Ποιος ήταν ο αληθινός Τζακ Κέρουακ; Παρ’ ότι κυκλοφόρησε στα ελληνικά πριν από έξι χρόνια η βιογραφία του από την Ανν Τσάρτερς (μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις Printa, 2002), έρχεται τώρα το τελευταίο μυθιστόρημά του Πικ, ένα τρυφερό άσμα στη χαμένη αθωότητα, σε πολύ καλή μετάφραση του ποιητή Γιάννη Λειβαδά πάλι, για να μας θυμίσει τις αληθινές ευαισθησίες του ανθρώπου που πέθανε στα 47 του, το 1969, απογοητευμένος παρ’ όλη τη δόξα. Μοναδική συντροφιά στο τέλος, εκτός από το ποτό, η ελληνικής καταγωγής τρίτη σύζυγός του Στέλλα Σάμπας (Σταυρούλα Σαμπατακάκου, 1918-1990) και η ημιπαράλυτη μητέρα του.
Αμερικανικό ίνδαλμα
Πολιτικά συντηρητικός, αντιμετώπιζε το επερχόμενο κίνημα των χίπις μάλλον με αποστροφή, και μπορούσε ο ίδιος να συνδυάζει τις άριστες επιδόσεις στο μπέιζμπολ με χαρτοπαιξία και φθηνό κρασί, όπως και με μια περίεργη έλξη για την Καθολική Εκκλησία. Ηταν τελικά ένα αμερικανικό ίνδαλμα που έμοιαζε πιο πολύ με τον Αντρέ Μπρετόν και τους σουρεαλιστές στο Παρίσι. Στους αμερικανούς μπίτνικς τον έφεραν κοντά οι επιρροές του από την τζαζ και τον βουδισμό, αλλά και τα παράφορα, άγρυπνα μερόνυχτα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Για κάποιο λόγο ο απόηχος εκείνης της εποχής έχει συχνά ελληνικό χρώμα. «Πολλοί από τους προσκυνητές του (ναι, μπορούμε να τους πούμε έτσι) έχουν μια ετήσια συνάντηση σε ένα (ελληνικό) εστιατόριο στο Λόουελ, όπου απαγγέλλουν ποιήματά του με υπόκρουση μουσικής, όπως έκανε πριν από χρόνια ο ίδιος στη Νέα Υόρκη. Επίσης, πολλοί εξακολουθούν να συναντώνται στο μπαρ όπου σύχναζε ο Κέρουακ (The Worthen) στο Λόουελ και όπου ακόμη υπάρχει η τσάντα του γυμνασίου του και άλλα memorabilia. Κατά σύμπτωση, οι ιδιοκτήτες του μπαρ (το οποίο έχω επισκεφθεί δύο-τρεις φορές) είναι Ελληνες…» πληροφορούμαστε από έναν έλληνα αυτόπτη μάρτυρα σε σημερινό μπλογκ στο Internet.
Ο ίδιος πάντως ήταν Γαλλοκαναδός. Το αληθινό του όνομα ήταν Ζαν-Λουί Λεμπρί ντε Κερουάκ (Jean-Louis Lebris de Kerouac) και είχε γεννηθεί το 1922 στο Λόουελ της Μασαχουσέτης από γαλλοκαναδούς γονείς, κατοίκους του Κεμπέκ που είχαν μετοικήσει στη Νέα Αγγλία για να βρουν δουλειά. Ο πατέρας του, επιφανής επιχειρηματίας της περιοχής, συνάντησε οικονομικές δυσκολίες και άρχισε να χαρτοπαίζει για να φέρει χρήματα στο σπίτι, ενώ ο θάνατος του μεγάλου αδελφού του στα 9 ήταν άλλο ένα πλήγμα για τον Τζακ. Σοβαρό παιδί, αφοσιωμένο στη μητέρα του, έκανε μόνιμα σημαντικές φιλίες με άλλα αγόρια – κάτι που εξακολούθησε σε όλη του τη ζωή -, και κέρδισε αλλεπάλληλες νίκες σε αγώνες ράγκμπι και μια υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη.
Σχιζοειδείς τάσεις
Τα πράγματα πήγαν άσχημα στο Κολούμπια. Ο προπονητής του τον άφηνε έξω στους αγώνες ράγκμπι, ο πατέρας του έχασε τη δουλειά του και το έριξε στο πιοτό, και ο Τζακ αηδιασμένος εγκατέλειψε τόσο το Κολούμπια όσο και τον πατέρα του. Προσπάθησε και απέτυχε να καταταγεί στο πολεμικό ναυτικό το 1942, αφού – όπως διαπιστώθηκε εκεί – ο Κέρουακ είχε εκδηλώσει «έντονες σχιζοειδείς τάσεις». Ετσι σαλπάρισε με το εμπορικό ναυτικό και όταν δεν ταξίδευε στις θάλασσες περιφερόταν στη Νέα Υόρκη με παρέες που οι γονείς του δεν ενέκριναν καθόλου: δημιουργικοί παρίες του Κολούμπια σαν τον Αλεν Γκίνσμπεργκ και τον Λυσιέν Καρ, ένας παράξενος αριστοκρατικής καταγωγής τύπος ονόματι Γουίλιαμ Μπάροουζ και ένας ξένοιαστος καουμπόι από το Ντένβερ ονόματι Νιλ Κάσαντι. Αυτός θα γινόταν φίλος και αδελφός του, ο απόλυτος συνομιλητής και συνταξιδιώτης του, ο καλύτερος οδηγός σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1944 ο Κέρουακ συνελήφθη ως συνεργός στη δολοφονία του Ντέιβιντ Κάμερερ, ο οποίος καταδίωκε τον Καρ από τον καιρό της εφηβείας του στο Σεν Λούις. Ο Μπάροουζ συμβούλεψε τους δύο φίλους να παραδοθούν στην αστυνομία αλλά ο πατέρας του Κέρουακ αρνήθηκε να πληρώσει το ποσό της αποζημίωσης για να απελευθερωθεί ο γιος του. Ο Κέρουακ συμφώνησε να παντρευτεί την Εντι Πάρκερ αν πλήρωνε εκείνη. Ο γάμος τους έληξε ένα χρόνο αργότερα και ο Κέρουακ μαζί με τον Μπάροουζ συνεργάστηκαν για να γράψουν βιβλίο για τη δολοφονία του Κάμερερ, το And the Hippos Were Boiled in Their Tanks, το οποίο δεν εκδόθηκε ποτέ. Είχε ήδη αρχίσει όμως ο Τζακ να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα The town and the city, υφολογικά κοντινό στο επικό ύφος του Τόμας Γουλφ, για τα βάσανα που πέρασε προσπαθώντας να εξισορροπήσει τη ζωή της πόλης με τις παλιές οικογενειακές αξίες της υπαίθρου. Εκδόθηκε το 1950 εκείνο το πρώτο μυθιστόρημα με υπογραφή Τζακ Κέρουακ, κέρδισε την αναγνώριση μερικών λογοτεχνικών κύκλων, αλλά δεν πούλησε καθόλου.
Κοντά στη μαμά του
Χρειάστηκε επτά χρόνια ώσπου να βρει εκδότη πρόθυμο να επενδύσει στο επόμενο βιβλίο του, το On the Road (Στο δρόμο, εκδόσεις Πλέθρον), και όταν τελικά κυκλοφόρησε το 1957 απέσπασε αμέσως εγκωμιαστική κριτική στους «New York Times» ως «η φωνή μιας νέας γενιάς» και έκανε ολόκληρη την Αμερική να παραληρεί. Ο συγγραφέας – στο μυθιστόρημα ταυτίζεται με τον αφηγητή Σαλ Παραντάις – αποκάλυψε ότι επινόησε τον κεντρικό ήρωά του, τον Ντιν Μόριαρτι, από τον φίλο του Νιλ: «Πήρα την ιδέα για την αυθόρμητη πρόζα από το πώς μου έγραφε τα γράμματά του ο παλιόφιλος ο Νιλ Κάσαντι, όλα στο πρώτο ενικό, γρήγορα, τρελά, εξομολογητικά, απολύτως σοβαρά, όλα εμπεριστατωμένα, λεπτομερειακά, με τα αληθινά ονόματα (μια που ήταν επιστολές)». Αναφορικά με την απήχηση που είχε εκείνη την εποχή το έργο, γράφει η Ανν Τσάρτερς στη βιογραφία της Τζακ Κέρουακ: «Το πορτρέτο του Κάσαντι, που δημιούργησε ο Τζακ, έμελλε να γίνει μόδα, να ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Ο χαρακτήρας του Νιλ λειτούργησε ως αρχετυπικός αμερικανός ήρωας. Η μόνη ειρωνεία ήταν ότι με ένα και μόνο βιβλίο μετέτρεψε τον καλύτερό του φίλο σε θρύλο, ενώ ο ίδιος αγωνιζόταν μια ζωή να δημιουργήσει τον προσωπικό του μύθο γράφοντας τόσα βιβλία». Παρ’ όλα αυτά η ξαφνική φήμη τον τρέλανε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο συγγραφέας του μυθιστορήματος Στο δρόμο, που ταυτίστηκε με τη μυθολογία τού χωρίς προορισμό ταξιδιού, δεν είχε οδηγήσει αυτοκίνητο στη ζωή του. «Δεν ξέρω να οδηγώ, ξέρω μόνο να δακτυλογραφώ» έλεγε συχνά. Πώς να μην κυκλοφορήσει μετά ο μύθος ότι ο Κέρουακ ποτέ δεν έκανε τα ταξίδια που περιέγραψε, ούτε είχε τους τρελούς έρωτες που υποψιαζόμαστε, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κοντά στη μαμά του. Σε κάποια εισαγωγή άλλωστε ο ίδιος είχε γράψει ότι όσα εξιστορεί είναι κατά κύριο λόγο περιγραφές των ονείρων του.
Το βέβαιο είναι ότι ακολούθησε την πορεία που είχε καθορίσει και προαναγγείλει ο ίδιος με το πλούσια αυτοβιογραφικό έργο του: «Ουσιαστικά δεν είμαι μπιτ, αλλά περίεργος, μοναχικός, παλαβός, καθολικός, μυστικιστής… Τελικά σχέδια: ερημίτης σε δάσος, ήσυχο γράψιμο σε προχωρημένη ηλικία, γλυκές ελπίδες για παράδεισο (όπου πάει ο καθένας έτσι κι αλλιώς)… Το αγαπημένο μου παράπονο για τον σύγχρονο κόσμο: η ειρωνεία του «καθωσπρέπει» κόσμου που, μη παίρνοντας τίποτα στα σοβαρά, καταστρέφει τα παλιά ανθρώπινα αισθήματα…» (Μοναχικός Ταξιδιώτης, εκδόσεις Πλέθρον).
Αναρωτιέται κανείς κατόπιν τούτων γιατί θεωρούν πολλοί ότι ο Κέρουακ διαψεύστηκε εν ζωή. Είναι αλήθεια ότι πάχυνε και έχασε τη γοητεία του μετά τα 40, αλλά το κύκνειο άσμα του είναι πολύ πιο ανάλαφρο τώρα: παρ’ ότι το έγραψε λίγο πριν από τον θάνατό του από κίρρωση του ήπατος λόγω υπερβολικής χρήσης αλκοόλ, μοιάζει να το ευχαριστήθηκε στο έπακρο. Και η αφήγηση είναι πράα και απολαυστική μέχρι δακρύων. Πέτυχε λοιπόν.