Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΑΖΕΙ
Η παράσταση είχε μόλις τελειώσει όταν ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν όρμησε βιαστικός στον δρόμο σταματώντας το πρώτο ταξί που περνούσε από το θέατρο. «Γρήγορα, γρήγορα!» φώναξε στον οδηγό. «Εντάξει, αλλά πού πηγαίνετε;» τον ρώτησε εκείνος. «Οπουδήποτε» του απάντησε ο αείμνηστος αρχιμουσικός. «Ετσι κι αλλιώς, παντού με ζητούν…».
Καίτοι σε κάποια άλλη περίπτωση το παραπάνω ανέκδοτο δεν θα ήταν παρά η διακωμώδηση μιας ακραία αλαζονικής συμπεριφοράς, εν προκειμένω επρόκειτο απλώς για μια διαπίστωση αναγνωριστική. Επικεφαλής, ταυτοχρόνως, της Κρατικής Οπερας της Βιέννης, του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου και διατηρώντας στενές σχέσεις με τη Συμφωνική της Βιέννης, τη Φιλαρμόνια του Λονδίνου και τη Σκάλα του Μιλάνου, ο Κάραγιαν θεωρούνταν για περισσότερα από 20 χρόνια ο «γενικός μουσικός διευθυντής της Ευρώπης», κυριαρχώντας στη Γηραιά Ηπειρο μεταξύ των δεκαετιών 1950-1970 όπως κανένας άλλος ως τότε. Αρχιμουσικός με το ρεπερτόριό του να κινείται μεταξύ του Μότσαρτ και του Σένμπεργκ, σταρ των μέσων μαζικής ενημέρωσης, παραγωγός όπερας, ιδρυτής και διευθυντής επιτυχημένων φεστιβάλ, ο Κάραγιαν – τα 100 χρόνια από τη γέννηση του οποίου εορτάζονται εφέτος διεθνώς – ήταν πάνω απ’ όλα, όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε κάποτε, «ο άνθρωπος που έκανε τη μουσική θρησκεία και έγινε ο ίδιος ο πλέον ένθερμος κήρυκάς της».
Εχοντας δει το πρώτο φως της ζωής στις 5 Απριλίου του 1908 στο Σάλτσμπουργκ, ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν έμελλε να γίνει το διασημότερο μετά τον Μότσαρτ τέκνο της γενέτειράς του. Η – μεγαλοαστική – οικογένειά του, η οποία είλκε την καταγωγή της από την Ελλάδα, και δη την Κοζάνη, του προσέφερε τη δυνατότητα να μεγαλώσει σε καλλιεργημένο περιβάλλον. Ωστόσο πολύ νωρίς έδειξε την αγάπη του για τη μουσική. Σπούδασε στο Mozarteum του Σάλτσμπουργκ και αργότερα στη Μουσική Σχολή της Βιέννης, όπου δεν άργησε να ξεχωρίσει. Χαρακτηριστικές οι αναμνήσεις κάποιου συμμαθητή του: «Ηταν ένα σοβαρό παιδί. Την εποχή που όλοι οι υπόλοιποι αγωνιζόμασταν να διευθύνουμε, αυτός ερμήνευε κιόλας Μπραμς από μνήμης. Κανένας δεν μπορούσε να τον πλησιάσει. Υπήρχε μια καντίνα στο ισόγειο όπου τρώγαμε. Ο Κάραγιαν ερχόταν, έτρωγε ένα σάντουιτς στα γρήγορα και εξαφανιζόταν».
Οσο για τον πολυσυζητημένο αργότερα εγωισμό του, την ταύτισή του με το πάλαι ποτέ μοντέλο του «μαέστρου-δικτάτορα», σύμφωνα με κάποιες απόψεις είχε τις ρίζες του στην παιδική ηλικία. Αισθανόταν ικανός να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση. «Γεννήθηκα για να δίνω διαταγές» φερόταν να έχει πει κάποτε προσθέτοντας: «Θυμάμαι τον πατέρα μου να δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις. «Ρώτησε τη μητέρα σου» μου έλεγε πάντοτε όταν τύχαινε να τον ρωτήσω κάτι. Μετά, έδειχνε να διαφωνεί με τις αποφάσεις της. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Από την παιδική μου κιόλας ηλικία, ήμουν εγώ που πάντοτε έδινα τις διαταγές…».
Στις 22 Ιανουαρίου του 1929 ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν έκανε το ντεμπούτο του ως αρχιμουσικός στη γενέτειρά του και για την επόμενη πενταετία εργάστηκε στο Κρατικό Θέατρο της πόλης Ουλμ. Επρόκειτο για μια περίοδο την οποία αργότερα ο ίδιος αναπολούσε με νοσταλγία. «Εκεί μπορούσα να εκφραστώ, να μάθω από τα λάθη μου» έλεγε χαρακτηριστικά. Το 1933 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, ενώ από το 1934 ως το 1941 ήταν διευθυντής στην Οπερα του Ααχεν. Στη δεκαετία του 1930 εξάλλου πρωτοσυνεργάστηκε με τις περισσότερες από τις ορχήστρες και τα θέατρα τα οποία αργότερα έμελλαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην καριέρα του, ως το τέλος της ζωής του στις 16 Ιουλίου του 1989. Το 1934 έκανε το ντεμπούτο του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, το 1937 πρωτοδιηύθηνε τη Φιλαρμονική του Βερολίνου – στην οποία από το 1956 ορίστηκε ισόβιος μόνιμος αρχιμουσικός -, ενώ την ίδια χρονιά συνεργάστηκε επίσης με την Κρατική Οπερα του Βερολίνου, όπου το 1938 γνώρισε μεγάλη επιτυχία με τον βαγκνερικό «Τριστάνο και Ιζόλδη» κάνοντας έναν γνωστό κριτικό να μιλάει για «Το θαύμα Κάραγιαν».
Πολύς λόγος έχει γίνει κατά καιρούς για τις σχέσεις του Κάραγιαν με το ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας. Επρόκειτο για μια αναγκαστική επιλογή-μονόδρομο προκειμένου να υπάρξει και να εξελιχθεί ως διευθυντής ορχήστρας με δεδομένο και το νεαρό της ηλικίας του ή μήπως ήταν μια συνειδητή ιδεολογική απόφαση; Σύμφωνα με κάποιους, η αίτηση την οποία κατέθεσε προκειμένου να γίνει μέλος του κόμματος το 1933 ήταν απλώς μια κίνηση τακτικής προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση του στο θέατρο της Ουλμ σε μια εποχή γενικότερων διώξεων, ενώ η δεύτερη αίτηση – το 1935 – ερμηνεύθηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να πάρει τη θέση του διευθυντή της Οπερας του Ααχεν. Μεσούντος εν τούτοις του πολέμου το 1942, ο Κάραγιαν χώρισε την πρώτη του σύζυγο και παντρεύτηκε την Ανίτα Γκίτερμαν, στις φλέβες της οποίας κυλούσε αίμα εβραϊκό. Ο γάμος αυτός λέγεται ότι του προκάλεσε προβλήματα, αλλά τελικά κατάφερε να εξασφαλίσει στη δεύτερη σύζυγό του τον τίτλο της «επίτιμης Αρείας». Οι δυο τους χώρισαν το 1958, οπότε ο Κάραγιαν παντρεύτηκε την Ελιέτ Μουρέ.
Το 1946 ο Κάραγιαν έδωσε την πρώτη μεταπολεμική συναυλία του στη Βιέννη, εν τούτοις του απαγορεύτηκαν άλλες ανάλογες δραστηριότητες από τις ρωσικές αρχές κατοχής, λόγω των σχέσεών του με το ναζιστικό κόμμα. Ωστόσο, την επόμενη χρονιά τού επιτράπηκε να επιστρέψει στις επαγγελματικές του ασχολίες.
Στο πλαίσιο του σταθερού ενδιαφέροντός του να βελτιώνει την ακουστική αλλά και την οπτική εμπειρία του κοινού, ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν από το 1965 κιόλας συνεργαζόταν με καταξιωμένους σκηνοθέτες για την κινηματογράφηση συναυλιών και παραστάσεων όπερας. Τον Ιανουάριο του 1980 έκανε την πρώτη του ψηφιακή ηχογράφηση με τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ, ενώ την επόμενη χρονιά, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Πάσχα στο Σάλτσμπουργκ» το οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει, έγινε η πρώτη παρουσίαση στον μουσικό κόσμο του νέου φορμά του ψηφιακού δίσκου (CD).
Λάτρης της μοτοσικλέτας, των γρήγορων και πολυτελών αυτοκινήτων αλλά και των αεροπλάνων, ο Κάραγιαν απέκτησε το πρώτο του δίπλωμα πιλότου το 1952. Αργότερα, όταν δεν του επιτρεπόταν να κυβερνά τζετ, αποφάσισε να μάθει να πετά ελικόπτερο κάνοντας πράξη μια βαθιά πεποίθησή του: «Αν κάποιος ισχυριστεί ότι έχει πλέον εκπληρώσει όλους τους στόχους του, είναι γιατί απλώς οι στόχοι του αυτοί είναι χαμηλοί…».