Ο Βρετανός που επηρεάστηκε από τον Καβάφη

επέτειος Ο Βρετανός που επηρεάστηκε από τον Καβάφη Τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Γ. Χ. Οντεν και η «ελληνική» παρέμβαση σε μια ασυνήθιστη βιογραφία ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ Ο Οντεν και η Ερικα Μαν λίγο μετά τον γάμο τους. Αν και οι δύο ομοφυλόφιλοι, ο Οντεν παντρεύτηκε τη Μαν για να μπορέσει αυτή να αποκτήσει βρετανικό διαβατήριο και να εγκαταλείψει τη χιτλερική Γερμανία «Οι βιογραφίες



«Οι βιογραφίες των συγγραφέων είναι πάντοτε επιφανειακές και συνήθως κακόγουστες» είχε πει ο Οντεν προς το τέλος της ζωής του. Το ίδιο πίστευαν όλοι σχεδόν οι μοντερνιστές, αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό να αποθαρρύνει τους βιογράφους τους. Εχει όμως ιδιαίτερη σημασία, γιατί εκφράζει μια στάση όχι μόνο απέναντι στην τέχνη αλλά και στην ίδια τη ζωή. Αν ο ποιητής ζούσε, θα συμπλήρωνε τον περασμένο μήνα τα 100 του χρόνια. Τι σημαίνει όμως για τα παγκόσμια Γράμματα αυτή η επέτειος; Τι σημαίνει ειδικότερα για την ελληνική λογοτεχνία;


Ο Γκαίτε του Ατλαντικού


Ο Οντεν ανήκει στους λιγότερο μεταφρασμένους μεγάλους ποιητές του 20ού αιώνα στη χώρα μας και τούτο θα το θεωρούσε κανείς τουλάχιστον παράδοξο, αφού πρόκειται για ποιητή στον οποίο η επίδραση της αρχαίας ελληνικής παράδοσης – αλλά και του Καβάφη – είναι τεράστια. Η σημασία του έργου αυτού του «μικρού Γκαίτε του Ατλαντικού», όπως φιλοδοξούσε ο ίδιος να γίνει όταν εγκατέλειπε την Αγγλία το 1939 για να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, είναι σήμερα μεγαλύτερη από τον καιρό που ζούσε.


Η μελέτη της ζωής και του έργου του Οντεν αποκαλύπτει μια προσωπικότητα πολύ πιο σύνθετη από αυτήν που ήδη γνωρίζαμε, έναν πολυσχιδή ποιητή, δοκιμιογράφο, κριτικό, λιμπρετίστα και ανθολόγο, τον οποίο ο μαθητής του Γιόζεφ Μπρόντσκι χαρακτήρισε «το σπουδαιότερο μυαλό του 20ού αιώνα». Είκοσι τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του Οντεν ήταν αρκετά για να αποδειχθεί ότι το ποιητικό του έργο (περίπου 400 ποιήματα) καλύπτει ένα εμφανώς ευρύτερο φάσμα από εκείνο του Ελιοτ ή του Πάουντ και ότι η επιμονή του να αναθεωρεί συνεχώς τα ποιήματά του σε κάθε νέα έκδοση των Απάντων του χαρακτηρίζει έναν απολύτως συνειδητό δημιουργό, ο οποίος εργαζόταν ακατάπαυστα ώστε η μελλοντική του εικόνα να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο ιδεώδες του για μια ποίηση που θα χαρακτηριζόταν από την οξύτητα ενός σύγχρονου ιδιώματος, ικανού ωστόσο να μιλήσει και στις καρδιές των αυριανών αναγνωστών.


Η ευχέρεια του Οντεν να γράφει κάθε μέρα και για οποιοδήποτε θέμα υπήρξε εκπληκτική, πιο εκπληκτικό όμως ήταν το γεγονός ότι τα κείμενά του δεν πάσχουν από τα γνωστά ελαττώματα των γραφομανών. Κανένας άλλος δεν οικειοποιήθηκε με τη δική του ικανότητα τη ρητορική της εποχής του (αυτό που αλλιώς το αποκαλούμε επικαιρότητα), αλλά και κανένας δεν έδωσε τη δική του μάχη εναντίον αυτής της ρητορικής, πολλές φορές με τεράστιο προσωπικό κόστος. Ποιος ποιητής, λ.χ., θα τολμούσε να αφαιρέσει από τα Απαντά του ως ανειλικρινές ένα ποίημα σαν την Ισπανία ή την 1 Σεπτεμβρίου 1939; Το τελευταίο ο ίδιος το χαρακτήρισε «σκουπίδι» και «άθλιο ψέμα», «προσβεβλημένο από αθεράπευτη ανειλικρίνεια».


Δεν είναι παράξενο που ο Οντεν θαύμαζε τον Καβάφη (για τον οποίο έγραψε ότι αν δεν τον είχε διαβάσει η δική του ποίηση θα είχε πάρει άλλον δρόμο) και τον Μπρεχτ. Φιλοδοξία του ήταν να αποτελέσει για τον αγγλόφωνο κόσμο ό,τι ο Μπρεχτ για τον γερμανόφωνο. Οι τρεις αυτοί ποιητές εισήγαγαν στην ποίηση την Ιστορία ή καλύτερα μπήκαν στην Ιστορία μέσω της ποίησης. Γράφοντας την 1 Σεπτεμβρίου 1939 (ημέρα που ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος) σε ένα καφενείο της Νέας Υόρκης ο Οντεν συνέλαβε την «ακατονόμαστη οσμή του θανάτου» που έμελλε να στοιχειώσει και τη μεταπολεμική εποχή. Ηταν ένα ποίημα διαμαρτυρίας για τη σφαγή που θα ακολουθούσε και το πρώτο όπου ο Χίτλερ χαρακτηρίζεται «ψυχοπαθής θεός», χαρακτηρισμός που πέρασε στην Ιστορία.


Για τους διανοουμένους, τους καλλιτέχνες και τους συγγραφείς ο 20ός αιώνας ήταν ένας αιώνας εξορίας. Ο ίδιος ήταν τυπικό παράδειγμα του αυτοεξόριστου. Πολύ νέος, με την έκδοση του πρώτου του βιβλίου το 1933, έφερε μια μικρή επανάσταση στην ποιητική γραφή δημιουργώντας ένα νέο ποιητικό ιδίωμα με υλικά της καθημερινότητας. Αλλά ο Οντεν έξι χρόνια αργότερα γύριζε σελίδα. Το 1939 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, για να μοιράσει εφεξής τη ζωή του ανάμεσα σε τρεις χώρες, την Αγγλία, τις ΗΠΑ και την Αυστρία, περνώντας από διαδοχικές προσωπικές κρίσεις και μεταστροφές, οι οποίες ωστόσο δεν μετέβαλαν ριζικά το έργο του – από την Αριστερά της νεότητάς του στον θρησκευτικό προβληματισμό της ωριμότητάς του -, γι’ αυτό και, παρά τον «αλεξανδρινισμό», για τον οποίο αδίκως τον κατηγόρησαν μια εποχή, δεν έγινε ποτέ ποιητής του κατεστημένου.


Ενα πλάσμα γενναιόδωρο


Ο Οντεν ήταν από τα πλέον γενναιόδωρα πλάσματα. Εζησε μια αβέβαιη ζωή, χωρίς σταθερό εισόδημα και μόνιμο επάγγελμα, και εν τούτοις δεν είχε κανένα ίχνος από τη ματαιοδοξία που συνήθως διακρίνει τις διασημότητες. Αδιαφορούσε για την εμφάνισή του, φορούσε για χρόνια τα ίδια ρούχα, ήταν πολύ πιο σκληρός με το έργο του από ό,τι με το έργο των άλλων, ενώ η ομοφυλοφιλία του σε μια εποχή πολύ λιγότερο ανεκτική από τη σημερινή δεν τον οδήγησε σε ιδιοτροπίες ή αποστροφές, την ομολογούσε μάλιστα ανοιχτά και ζούσε με τους εραστές του, που δεν ήταν άλλωστε πολλοί.


Ας υπενθυμίσουμε εδώ δύο περιπτώσεις ενδεικτικές της γενναιοδωρίας του: Η πρώτη ήταν το 1935, όταν ο Οντεν έκανε έναν λευκό γάμο με την κόρη του Τόμας Μαν, Ερικα, που ήταν λεσβία, προκειμένου η τελευταία να αποκτήσει βρετανικό διαβατήριο και να φύγει από τη χιτλερική Γερμανία. Ο ποιητής κράτησε το γεγονός μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ο γάμος αυτός τυπικά διήρκεσε ως τον θάνατο του Οντεν. Η δεύτερη αφορά την περίπτωση του Γιόζεφ Μπρόντσκι, ο οποίος μεγάλο μέρος της φήμης του το οφείλει στον Οντεν που όταν ο Μπρόντσκι κατέφυγε στη Δύση τον βοήθησε ηθικά και οικονομικά – μετέφρασε μάλιστα και κάποια ποιήματά του.


Οι δύο μεγάλοι του έρωτες υπήρξαν ο συγγραφέας Κρίστοφερ Ισεργουντ, με τον οποίο ταξίδεψε στην Κίνα το 1938 και έναν χρόνο αργότερα αναχώρησαν μαζί για τη Νέα Υόρκη, και ο ποιητής Τσέστερ Κάλμαν, τον οποίο ο Οντεν γνώρισε στη Νέα Υόρκη. Ο δεσμός τους θα κρατούσε 20 χρόνια και από κοινού θα έγραφαν τα λιμπρέτα για όπερες του Στραβίνσκι, του Μπρίτεν και Χανς Βέρνερ Χέντσε. Από κοινού επίσης θα μετέφραζαν τα λιμπρέτα από τις όπερες του Μότσαρτ «Μαγικός Αυλός» και «Ντον Τζιοβάνι».


Ο Τσέστερ Κάλμαν μετά τον θάνατο του Οντεν το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου δύο χρόνια αργότερα πέθανε αλκοολικός και απένταρος. Ο θάνατός του πέρασε εντελώς απαρατήρητος.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.