Το πέμπτο μέλος των Rolling Stones




ΒΕΡΟΛΙΝΟ


«Η μουσική των Rolling Stones αποτελεί κομμάτι της ζωής μου» δήλωσε πριν από μερικές ημέρες στο Βερολίνο ο Μάρτιν Σκορσέζε μετά την παγκόσμια πρεμιέρα τού «Shine a light». Δίπλα του κάθονταν όλοι οι Stones, γερασμένοι μεν αλλά γεμάτοι ενέργεια, χιούμορ και χαλαρότητα, όπως φαίνεται και στα κοντσέρτα που συνεχίζουν να δίνουν. Ο Μικ Τζάγκερ, ο Κιθ Ρίτσαρντς, ο Τσάρλι Γουότς και ο Ρον Γουντ περιστοίχιζαν τον σκηνοθέτη σαν παρέα μικρών παιδιών.


«Για μένα ο ήχος της μουσικής τους, οι χορδές, τα φωνητικά, η όλη αίσθηση των Stones έγινε η βάση των ταινιών μου. Το παράξενο είναι ότι ως τις αρχές του ’70 δεν τους είχα δει ποτέ να παίζουν ζωντανά. Αλλά αυτό δεν με πείραζε γιατί η μουσική τους με έκανε να πλάθω εικόνες».


Οντως. Το «Jumping Jack Flash» ακούγεται στα «Καλά παιδιά», όπως επίσης το «Gimme Shelter» που o Σκορσέζε χρησιμοποίησε στο «Καζίνο» αλλά και στον «Πληροφοριοδότη». «Ανέκαθεν θεωρούσα τους Rolling Stones νεοϋορκέζικη μπάντα» συνέχισε ο Σκορσέζε. «Η πειθώ, η ψυχή, η συμπεριφορά τους έχουν έναν νεοϋορκέζικο αέρα. Μπορεί να προέρχονται από το Λονδίνο αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα γκρουπ της Νέας Υόρκης. Το δικό μου γκρουπ».


Ο Μικ Τζάγκερ είχε πρώτος την ιδέα μιας κινηματογραφημένης συναυλίας των Rolling Stones μέσα από το βλέμμα του Μάρτιν Σκορσέζε. Του το είχε προτείνει όταν οι Stones επρόκειτο να τραγουδήσουν στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο Σκορσέζε ένιωσε άβολα. Δεν δέχτηκε. Η ιδέα ξανάπεσε στο τραπέζι από τον παραγωγό Στιβ Μπινγκ ο οποίος είχε συγχρηματοδοτήσει το ντοκυμαντέρ «Heart of Gold» του Τζόναθαν Ντέμι για έναν άλλο θρυλικό μουσικό, τον Νιλ Γιανγκ. Ο Μπινγκ τηλεφώνησε στον Σκορσέζε για να του το προτείνει και συμφώνησαν για το «Shine a light», το οποίο γυρίστηκε κατά τη διάρκεια δύο συναυλιών των Rolling Stones στο Beacon Theatre της Νέας Υόρκης στις 29 Οκτωβρίου και την 1η Νοεμβρίου του 2006. «Είχα ανάγκη να γυρίσω αυτή την ταινία» κατέληξε την περασμένη Πέμπτη ο Σκορσέζε. «Από τη στιγμή που άκουσα τους Stones είπα ότι κάποτε θα τους βάλω σε μια ταινία μου. Χρειάστηκαν 42 χρόνια για να το καταφέρω…».


Από ιερέας, ροκάς


Εχει γραφτεί ότι κανείς σκηνοθέτης του κινηματογράφου δεν αντιλαμβάνεται (και δεν αξιοποιεί) το ροκ-εν-ρολ τόσο έξυπνα όσο ο Μάρτιν Σκορσέζε. Ισως επειδή ο Σκορσέζε ήταν παρών όταν το ροκ-εν-ρολ γεννιόταν. Στα εφηβικά χρόνια του δεν έχασε ποτέ νεοϋορκέζικη συναυλία των ροκενρόλερ της εποχής: Λιτλ Ρίτσαρντ, Τζέρι Λι Λούις, Μπάντι Χόλι, Μπιλ Χάλεϊ ζωντανά στο Paramount. Χόρεψε στους ήχους του Ελβις Πρίσλεϊ και του Ρόι Ορμπινσον και αργότερα, μετά τα είκοσί του, λάτρεψε τους Beatles και τους Rolling Stones από την πρώτη στιγμή που άκουσε τραγούδι τους. Το ροκ-εν-ρολ επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή και στην καριέρα του.


Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Σκορσέζε είχε αποφασίσει να μη γίνει ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας (όπως ο ίδιος είχε αρχικώς επιλέξει) προτιμώντας σπουδές κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Τον Αύγουστο του 1969 βρέθηκε στο Γούντστοκ προκειμένου να συμμετάσχει στα γυρίσματα ενός ντοκυμαντέρ το οποίο θα κατέγραφε το ιστορικό τριήμερο «ειρήνης και μουσικής». Δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη υπό τις οδηγίες του Μάικλ Γουόντλεϊ και βοηθός μοντέρ στο πλευρό της Θέλμα Σουμέικερ. Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα η Σουμέικερ θα γινόταν η μοντέρ των ταινιών του ίδιου του Σκορσέζε, αχώριστη συνεργάτις και πολύ καλή φίλη. Η δοκιμασία ήταν σκληρή για τον ασθματικό Σκορσέζε, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια του Γούντστοκ κοιμήθηκε ελάχιστα, δεν έφαγε καθόλου και δεν μπορούσε να βρει μια τουαλέτα της προκοπής. «Στο Γούντστοκ όλα πήγαν στραβά» είπε αργότερα. «Υποτίθεται ότι η μουσική θα άρχιζε στις 8 το βράδυ και θα τελείωνε στις 3 τα ξημερώματα. Ωστόσο, επί τρεις ημέρες δεν έγινε κανένα διάλειμμα. Δεν είχαμε ιδέα για το ποιος καλλιτέχνης επρόκειτο να βγει στη σκηνή. Δεν ξέραμε τίποτε. Ηταν σκέτη κόλαση αλλά και η απόλυτη ψυχαγωγία. Χαίρομαι που ανήκω στη γενιά εκείνων που μπορούσαν να διασκεδάσουν με το απόλυτο χάος».


Το τελευταίο βαλς


Δύο χρόνια μετά την εμπειρία του στο Γούντστοκ ανέθεσαν στον Σκορσέζε τη γενική εποπτεία του μοντάζ στο ντοκυμαντέρ για τον Ελβις Πρίσλεϊ «Elvis on Tour». Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του σκηνοθέτη σε σχέση με τη μουσική ήρθε το 1978 όταν ο Ρόμπι Ρόμπερτσον, αρχηγός των Band, ζήτησε από τον Σκορσέζε να κινηματογραφήσει την αποχαιρετιστήρια συναυλία του συγκροτήματός του, η οποία δόθηκε στο Γουίντερλαντ του Σαν Φρανσίσκο. Τη συναυλία τίμησαν αρκετοί φίλοι των Band: ο Νιλ Γιανγκ, ο Νιλ Ντάιμοντ, ο Μάντι Γουότερς, ο Ρίνγκο Σταρ, ο Βαν Μόρισον και ο Μπομπ Ντίλαν, ο οποίος δεν ήθελε να εμφανιστεί στην ταινία επειδή εκείνη την εποχή μια άλλη ταινία του, το «Reynaldo & Clara», επρόκειτο να παιχτεί στις αίθουσες. Ο Ντίλαν δεν ήθελε δύο ταινίες του να συναγωνισθούν στα ταμεία, όμως τελικά ο Σκορσέζε τον έπεισε. Το φιλμ ονομάστηκε «Το τελευταίο βαλς» και θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά μουσικά ντοκουμέντα των τελευταίων δεκαετιών.


Στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν από το «Το τελευταίο βαλς» ως το «Shine a light», ο Μάρτιν Σκορσέζε ανέλαβε αρκετές ακόμη δουλειές «μουσικού περιεχομένου». Το 1987 σκηνοθέτησε το video clip του τραγουδιού «Bad» του Μάικλ Τζάκσον, μια κάθε άλλο παρά ευχάριστη εμπειρία, γιατί ο Σκορσέζε δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με τον εκκεντρικό τραγουδιστή που επέμενε να παριστάνει τον σκηνοθέτη. Το 2003 το πάθος του για τα Blues εκφράστηκε με τη συμβολή του για τη δημιουργία επτά ταινιών γύρω από αυτή τη μουσική. Στη σειρά «The Blues» συμμετέχουν επίσης με ταινίες τους ο Κλιντ Ιστγουντ, ο Βιμ Βέντερς, ο Τσαρλς Μπερνέτ και ο Μάικ Φίγκις. Λίγο αργότερα, ο Σκορσέζε ανέλαβε τη σκηνοθεσία του ντοκυμαντέρ «No direction home» για τον Ντίλαν. Οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αλλά η Columbia/SME Records και ο μάνατζερ του Ντίλαν παραχώρησαν σπανιότατο (και αχρησιμοποίητο ως τότε) υλικό στον Σκορσέζε.


Το «Shine a light» θα προβληθεί στην Ελλάδα τον Μάιο