Η Συνθήκη της Ρώμης που υπογράφηκε πριν από μισό αιώνα ήταν ο θεμέλιος λίθος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για το ποδόσφαιρο και τον επαγγελματικό αθλητισμό γενικότερα τα σύνορα άργησαν να ανοίξουν. Τη στιγμή που τα σύνορα ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ είχαν πέσει για οποιονδήποτε εργαζόμενο, οι ποδοσφαιριστές έπρεπε να περιμένουν έναν άσημο βέλγο συνάδελφό τους, τον Ζαν-Μαρκ Μποσμάν, να προσφύγει στο Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ζητώντας το αυτονόητο: να του επιτρέπεται, όπως και σε κάθε άλλον εργαζόμενο, να δουλεύει στον σύλλογο της αρεσκείας του, από τη στιγμή που θα έχει λήξει το συμβόλαιό του με τον προηγούμενο εργοδότη του. Συγκεκριμένα το 1990 το συμβόλαιο του Μποσμάν με τη βελγική Λιέγη είχε λήξει και ο ποδοσφαιριστής ήθελε να πάρει μεταγραφή στη γαλλική Δουνκέρκη, αλλά η Λιέγη δεν τον άφηνε. Η δικαίωση του Μποσμάν τον Δεκέμβριο του 1995, που καταγράφηκε ως «νόμος Μποσμάν», άλλαξε για πάντα τον επαγγελματικό αθλητισμό, κατοχυρώνοντας την ελεύθερη μετακίνηση επαγγελματιών αθλητών στις χώρες-μέλη.


Το πόσο απροετοίμαστη ήταν η ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική ομοσπονδία (UEFA), καθώς και η διεθνής ποδοσφαιρική συνομοσπονδία (FIFA), φάνηκε από την αρχική αντιμετώπιση του θέματος. Οπως θυμάται ο διευθυντής της σκωτσέζικης Σέλτικ κ. Μπράιαν Γουίλσον, δύο χρόνια πριν από την έκδοση της απόφασης η FIFA προσπάθησε να «παγώσει» την υπόθεση προσφέροντας ένα εκατομμύριο δολάρια στον βέλγο ποδοσφαιριστή, ο οποίος βρισκόταν στο Στρασβούργο για μια συνάντηση με διάφορες ενώσεις ποδοσφαιριστών. Μία δεκαετία αργότερα, και πάλι στο Στρασβούργο, γίνονται συχνά σεμινάρια για τα αποτελέσματα και τις παρενέργειες του «νόμου Μποσμάν». Οι συμμαχίες έχουν αλλάξει, το ίδιο και οι απαιτήσεις.


Το χειρότερο για τις αθλητικές αρχές ήταν το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο αντιμετωπίστηκε ως μια κοινή οικονομική δραστηριότητα. Επρεπε να περάσει μία πενταετία για να αναγνωριστεί η ιδιαιτερότητα του αθλητισμού σε ένα παράρτημα της Συνθήκης της Νίκαιας και άλλη μία για να δρομολογηθεί η δημιουργία ενός νομοθετικού πλαισίου που θα καλύπτει όλες τις πτυχές του επαγγελματικού αθλητισμού, κάτι το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Μάιο με την ψήφιση της «Λευκής Βίβλου» του αθλητισμού από την ΕΕ.


Αυτή η δεκαετία μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεταβατική περίοδος, όπου συνέβησαν πράγματα και θαύματα! Τα Χριστούγεννα του 1999 η Τσέλσι έγινε η πρώτη αγγλική ομάδα που παρατάχθηκε σε αγώνα της Πρέμιερ Λιγκ με 11 μη βρετανούς ποδοσφαιριστές. Λίγα χρόνια αργότερα η επίσης αγγλική Αρσεναλ, με προπονητή τον κ. Αρσέν Βενγκέρ, ταξίδεψε με ολόκληρη 16άδα χωρίς βρετανό ποδοσφαιριστή για αγώνα εναντίον της Κρίσταλ Πάλας, ενώ παρόμοια φαινόμενα υπήρξαν σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης, σε όλα τα ομαδικά αθλήματα. Στο μπάσκετ, για παράδειγμα, διευρύνθηκε το άνοιγμα των συνόρων με την υπόθεση της πολωνέζας μπασκετμπολίστριας Λίλα Μαλάγια, η οποία το 1998 κατέφυγε στα δικαστήρια εναντίον της γαλλικής ομοσπονδίας καλαθοσφαίρισης επειδή της απαγόρευσε να μεταγραφεί από τη Νανσί στο Στρασβούργο, το οποίο είχε ήδη δύο ξένες στο ρόστερ του.


Οι δικηγόροι της Μαλάγια «πάτησαν» στη συμφωνία που είχε υπογραφεί ανάμεσα στην ΕΕ και στην Πολωνία, η οποία ήταν συνδεδεμένο μέλος εκείνη την εποχή. Τότε καθιερώθηκε η ελεύθερη μετακίνηση και για τους λεγόμενους «κοινοτικούς β’ ζώνης». Ανάλογη δικαστική επιτυχία είχε και το εγχείρημα των ρώσων ποδοσφαιριστών Βαλερί Καρπίν και Ιγκόρ Σιμουτένκοφ, που θεωρούνταν «ξένοι» για τις ομάδες που αγωνίζονταν στο ισπανικό πρωτάθλημα ως τον Απρίλιο του 2005, όταν και δικαιώθηκαν στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, το οποίο αναγνώρισε το δικαίωμα εργασίας τους σε οποιαδήποτε χώρα-μέλος της ΕΕ βασιζόμενο στην «συμφωνία Κοτονού», που είχε συνάψει στην ομώνυμη πόλη του Μπενίν η ΕΕ με πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Αφρικής και της Καραϊβικής… Πλέον για τους επαγγελματίες αθλητές οποιασδήποτε χώρας που έχει υπογράψει εμπορική συμφωνία με την ΕΕ, ισχύει ό,τι και για τους πολίτες των χωρών-μελών της ΕΕ.


Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε με την «υπόθεση Μποσμάν» και ώσπου να τεθούν τα νομοθετιά πλαίσια που θα αποσαφηνίζουν ξεκάθαρα την κατάσταση και τα δεδομένα στον επαγγελματικό αθλητισμό, οι διεθνείς συνομοσπονδίες, οι εθνικές ομοσπονδίες, οι σύλλογοι και οι ενώσεις επαγγελματιών αθλητών θα βρίσκονται υπό την διαρκή απειλή της λύσης των υποθέσεών τους από το Ανώτατο Αθλητικό Δικαστήριο.


Η απόφαση στην «υπόθεση Μποσμάν» δημιούργησε πολλούς εκατομμυριούχους ποδοσφαιριστές και περισσότερους φτωχούς. Διεύρυνε το χάσμα ανάμεσα στους «μικρούς» και στους «μεγάλους» συλλόγους, ενώ το άνοιγμα των συνόρων και το χαοτικό σύστημα δίνει λιγότερες ευκαιρίες ανέλιξης ταλαντούχων γηγενών ποδοσφαιριστών, αντί να συμβαίνει το αντίθετο.


Το χάος ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει αρκετές «τερατογενέσεις» σε όλα τα αθλήματα, οι οποίες αποδείχθηκε ότι ήταν αδύνατον να ελεγχθούν ή να περιοριστούν χωρίς το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο. Οι εισηγήσεις της UEFA για την υποχρεωτική παρουσία συγκεκριμένου αριθμού «γηγενών» ποδοσφαιριστών σε κάθε ομάδα που μετέχει στο Τσάμπιονς Λιγκ (αριθμός που θα φθάσει σταδιακά τους οκτώ από την περίοδο 2008/09) έχουν αρκετά νομικά κενά και μολονότι μέχρι στιγμής οι σύλλογοι ακολουθούν τις επιταγές της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, το λόμπι των ισχυρών ευρωπαϊκών ομάδων G-14 πιέζει προς την αντίθετη κατεύθυνση, επισημαίνοντας τις νομικές ασάφειες. Ωστόσο με την ψήφιση της «Λευκής Βίβλου» του αθλητισμού από την ΕΕ αυτό αναμένεται να αλλάξει, καθώς στην ανεξάρτητη έκθεση που θα βασιστεί η νομοθεσία, στην οποία θα αναγνωρίζεται η ιδιαιτερότητα του αθλητισμού, αναφέρεται ξεκάθαρα ότι «η πρόταση για παίκτες οι οποίοι αναπτύσσονται από τις ακαδημίες των συλλόγων περιορίζει την εμπορία ποδοσφαιριστών και αποτελεί ένα ευπρόσδεκτο μέτρο», γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί τελικά να υπάρξει καλύτερο μέλλον για τον επαγγελματικό αθλητισμό!