίλοι. Οταν επέστρεψε στο Σαν Φρανσίσκο έδειξε φωτογραφίες των γκραφίτι που είχαμε δημιουργήσει στο περιοδικό 12onca που τότε είχε επιρροή στα πράγματα. Το περιοδικό απέστειλε στο Σάο Πάολο κάποιον δημοσιογράφο για να μας πάρει συνέντευξη. Υστερα από λίγο δημοσιεύθηκε ένα τεράστιο αφιέρωμα στην τέχνη του γκραφίτι στη Βραζιλία. Εκτοτε δεχόμασταν τηλεφωνήματα από την Ευρώπη. Εκθέσαμε στο Μόναχο, στο Παρίσι και στο Μιλάνο. Πολύ σύντομα, γκαλερίστες και άλλοι επαγγελματίες από τον χώρο της τέχνης άρχισαν να εκτιμούν τα γλυπτά και τα ακρυλικά μας».


– Ποια είναι η ιδιαιτερότητα της τεχνοτροπίας σας;


«Μόλις κλείσουμε την πόρτα του εργαστηρίου μας, κάθε επιρροή από τον έξω κόσμο εξοβελίζεται. Στρεφόμαστε στην εσωτερική μας συνείδηση και πραγματικότητα, αυτή είναι που κυριαρχεί. Το χέρι μας να λειτουργεί με αυτοματισμό, πολλές φορές έχοντας ως οδηγό μονάχα τα όνειρά μας, τουλάχιστον αυτά που θυμόμαστε ή κάποιες δυνατές αναμνήσεις, κάποιες ανεξίτηλες εντυπώσεις. Ετσι, στο έργο αποτυπώνεται κάτι το εσωτερικό αλλά και κάτι από το βραζιλιάνικο φολκλόρ».


– Υπάρχει πολιτική διάσταση στα έργα σας;


«Φυσικά. Το 2007 πραγματοποιήθηκε στη Βραζιλία ένα δημοψήφισμα σχετικά με την απαγόρευση της οπλοκατοχής. Αν θυμάμαι καλά, το 80% των πολιτών ψήφισε κατά της απαγόρευσης. Ο κόσμος αισθάνεται ότι με την τόσο μεγάλη έκταση της εγκληματικότητας είναι αδύνατον να προστατευθεί αν δεν κατέχει όπλο. Τότε αισθανθήκαμε ότι πρέπει κάπως να απαντήσουμε. Συνθέσαμε ένα γκραφίτι που απεικόνιζε έναν πατέρα που κρατούσε στην αγκαλιά του το μωρό του. Τα κεφάλια τους ήταν ενωμένα. Στο δεξί του χέρι όμως κρατούσε ένα όπλο το οποίο σημάδευε τον κρόταφό του. Αν εκπυρσοκροτούσε, η σφαίρα θα διαπερνούσε το κρανίο του και θα σκότωνε και το παιδί. Είναι γεγονός ότι το γκραφίτι μπορεί να έχει μια αμεσότητα πολύ πιο έντονη από τις λέξεις ή τα πολιτικά μηνύματα».


– Πώς σας βρήκε ο Τζέφρι Ντάιτς; Αληθεύει ότι σας γνώρισε από το γκραφίτι της οδού Πειραιώς;


«Απ’ όσο γνωρίζουμε, ο Ντάιτς είχε πράγματι προσέξει αυτό το γκραφίτι. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να είχε δει δείγματα της δουλειάς μας και σε άλλα μέρη, να μας είχε ήδη υπόψη του. Θέμα του έργου ήταν η ατμοσφαιρική ρύπανση στις μεγάλες πόλεις, η ποσότητα των αυτοκινήτων στους δρόμους, οι τρελοί οδηγοί. Στη σύνθεσή του συμμετείχαν ακόμη δύο Βραζιλιάνοι, η Νίνα (σ.σ.: σύζυγος του Οτάβιο) και ο Νούνκα καθώς και δύο Ελληνες, ο Woozy και ακόμη ένας του οποίου το όνομα μας διαφεύγει. Υπάρχουν πολλοί ικανοί καλλιτέχνες του γκραφίτι στην Ελλάδα. Εξοχος είναι ο Bizarte (σ.σ.: ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο ζωγράφος Στέλιος Φαϊτάκης όταν δημιουργούσε γκραφίτι) και ο Empa».


– Ηρθατε στην Ελλάδα προσκεκλημένοι από την Πολιτιστική Ολυμπιάδα το 2002. Πώς σας φάνηκε αυτή η εμπειρία;


«Συμμετείχαμε στο πρόγραμμα «Chromopolis». Καθεμία από τις επτά ηπείρους της υφηλίου εκπροσωπήθηκε από έναν καλλιτέχνη του δρόμου. Εμείς εκπροσωπήσαμε την Αμερική. Ως ομάδα γυρίσαμε για δύο μήνες όλη την Ελλάδα και ζωγραφίσαμε τους τοίχους πέντε μεγάλων πόλεων: του Πειραιά, του Βόλου, της Καλαμάτας, των Χανίων και… δεν μπορούμε να θυμηθούμε το όνομα της πέμπτης πόλεως. Είμαστε ερωτευμένοι με τη χώρα σας, ελπίζουμε να ξανάρθουμε. Εχει μαγευτικές παραλίες, με πευκόδεντρα και τις πιο ωραίες γυναίκες».