Γιάννης Μόραλης

εικαστικά Γιάννης Μόραλης "Κάνω έκθεση λόγω κατεδαφίσεως" Τον συναντήσαμε, του μιλήσαμε, τον φωτογραφίσαμε λίγες ημέρες πριν από τα εγκαίνια Ο Γιάννης Μόραλης δείχνει στη συντάκτρια του «Βήματος» το σημείο στο οποίο πρέπει να τοποθετηθεί το έργο του «Αραία αραία, να φαίνονται ωραία» έλεγε χαριτολογώντας καθώς οι πίνακες, ακόμη τυλιγμένοι, έπαιρναν σιγά σιγά τη θέση τους στον χώρο, δίχως να

«Κάνω έκθεση λόγω κατεδαφίσεως»



«Αραία αραία, να φαίνονται ωραία» έλεγε χαριτολογώντας καθώς οι πίνακες, ακόμη τυλιγμένοι, έπαιρναν σιγά σιγά τη θέση τους στον χώρο, δίχως να φανερώνουν το περιεχόμενό τους. Με την καμπαρντίνα ριγμένη στους ώμους, το μπαστούνι ανά χείρας και τη διάθεση μικρού παιδιού, ο Γιάννης Μόραλης κατέβηκε το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, στην πλατεία Κολωνακίου, για να δώσει τις απαιτούμενες συμβουλές για την ανάρτηση των έργων του στους φρεσκοβαμμένους, λευκούς τοίχους. Δύο ημέρες αργότερα θα ακολουθούσαν τα εγκαίνια της έκθεσης (σ.σ.: πραγματοποιήθηκαν με κάθε λαμπρότητα το βράδυ της περασμένης Πέμπτης) με τα δέκα καινούργια έργα του.


Αυτή όμως ήταν η δεύτερη πράξη της συνάντησης με τον Γιάννη Μόραλη, τον ζωγράφο της γενιάς του ’30, που εκθέτει σήμερα, εν έτει 2006, την τελευταία του δουλειά. Η πρώτη συνάντησή μας πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες νωρίτερα, ένα Σάββατο μεσημέρι, στον ίδιο χώρο, με παρόντες τους συναδέλφους του, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τους μπογιατζήδες, να ασπρίζουν τους τοίχους της γκαλερί. «Ηρθα να δω τον κατάλογο και την αφίσα» είπε στη Δάφνη Ζουμπουλάκη, που τον περίμενε μαζί με την Πέγκυ Ζουμπουλάκη. Στην παρέα δεν άργησαν να προστεθούν κάποιοι μαθητές της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών που ήξεραν για την προετοιμασία και κατέβηκαν για μια αφιέρωση – στον κατάλογο ή στην αφίσα – η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα και λίγοι γνωστοί που είχαν τη χαρά να συναντηθούν και να φωτογραφηθούν μαζί του. Ακούραστος και φιλικός προς όλους, ο Γιάννης Μόραλης υπέγραφε αφιερώσεις σε όποιον του το ζητούσε. Και θυμήθηκε μια ιστορία:


«Πρωτοπήγα στη σχολή να διδάξω τον Φεβρουάριο του 1948 – είχα εκλεγεί το 1947. Στο τέλος εκείνης της πρώτης χρονιάς ένας μαθητής ήρθε να με καλέσει στην έκθεσή του και μου ζήτησε να του γράψω δυο λόγια. Οπως και έκανα. Πέρασε ο καιρός και τη νέα σχολική περίοδο ένας φίλος του με κάλεσε στη δική του έκθεση. Πήγα και σ’ αυτόν και του έγραψα κάτι. Ερχεται μετά ο πρώτος και μου λέει: «Δάσκαλε, ο άλλος είναι καλύτερος από μένα και του γράψατε καλύτερα λόγια;». Εγώ δεν θυμόμουν ούτε τι έγραψα στον έναν ούτε τι έγραψα στον άλλον. Γι’ αυτό και από τότε δεν γράφω τίποτα και σε κανέναν. Κάνω μια αφιέρωση – με αγάπη – μαζί με την υπογραφή μου…».


Ενα δίσκος με ποτήρια, κόκκινο και λευκό κρασί, τυριά και ψωμί είχαν τοποθετηθεί στο μεγάλο γυάλινο τραπέζι, στο οποίο ο ίδιος πήρε θέση για να παρατηρήσει κάθε λεπτομέρεια της αφίσας και του καταλόγου. Τα χρώματα, οι λεπτομέρειες, το «στήσιμο» των σελίδων, οι λεζάντες: όλα πέρασαν από τον έλεγχό του για να καταλήξουν σε επιδοκιμασίες για την εκτύπωση και τα χρώματα. «Καλούτσικα δεν γράφω;» μου λέει καθώς κοιτάμε μαζί μια φωτογραφία – λεπτομέρεια από τον κατάλογο, όπου βάζει το όνομά του στα λατινικά στο πίσω μέρος ενός έργου του. «Σε αυτό εδώ το ερωτικό (σ.σ. έργο Νο5, «Ερωτικό» 2002, λάδι σε πανί, 162 x 130 cm) η μεγάλη αντίθεση έρχεται με το έντονο λευκό. Ετσι έχεις την αίσθηση του ερωτικού». Και συμπλήρωσε χαριτολογώντας: «Ωραίος κατάλογος. Ωραία τον τύπωσε. Καλύτερος κι απ’ τα έργα!». Φυλλομετρώντας στις σελίδες και φθάνοντας στο τελευταίο, το δέκατο έργο, σταμάτησε για να μου πει. «Το αγαπώ ιδιαίτερα. Είναι η «Ελπίδα»… το καταλαβαίνεις ότι υπάρχει ελπίδα, μέσα από τα ανοίγματα».





«»Κάνω έκθεση λόγω κατεδαφίσεως» λέω σε όποιον με ρωτάει», και για άλλη μια φορά το χιούμορ που τον χαρακτηρίζει βγαίνει από μέσα του αβίαστα. Δουλεμένα στην Αίγινα, με τη θάλασσα πανταχού παρούσα στα περισσότερα, ο έλληνας ζωγράφος βαδίζει αισίως στο 91ο έτος της ηλικίας του. «Γεννήθηκα το 1916 και το 16 μου αρέσει» προσθέτει και εξηγεί το γιατί: «Παντρεύτηκα την πρώτη μου γυναίκα στις 16 ενός καλοκαιρινού μήνα, όπως και τη δεύτερη σύζυγό μου και μητέρα του γιου μου, τη Λυμπεράκη, τη γλύπτρια. Ο γιος μου γεννιέται 16 του μηνός… Κι αυτά είναι τα πρόχειρα που μου ‘ρχονται στο μυαλό. Εχω μάθει λοιπόν να μου αρέσει αυτός ο αριθμός… Δεν είμαι προληπτικός αλλά μια σειρά πραγμάτων μπορεί να σε κάνουν» λέει και διηγείται ιστορίες συμπτώσεων που αφορούν τη ζωή του. Οπως εκείνη για την αδελφή του που πήγε σε καφετζού για να μάθει αν ο αρραβωνιαστικός της θα την παντρευτεί. Στον καφέ λοιπόν της είπε ότι ο αρραβωνιαστικός της θα παντρευτεί μια ορφανή. Και βγήκε σωστή η καφετζού αφού εν τω μεταξύ πέθανε ο πατέρας τους…


Αν στην πρώτη συνάντηση η παρέα μεγάλωσε και η ατμόσφαιρα πήρε τη μορφή «βεγγέρας», στη δεύτερη, την περασμένη Τρίτη το μεσημέρι, στην γκαλερί ήταν μόνον οι απολύτως απαραίτητοι για το στήσιμο της έκθεσης (κι εγώ). Σίγουρος για τις θέσεις που έπρεπε να πάρουν οι πίνακες στους τοίχους και πολύ χαρούμενος που έβλεπε τα πράγματα να παίρνουν τον τελικό δρόμο, ανέδυε την ηρεμία του ανθρώπου που το έχει ξαναζήσει αυτό πολλές φορές στη ζωή του, αλλά που απολαμβάνει αυτή τη «μια φορά ακόμα». Δεν στάθηκε λεπτό. Ορθιος, με το μπαστούνι του σε ρόλο μπαγκέτας διευθυντή ορχήστρας, οργάνωνε το τελικό αποτέλεσμα. Σε έναν χώρο που είναι το δεύτερο σπίτι του, όπου όλοι τον αγαπούν και όλους τους αγαπά, ο Γιάννης Μόραλης εκθέτει τα δέκα πιο πρόσφατα έργα του: Προσωπικά βιώματα, ευαισθησίες, αναμνήσεις και συναισθήματα κρύβονται πίσω από τα σχήματα και τα χρώματα της «Γοργόνας», των «Ερωτικών», της «Ελπίδας», του «Ζέφυρου», του «Καλοκαιριού», της «Μορφής», των έργων «Εκεί μακριά κοντά στη θάλασσα», «Κοντά στη θάλασσα» και «Χωρίς τίτλο». Ακρυλικά ή λάδια σε πανί, οι δέκα πίνακες μεγάλων διαστάσεων δεν είναι πάντως προς πώληση.


Μικρές και μεγάλες ιστορίες


Κάθε πίνακας αναρτήθηκε σε απόσταση εξήντα τεσσάρων εκατοστών από το πάτωμα. Ηταν σαφής για το πού πρέπει να μπει ποιο έργο. Παρόντες η Πέγκυ, η Δάφνη και ο Θοδωρής Ζουμπουλάκης. Η γνώμη του τελευταίου, που είναι και αρχιτέκτων, βάρυνε περισσότερο από όλους. Πανταχού παρών ο Πασχάλης, το δεξί του χέρι, όπως μου είπε. Για να προσθέσει ο Πασχάλης: «Δεν θα μπορούσα να είμαι το αριστερό του, μια που με αυτό ζωγραφίζει…».


Λοιπόν, ο Γιάννης Μόραλης γράφει με το δεξί και ζωγραφίζει με το αριστερό: «Μια φορά, πριν από πολλά χρόνια, είχα χτυπήσει το αριστερό μου χέρι και έπρεπε να σχεδιάσω δύο πορτέτα. Σκέφθηκα λοιπόν ότι αφού γράφω με το δεξί, θα μπορώ να ζωγραφίσω και με το δεξί… Οταν τελείωσα τα πορτρέτα, τα είδε ο Τσαρούχης και μου είπε: «Αυτά είναι τα καλύτερα που έχεις κάνει ποτέ!»».


Παραμονές της έκθεσης και εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας της Αρτας ήρθαν στην Αθήνα να του ανακοινώσουν ότι στη Δημοτική Πινακοθήκη της ιδιαίτερης πατρίδας του θα δώσουν το όνομά του. Αντιμετώπισε έκπληκτος το γεγονός, με σεμνότητα και χαρά, σαν να τον τιμούσαν περισσότερο από όσο ο ίδιος τίμησε την Αρτα. «Μα δεν είναι συγκινητικό;» σχολίασε πανευτυχής, σαν να μην ήταν αυτονόητο…


Εχετε μετρήσει ποτέ τις εκθέσεις σας; τον ρώτησα: «Η πρώτη ατομική που έκανα ήταν το 1959 στον Αρμό, στην οδό Ηρακλείτου. Ηταν έργα που είχα παρουσιάσει στην Μπιενάλε της Βενετίας και αλλού. Δεν πήγα όμως στα δικά μου εγκαίνια. Προτίμησα να πάω σε άλλη έκθεση. Με είδαν εκεί και με ρώτησαν γιατί δεν είμαι στην έκθεσή μου. Κι εγώ τους απάντησα: «Εστειλα τον γιο μου»».


Ξέρει ότι θα χρειασθεί να βάλει πολλές φορές την υπογραφή του διαρκούσης της έκθεσης και προετοιμαζόταν γι’ αυτό: «Εχω καθαρίσει τις πένες μου, έχω ανταλλακτικά, είμαι έτοιμος» μας έλεγε.


Η έκθεση ζωγραφικής του Γιάννη Μόραλη, με δέκα έργα (2002 – 2006), παρουσιάζεται στην γκαλερί Ζουμπουλάκη της πλατείας Κολωνακίου, ως τις 16 Δεκεμβρίου. Ωρες λειτουργίας: από Τρίτη ως Παρασκευή 10.00 – 14.00 & 18.00 – 21.00, Σάββατο 10.00 – 14.00.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.