Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του έλληνα φιλοσόφου, οικονομολόγου και ψυχαναλυτή Κορνήλιου Καστοριάδη (1922-1997), το συγγραφικό έργο του συνεχίζει να εμπλουτίζεται με νέα ανέκδοτα κείμενα. Το ιταλικό φιλολογικό περιοδικό «Lettera Ιnternazionale» δημοσιεύει στο τρέχον τεύχος του άγνωστο δοκίμιο του Καστοριάδηαπόσπασμα του οποίου αναδημοσιεύθηκε προ ημερών στην ιταλική εφημερίδα «La Reppublica» -, όπου εξετάζεται ο ρόλος τού πολιτισμού στη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή ο Καστοριάδης διαπιστώνει ότι από τον 18ο αιώνα ως το 1950 ο δημιουργός ενός έργου τέχνης είχε ελευθερία έκφρασης, ενώ το κοινό από την πλευρά του συμμετείχε σε αυτό και γινόταν με τη σειρά του συν-δημιουργός. Αντιθέτως, από το 1950 ως σήμερα, αναπτύχθηκε σύγχρονος κομφορμισμός. Πρόκειται για κοινωνική και πολιτική αδράνεια φορέας της οποίας είναι ένα παθητικό ακροατήριο εθισμένο στην τηλεόραση, το οποίο αποτελείται από τους «τηλεκαταναλωτές» έργων τέχνης. «Το Βήμα» αναδημοσιεύει σήμερα εκτενή αποσπάσματα από το εν λόγω ανέκδοτο κείμενο του Καστοριάδη.
Υ πάρχει κάτι αμεσότερο για όσους πιστεύουν ότι ζουν σε μια δημοκρατική κοινωνία, από το να διερωτηθούν σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζει ο πολιτισμός στην κοινωνία στην οποία ζουν; Και ειδικά σε μια περίοδο όπου παρατηρούμε μια άνευ προηγουμένου διάδοση αυτού που ονομάζουμε «πολιτισμό»;
Για περισσότερο από δύο αιώνες υποστηριζόταν ότι ο ειδικός ρόλος του πολιτισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία- σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις μη δημοκρατικές κοινωνίεςεντοπίζεται στο ότι ο πολιτισμός είναι για όλους και δεν απευθύνεται μόνο σε μια συγκεκριμένη ελίτ. Αυτό σημαίνει ότι ο πολιτισμός πρέπει να είναι στη διάθεση όλων, όχι μόνο «νομικά» (πράγμα που δεν συνέβαινε, για παράδειγμα, στην Αίγυπτο των Φαραώ), αλλά επίσης κοινωνιολογικά, με την έννοια της πραγματικής πρόσβασης. Ας εξετάσουμε την αμιγώς σύγχρονη περίοδο του δυτικού κόσμου, δηλαδή από τις μεγάλες επαναστάσεις του τέλους του 18ου αιώνα (δημοκρατικές και με κύριο χαρακτηριστικό την εκκοσμίκευση και την απομάκρυνση από τον Χριστιανισμό) ως περίπου το 1950, ενδεικτική χρονολογία από την οποία θεωρώ ότι γεννάται μια νέα κατάσταση.
Από τη σκοπιά του δημιουργού μπορούμε να μιλήσουμε για έντονο αίσθημα ελευθερίας και εκπληκτική μέθη που τη συνοδεύει. Μέθη όσον αφορά την εξερεύνηση καινούργιων μορφών και της ελευθερίας να τις δημιουργήσει. Αυτή η ελευθερία είναι συνδεδεμένη με ένα αντικείμενο: είναι κυρίως η αναζήτηση και η αναπαλαίωση ενός νοήματος. ΄Η, ορθότερα, ο δημιουργός αναζητεί ξεκάθαρα μια νόρμα που φέρει ένα νέο νόημα. Η σύγχρονη τέχνη, ακόμη και αν δεν ικανοποιεί το «λαϊκό αίσθημα», είναι δημοκρατική και επομένως απελευθερώνει.
Το κοινό, από την πλευρά του, συμμετέχει «per procura» (με πληρεξούσιο), δηλαδή μέσω του καλλιτέχνη, σε αυτή την ελευθερία. Ουσιαστικά κυριεύεται από το καινούργιο νόημα του έργου τέχνης, και αυτό διότι, παρά την αδράνεια, τις καθυστερήσεις, τις αντιστάσεις και τις αντιδράσεις, πρόκειται για ένα κοινό που γίνεται το ίδιο δημιουργός. Η πρόσληψη ενός μεγάλου καλλιτεχνικού έργου δεν είναι ποτέκαι δεν μπορεί να είναι ποτέ- μια απλή παθητική αποδοχή, αλλά αποτελεί επίσης συν-δημιουργία. Και οι δυτικές κοινωνίες, από το τέλος του 18ου αιώνα ως τα μισά τού 20ού αιώνα, υπήρξαν οι ίδιες αυθεντικοί δημιουργοί. Σήμερα, επικρατεί άραγε η ίδια κατάσταση; Οσον αφορά την πραγματική κοινωνική λειτουργία η «λαϊκή εξουσία» αποτελεί προκάλυμμα της εξουσίας των χρημάτων, της τεχνογνωσίας, της γραφειοκρατίας, των πολιτικών κομμάτων, του κράτους και των μέσων ενημέρωσης. Οσον αφορά το ίδιο το άτομο, παρατηρείται μια νέα αναδίπλωση για την οποία ευθύνεται ο γενικευμένος κομφορμισμός.
Πρεσβεύω ότι ζούμε στην πιο κομφορμιστική εποχή της σύγχρονης Ιστορίας. Λένε ότι κάθε άτομο είναι «ελεύθερο». Ωστόσο στην πραγματικότητα ο καθένας προσλαμβάνει παθητικά το μοναδικό νόημα που οι θεσμοί και η κοινωνία τού προτείνουν και του επιβάλλουν: τον «τηλεκαταναλωτισμό», ήτοι τον ψεύτικο καταναλωτισμό μέσω της τηλεόρασης. Θα σταθώ για λίγο στο θέμα της «ευχαρίστησης» τού σύγχρονου τηλεκαταναλωτή. Αντίθετα από τον θεατή, τον ακροατή ή τον αναγνώστη ενός έργου τέχνης, η συγκεκριμένη αυτή ευχαρίστηση περιλαμβάνει την ελάχιστη μετουσίωση. Πρόκειται για ικανοποίηση που υποκαθίσταται από τους παλμούς που προκαλεί η πράξη της ηδονοβλεψίας, για μια δυσδιάστατη «βιολογική ευχαρίστηση» η οποία συνοδεύεται από τη μέγιστη παθητικότητα. Οτιδήποτε παρουσιάζει η τηλεόραση, «καλό» ή «κακό» αφεαυτού, εκλαμβάνεται παθητικά στο πλαίσιο της αδράνειας και του κομφορμισμού.
Ο θρίαμβος του ατομικισμού μεταφράζεται γενικώς ως «θρίαμβος της δημοκρατίας». Αυτός όμως ο ατομικισμός δεν είναι και δεν μπορεί ποτέ να είναι κενή έννοια, σύμφωνα με την οποία τα άτομα «κάνουν ό,τι θέλουν». Οσον αφορά την πολιτιστική δημιουργία, τομέας όπου η κριτική είναι πιο ασαφής και υπόκειται σε αμφισβητήσεις, είναι δύσκολο να υποτιμήσουμε την αύξηση του εκλεκτισμού της σύνθεσης ετερόκλητων στοιχείων, του δουλοπρεπούς συγκρητισμού. Και κυρίως ότι δεν επισημαίνεται η απώλεια του νοήματος, η οποία συμβαδίζει με την εγκατάλειψη της αναζήτησης της φόρμας- μιας φόρμας που είναι πάντα κάτι περισσότερο από απλή φόρμα, διότι, όπως έλεγε ο Ουγκό, αυτή είναι το «πραγματικό νόημα» που ανεβαίνει στην επιφάνεια. Η σημερινή εξέλιξη του πολιτισμού σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική και πολιτική αδράνεια καθώς και την παθητικότητα που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο κόσμο. Η πολιτιστική αναγέννηση- αν συμβεί- θα είναι συνδεδεμένη με ένα καινούργιο και μεγάλο κοινωνικοϊστορικό κίνημα το οποίο θα θέσει εκ νέου σε λειτουργία τη δημοκρατία και θα της δώσει νέα μορφή και περιεχόμενο.
Ανησυχούμε για την αδυναμία να οραματισθούμε επακριβώς το περιεχόμενο μιας τέτοιας δημιουργίας, τη στιγμή που ακριβώς αυτό αποτελεί την ομορφιά κάθε δημιουργίας. Ο Κλεισθένης και οι σύντροφοί του δεν μπορούσαν, ούτε όφειλαν να «προβλέψουν» τη γέννηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και την ανέγερση του Παρθενώνα, όπως και τα μέλη της Συνταγματικής Εθνοσυνέλευσης της Γαλλικής Επανάστασης ή οι Πατέρες της Αμερικανικής Δημοκρατίας δεν μπορούσαν να φαντασθούν την εμφάνιση του Σταντάλ, του Μπαλζάκ, του Φλομπέρ, του Ριμπό, του Μαν έ, του Προυστ ή του Πόε, του Μελβίλ, του Γουίτμαν και του Φόκνερ.
Η φιλοσοφία καταδεικνύει ότι θα ήταν παράλογο να πιστέψουμε ότι έχουμε εξαντλήσει πλέον οτιδήποτε νοητό, πραγματοποιήσιμο και μορφοποιήσιμο. Οπως θα ήταν παράλογο και το να θέσουμε περιορισμούς στη δυνατότητα της μορφοποίησης, δυνατότητα που πάντα εντοπίζεται στην ψυχική φαντασία και στο συλλογικό κοινωνικοϊστορικό φαντασιακό φαινόμενο. Αν παραδεχθούμε ότι όσοι διατηρούν μια σχέση άμεση και ενεργή με τον πολιτισμό μπορούν να συμβάλουν ώστε η περίοδος του λήθαργου να διαρκέσει το δυνατόν λιγότερο, αυτό θα γίνει εφικτό μόνο αν η προσπάθειά τους μείνει πιστή στις αρχές της ελευθερίας και της υπευθυνότητας.