«Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να τους αποκεφαλίσουμε όλους» έγραφε με αυθεντική πικρία τον Δεκέμβριο του 1943 ο στρατηγός Αουγκουστ Βίντερ, αποτυπώνοντας με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις απόψεις που επικρατούσαν στους κόλπους της ανώτατης γερμανικής διοίκησης σχετικά με την ανάσχεση των ελληνικών αντάρτικων ομάδων και τα αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού για ενέργειες εναντίον της Βέρμαχτ. Βέβαια, αν και παραδέχονταν την αδυναμία τους αυτή, οι Γερμανοί προσπάθησαν πάντα για το… καλύτερο. Ετσι εκατοντάδες άμαχοι στην περιοχή της κατεχόμενης Μακεδονίας κρεμάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους, αναρίθμητες γυναίκες βιάστηκαν κτηνωδώς και παιδάκια βασανίστηκαν στα χέρια στρατιωτών που φορούσαν ήδη στη στολή τους τον Σιδηρούν Σταυρό και άλλα ζηλευτά διάσημα ανδρείας.


Χολερικός, οξύθυμος, ωμός


Οταν τον Σεπτέμβριο του 1943 ο διοικητής του 2ου Τάγματος του 1ου Συντάγματος της Μεραρχίας Αστυνομίας Ες Ες ταγματάρχης Καρλ Σύμερς έφθασε στην Ελλάδα, ο μέχρι θανάτου αγώνας της Βέρμαχτ και των Ες Ες εναντίον του ΕΛΑΣ και των εγγλέζων σαμποτέρ του SOE υπό τον ταξίαρχο Μάιερς είχε εκτραχυνθεί εντελώς και η πολιτική αντιποίνων που εφήρμοζαν οι αρχές κατοχής είχε μπει σε νέα φάση κλιμάκωσης. Ο Σύμερς ήταν ένας τυπικός αξιωματικός που είχε αναδειχθεί μέσα από τη σκληρότητα του πολέμου στα μέτωπα της Ρωσίας. Οξύθυμος και χολερικός, με την παραμικρή αφορμή άναβε και κόρωνε, έτσι που η κρίση του θόλωνε εντελώς. Τότε αποκαλύπτονταν όλη του η ωμότητα και το αβυσσαλέο μίσος για τους κατακτημένους πληθυσμούς. Λίγες ημέρες μετά την άφιξή του στη Θεσσαλία διέταξε μαζικές εκτελέσεις αμάχων στην πόλη της Λάρισας, ως αντίποινα για τη δράση των «συμμοριτών».


Τον Δεκέμβριο ο Σύμερς, ο οποίος είχε ήδη προαχθεί στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και λίγο αργότερα θα γινόταν συνταγματάρχης, ετέθη επικεφαλής της επιχείρησης «Ιππόκαμπος» με στόχο να εκκαθαρίσει τον Βόρειο Ολυμπο από τη δράση των αντάρτικων ομάδων. Δεκάδες άμαχοι που βρέθηκαν στον δρόμο των στρατιωτών του εκτελέστηκαν για παραδειγματισμό, πολλά χωριά στην ευρύτερη περιοχή πυρπολήθηκαν, ενώ στις 27 Ιανουαρίου 1944 κατελήφθη για μία ακόμη φορά το Ελατοχώρι. Οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους κατάφεραν να διαφύγουν στα γύρω υψώματα, αλλά οι γυναίκες και τα παιδιά συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην κεντρική πλατεία. Οι Γερμανοί πυρπόλησαν 90 σπίτια και το απόγευμα διέταξαν τα γυναικόπαιδα και έναν μικρό αριθμό ανδρών που εν τω μεταξύ είχαν συλλάβει να κατευθυνθούν πεζή προς τη Ρητίνη. Φθάνοντας η πομπή των αμάχων στη θέση Παλαιοπαναγιά, δέχθηκε πυρά όλμων από ένα γερμανικό στοιχείο βαρέων όπλων που είχε εγκατασταθεί στο διπλανό αντέρεισμα, στη θέση Τζιαρνόχοβα. Τριάντα ένα συνολικά άτομα έπεσαν νεκρά, εκ των οποίων τα 4 ήσαν άνδρες, τα 17 γυναίκες και τα 10 παιδιά. «Τα γεγονότα στο Ελατοχώρι», σημειώνει ο Δορδανάς, «δεν συνιστούν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Από τις αρχές του 1944 οι μαζικές εκτελέσεις αμάχων, είτε στο πλαίσιο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων είτε με τη μορφή της αντεκδίκησης και των αντιποίνων για προηγούμενες επιθέσεις των ανταρτών, ήταν αυτές που αποτέλεσαν τον κανόνα της γερμανικής κατοχικής συμπεριφοράς έναντι των αμάχων και όχι την εξαίρεση. Το ίδιο διάστημα όμως πλήθαιναν και οι αφορμές που ο ΕΛΑΣ παρείχε στις γερμανικές δυνάμεις, πραγματοποιώντας επιθέσεις με ασήμαντα στρατιωτικά οφέλη».


Ηταν σαν πεταμένα χαρτιά


Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση σε όλη τη διάρκεια του 1944. Μετά την επιχείρηση «Elefant», στην οποία συμμετείχαν μόνο γερμανικά τμήματα, άρχισαν οι προετοιμασίες για τη διεξαγωγή μιας κοινής γερμανο-βουλγαρικής εκκαθαριστικής επιχείρησης στους ορεινούς όγκους του Πάικου, της Τζένας και του Καϊμακτσαλάν, η οποία πήρε την κωδική ονομασία «Wolf» («Λύκος»). Στο τέλος της επιχείρησης ο απολογισμός ήταν ιδιαίτερα «ευνοϊκός» για τους Γερμανούς: «254 εχθροί νεκροί, πάνω από 400 συλληφθέντες ως ύποπτοι συνεργασίας με τους συμμορίτες». Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, οι βουλγαρικές δυνάμεις εκτέλεσαν 114 αμάχους και σε αυτούς ήρθαν να προστεθούν και οι εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς. Μόνο κοντά στο χωριό Λυκόστομο οι τελευταίοι σκότωσαν 41 άτομα. Ο Σύμερς και οι συνεργάτες του είχαν αποχαλινωθεί. Οπως θυμάται ο γερμανός φρούραρχος της Κοζάνης Αλφρεντ Μάτιγκ, ο συνταγματάρχης Σύμερς εμφανίστηκε κάποια μέρα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της πόλης απαιτώντας την εκτέλεση 100 ομήρων για τον εξιλασμό δύο στρατιωτών του που σκοτώθηκαν από αντάρτες. Ο Μάτιγκ επικοινώνησε με τους ανωτέρους του και, όταν δεν έλαβε απάντηση, υπέθεσε ότι η εκτέλεση των ομήρων είχε ματαιωθεί. Σε λίγες ημέρες όμως έφθασε μια διαταγή που όριζε ότι θα πρέπει να εκτελεστούν αμέσως 60 πολίτες. Οπως φαίνεται, τα διαβήματα του Σύμερς είχαν φέρει αποτέλεσμα.


Στο πλαίσιο μιας άλλης εκκαθαριστικής επιχείρησης, την άνοιξη του 1944, ο συνταγματάρχης διέταξε την καταστροφή της Κλεισούρας Καστοριάς. Οπως κατέθεσε ένας από τους λίγους διασωθέντες κατοίκους της κωμόπολης, «το βράδυ, όταν γυρίσαμε, βρήκαμε τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας πεταμένα σαν χαρτιά που ο άνεμος τα έχει πετάξει». Με βάση τα στοιχεία, οι εκτελεσμένοι της 6ης Απριλίου ήσαν 217. Κάποιοι άκουσαν τον Σύμερς να ανταλλάσσει τηλεφωνικά τα εξής λόγια με τον διοικητή του Ορτμαν:


Ορτμαν: «Σήμερα είναι η προκαθορισμένη ημέρα για την εκτέλεση των ανδρών. Τι θα κάνουμε με τις γυναίκες;».


Σύμερς: «Τι; Δεν είναι γυναίκες, είναι θηλυκοί σκοπευτές, πρέπει επίσης να εκτελεστούν!».