Δεκαετία του 1960, στο ολόφωτο Μόντε Κάρλο. Ο Φοίβος Ραζής και η (μελλοντική) γυναίκα του Ντανιέλ δειπνούν στο Hotel de Paris. Στο διπλανό τραπέζι ακούγεται η λογομαχία ενός ζευγαριού σε οξυμένους τόνους. Είναι ο Αριστοτέλης Ωνάσης και η Μαρία Κάλλας. «Μπορούσα και άκουγα τη στιχομυθία τους, που ήταν πραγματικά μνημείο ευγένειας. Ακουγόντουσαν κάτι εκφράσεις του τύπου «ρε παλιοβαρκάρη που σε έκανα άνθρωπο» ή «μωρή, που σε βρήκα στο παλκοσένικο και σε έκανα σταρ». Εγώ δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα γέλια μου και προσπαθούσα να μεταφράσω στην Ντανιέλ. Ο Ωνάσης κάτι πρέπει να κατάλαβε και γύρισε προς εμένα και ρώτησε: «Μήπως είστε Ελληνας; » «Ναι, εγώ είμαι Ελληνας και η κυρία ξένη» του απάντησα, οπότε μας κάλεσε στο τραπέζι του να μας προσφέρει μια σαμπάνια. Καθίσαμε στο τραπέζι του και πιάσαμε κουβέντα στα αγγλικά για να καταλαβαίνει και η Ντανιέλ και μετά από ώρα φύγαμε».


Την κρίσιμη ώρα, όταν ο άνθρωπος πατάει το πόδι του στο φεγγάρι, όταν ο Κένεντι δολοφονείται, όταν… Κάποιοι άλλοι παρατηρούν τα ταραχώδη γεγονότα που σφράγισαν την εποχή τους και άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας, προστατευμένοι στο κουκούλι της ντόλτσε βίτα. Η αυτοβιογραφία του Φοίβου Ραζή οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα ξέφρενο ταξίδι με σταθμούς τις πόλεις όπου θάλλει η κοσμοπολίτικη ζωή από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα: Ρώμη, Βενετία, Παρίσι, Σαιν Τροπέ, Ντοβίλ, Μεζέβ, Σαιν Μόριτζ… Ενα ανάγνωσμα που «αιθεροβατεί» στο σύμπαν της «καλής» ζωής. Στο βιβλίο γίνεται μια ατελείωτη παράθεση ονομάτων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σημάδεψαν την εποχή τους: από τον Ζαν Κοκτό και τον Ζαν Μαρέ, την Τζίνα Λολομπρίτζιτα, την Αννα Μανιάνι ως τον Νιάρχο, τον Ωνάση, τον Γουλανδρή, τον Πολ Λουί Βελέρ (ιδρυτή της Air France) και πολλούς πρίγκιπες. Η αυτογραφία «κλείνει» με τον γάμο του Φοίβου Ραζή με τη Γαλλίδα Ντανιέλ, κόρη του ηθοποιού Τζον Λόντερ, μανεκέν στο Παρίσι τη δεκαετία του 1960. Η αυτοβιογραφία του Ραζή μένει δυστυχώς ημιτελής εξαιτίας του απροσδόκητου θανάτου του πέρυσι. Στην Αθήνα, όπως αφήνει να εννοηθεί στον πρόλογό της η κόρη του Ιζαμπέλ, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε πλέον μια ήπια οικογενειακή ζωή. Με την Ντανιέλ, τις δύο κόρες και τα πέντε εγγόνια του, που εξακολουθούν να τον θυμούνται.


Απογείωση στη χώρα των λίγων


Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο Φοίβος Ραζής αποφασίζει να παρακολουθήσει μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, στο Παρίσι, αφού, όπως γράφει, είδε «ότι ο καιρός δεν πέρναγε μόνο με γνωριμίες, με βόλτες και δεξιώσεις». Ανάμεσα στους καθηγητές του περιλαμβάνεται και ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Γαλλίας Ζορζ Πομπιντού. Κάποια στιγμή, όταν ο έλληνας σπουδαστής προθυμοποιείται να φέρει εις πέρας κάποιο θέλημα για χάρη του καθηγητή του, γνωρίζονται καλύτερα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα ο Πομπιντού δρούσε τότε ως μεγαλοσύμβουλος της ισχυρής οικογένειας των Ρότσιλντ και σύντομα θα πρότεινε τον «προστατευόμενό» του για το πόστο των δημοσίων σχέσεων στις τραπεζικές τους επιχειρήσεις.


Ο ενθουσιώδης νέος θα διεισδύσει και θα επεκταθεί και σε άλλους τομείς των συμφερόντων των Ρότσιλντ, δρώντας τελικά ως «πρόσωπο» του ομίλου. Και κάπως έτσι θα δικτυωθεί με τους πλούσιους και διάσημους της οικουμένης. Θα γίνει αγαπητός στην αφρόκρεμα του τζετ σετ. Ηταν ο έλληνας playboy της εποχής, με τις ωραίες γυναίκες, τις Mazeratti, τα πάρτι, τα σπορ, το σκι, το κυνήγι και το… καζίνο.


Φοίβος και Φοίβος


Τι συνέδεε αυτό το αγόρι από την Καβάλα με τους ευρωπαίους αριστοκράτες και τους αμερικανούς μεγιστάνες; Πέρα από τα όποια τυπικά προσόντα, ο Φοίβος διέθετε το ακαταμάχητο «προσόν» του κάλλους. Εκείνο που από τα βάθη της Ιστορίας καταρρίπτει τα κοινωνικά ταμπού. Καθώς προκύπτει από τις αφηγήσεις του, από τα επίθετα που του απέδιδαν γυναίκες και άνδρες, από τους κόλακες που τον περιτριγύριζαν, το παρουσιαστικό του Φοίβου Ραζή παρέπεμπε στο μυθολογικό αρχέτυπο του θεού Απόλλωνα. Ο ίδιος δεν διστάζει να το τονίσει ευκαιρίας δοθείσης: «Ηταν η εποχή της μετάβασής μου από την εφηβεία στην ανδρική ηλικία και δεν είχα διαπιστώσει ότι γινόμουνα, όπως λέγανε, «ένας ωραίος άνδρας». Και να πώς άρχισα να το διαπιστώνω: Θυμάμαι ότι μια φορά πήγαμε για μπάνιο στη Γλυφάδα, εκεί που είναι σήμερα τα Αστέρια. Ακουσα λοιπόν κάποια κολακευτικά σχόλια από κάποιες κολυμβήτριες που βρισκόντουσαν εκεί. Τότε συνειδητοποίησα ότι το μέχρι τότε άχαρό μου σώμα, όπως το είχα κρίνει εγώ, έπαιρνε μορφή – όπως λέγανε τότε ορισμένοι Αθηναίοι μάλλον κολακευτικά – «αρχαίας τελειότητας»».


Το 1947 ο Φοίβος Ραζής συνάντησε τον σπουδαίο γάλλο συγγραφέα, ζωγράφο και σκηνοθέτη Ζαν Κοκτό, ο οποίος βρισκόταν στην Αθήνα μαζί με τον γνωστό ηθοποιό Ζαν Μαρέ.


Ηταν η εποχή που σχεδίαζαν να γυρίσουν τον «Ορφέα», αυτή την ποιητική ταινία που ζωντάνεψε τον μύθο στην οθόνη, δίνοντας στον Θάνατο τη μορφή της γυναίκας, που την ενσάρκωσε η μεγάλη Μαρία Καζαρές. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, τού προτάθηκε ο ομότιτλος ρόλος αλλά τον αρνήθηκε λόγω μιας εκκρεμότητας με τη στρατιωτική του θητεία. «Εξ ου και ο μύθος για μια καριέρα στο σινεμά, που πρέπει να πω πως ουδέποτε επεδίωξα και ούτε εξάλλου έγινε». Ο Μαρέ βέβαια επισκέφθηκε ξανά την Ελλάδα και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Ραζή για δεκαπέντε ημέρες. Εικόνες ζωντανές μέσα στο βιβλίο λόγω του απλοϊκού, άμεσου ύφους του Ραζή («το πιστεύετε;»). «Πηγαίναμε μαζί για μπάνιο με τους φίλους μου. Ηταν ένας άνθρωπος γεμάτος γέλιο και ανεμελιά».


Αλλοτε μας καθιστά «συνένοχους» στην παρακμή που ενίοτε συνοδεύει τον απροσμέτρητο πλούτο. Χωρίς δισταγμό, ο συγγραφέας διηγείται το πώς οι τρεις διασημότεροι πλεϊμπόι της Ευρώπης – Ρουμπιρόζα, Φρέντι Μακαμπόι και πρίγκιπας Ιγκόρ Τρούμπερσκοϊ – σκαρφίστηκαν ένα σχέδιο ιδιοποίησης της περιουσίας της Μπάρμπαρα Χάτον. Οποιος την παντρευόταν θα μοιραζόταν τα λεφτά της με τους υπόλοιπους.


Στο παιχνίδι της κατάκτησης νικητής βγήκε ο πρίγκιπας. Δεν τήρησε όμως τη συμφωνία. «Αυτό δεν του το συγχώρεσαν και κάποια φορά τον σπάσανε στο ξύλο». Υστερα από χρόνια η Μπάρμπαρα συνάντησε τον Ρουμπιρόζα – και οι δύο πλέον χωρισμένοι. Του πρότεινε σπίτι στο Παρίσι με κήπους και άλογα πολλά. Και έτσι ξανάγινε γαμπρός.


Στο Μόντε Κάρλο ο Ραζής επιβιβάστηκε για πρώτη φορά στην «Κρεολή» του Νιάρχου: «Επάνω ήταν τα ωραιότερα κορίτσια της Κυανής Ακτής ανάμεσα σε ηχηρά ονόματα από τον καλλιτεχνικό κόσμο, τις επιχειρήσεις κ.λπ.». Ενα από αυτά τα κορίτσια θα διεκδικήσει σθεναρά τον ωραίο Φοίβο, θα εισβάλει στην καμπίνα του, ενώ αργότερα εκείνος θα μάθει πως η κοπέλα ήταν η εκλεκτή του οικοδεσπότη. «Μη στεναχωριέσαι, μου χρωστάς ένα κορίτσι» απάντησε αδιάφορα ο κροίσος. Σε κάποιο πάρτι του Πολ Λουί Βελέρ όπου θα συναντιόνταν πολύ αργότερα, ο Νιάρχος γνώρισε και, όπως φαίνεται, κατέκτησε τη χιλιανή καλλονή Ντόρις Κλάινερ, χήρα του Γιουλ Μπρίνερ, «και νομίζω πως αυτήν ζήλεψε η Ευγενία και στη συνέχεια τη βρήκαν νεκρή στη Σπετσοπούλα. Την Ευγενία ποτέ δεν την είδα μαζί του»… Ομως γι’ αυτή τη σκοτεινή ιστορία ο Ραζής δεν λέει απολύτως τίποτε.


Τα πολλά για τους λίγους και τους πολλούς


Η αυτοβιογραφία του Φοίβου Ραζή δεν διαθέτει φυσικά λογοτεχνική αξία – ούτε και διεκδικεί τέτοιες δάφνες. Είναι όμως ειλικρινής, έχει επομένως την αξία του ντοκουμέντου και φωτίζει το παρασκήνιο μιας ολόκληρης εποχής – κι ας βρίθει αφελειών και κοινοτοπιών. Το πομπώδες ύφος του Ζάχου Χατζηφωτίου στην εισαγωγή «κλωτσάει» κάνοντας πιο έντονες τις αδυναμίες του βιβλίου. «Οταν θα διαβάσετε αυτό το βιβλίο» σημειώνει «θα αντιληφθείτε πως η ζωή όταν θέλει χαρίζει τόσα πολλά σε τόσους λίγους ανθρώπους». Βέβαια είναι ζήτημα αξιολόγησης το τι σημαίνουν τα πολλά για τους πολλούς. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.