Ανθρωποι της αγοράς, με… πρόσωπο, εξυπηρετικοί και καλοδιάθετοι, τόσο ώστε να «περνούν» ως πραγματικοί έμποροι ταξί, καταφέρνουν ανενόχλητοι επί χρόνια να αποσπούν μεγάλα χρηματικά ποσά, ύψους πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, εξαπατώντας όποιον πέφτει στα νύχια τους. Θύματά τους επίδοξοι επαγγελματίες αυτοκινητιστές, οι οποίοι, στην προοπτική ενός γερού μεροκάματου που θα κέρδιζαν με ένα όχημα και μια άδεια ταξί, προχωρούν στην αγορά τους. Τα λεφτά πληρώνονται πάντα προκαταβολικά. Προσυμφωνημένα. Αλλά όσο βλέπουν οι υποψήφιοι αγοραστές ταξί…
Η κομπίνα, όπως τουλάχιστον περιγράφεται στις μηνύσεις των θυμάτων, είναι απλή, καλοστημένη και αποδοτική για τους κατηγορουμένους. «Αλιεύουν» τα θύματά τους καταχωρίζοντας αγγελίες στον Τύπο και προσφέροντας τις πιο ευνοϊκές τιμές στην αγορά. Δέχονται τους υποψήφιους αγοραστές στη διεύθυνση που κάθε φορά έχει η «επιχείρηση» ως έδρα. Μπροστά έχουν συνήθως ένα σταθμευμένο ταξί για να πιστοποιεί ότι όλα έχουν καλώς.
* Το σκηνικό της απάτης
Οι κατηγορούμενοι για να πείθουν τα θύματά τους ότι η συναλλαγή μαζί τους είναι απολύτως νόμιμη και δεν ενέχει κανένα ρίσκο διαπραγματεύονται παρουσία (;) συμβολαιογράφου ως και τη σύνταξη των συμβολαίων. Φυσικά δεν τα υπογράφουν ποτέ, επικαλούμενοι κάθε φορά διαφορετικές προφάσεις. Εν τω μεταξύ έχουν φροντίσει να εισπράξουν από τα θύματά τους το τίμημα.
Την επόμενη στιγμή εξαφανίζονται. Αλλάζουν διεύθυνση, τίτλο, υπεύθυνο… Και αν οι απελπισμένοι και χρεωμένοι «πελάτες» τους τούς εντοπίσουν, τους καθησυχάζουν προσφέροντάς τους συναλλαγματικές. Φυσικά μετά εξαφανίζονται ξανά, αφού οι συναλλαγματικές που μοιράζουν δεν έχουν κανένα αντίκρισμα.
Μεταξύ των πρωταγωνιστών της υπόθεσης, σε σειρά μηνύσεων που ερευνά η Δικαιοσύνη, εμφανίζονται οι Γεώργιος Καρανίκας, Αλέξανδρος Κουτσουμπέλης και Θεόδωρος Ανδριανόπουλος.
* Αλλάζουν έδρα και όνομα
Οπως προκύπτει από το σύνολο των δικογραφιών – δεν τις χειρίζεται ένας ανακριτής και άρα είναι αμφίβολο αν κάθε δικαστικός λειτουργός γνωρίζει την ώρα που εξετάζει τους κατηγορουμένους για την ύπαρξη και άλλων συναφών δικογραφιών εις βάρος τους -, η «επιχείρηση» εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της με τη μέθοδο της αλλαγής έδρας έπειτα από κάθε «αγοραπωλησία» και την εμφάνιση διαφορετικού κάθε φορά προσώπου ως ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Συνήθως συστήνονται στους πελάτες τους με ψεύτικο όνομα και διαφορετική ιδιότητα. Πότε ως μεσίτες, πότε ως έμποροι αυτοκινήτων και πότε ως αυτοκινητιστές ή ιδιοκτήτες ταξί οι ίδιοι.
Το πιο σκανδαλώδες όλων, όπως προκύπτει από πρόσφατες καταγγελίες, είναι ότι δεν έχουν σταματήσει τη δράση τους ούτε αφότου βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη Δικαιοσύνη. Αυτή την περίοδο έχει στηθεί νέο μαγαζί εμπορίας ταξί σε νέα διεύθυνση στην περιοχή της Καλλιθέας και οι δράστες χρησιμοποιώντας «αχυρανθρώπους» εξακολουθούν ανενόχλητοι να εξαπατούν όσους ανυποψίαστους επιχειρούν να αγοράσουν άδειες και οχήματα ταξί.
Πρόσφατα απολογήθηκε ενώπιον της 4ης τακτικής ανακρίτριας κυρίας Δέσποινας Σταθοπούλου ο Γ. Καρανίκας, ο οποίος αμέσως μετά αφέθηκε ελεύθερος με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Αλλά, όπως διαπιστώθηκε, ο κατηγορούμενος εμπλέκεται και σε άλλη προγενέστερη υπόθεση, για την οποία μάλιστα έχει παραπεμφθεί σε δίκη με δύο βουλεύματα, ένα του Συμβουλίου Πρωτοδικών και ακολούθως του Συμβουλίου Εφετών. Το επόμενο βήμα του ωστόσο δεν ήταν η αναστολή των δραστηριοτήτων του. Προσέφυγε στον Αρειο Πάγο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αίτηση αναίρεσης κατά του δευτεροβάθμιου παραπεμπτικού βουλεύματος. Και η ιστορία συνεχίζεται…
* Τι καταγγέλλουν τα θύματα
Στη μήνυσή της εις βάρος του κυκλώματος η κυρία Ευγενία Τζανάκη – ένα από τα θύματα – η οποία στρέφεται κατά τεσσάρων ατόμων, μεταξύ των οποίων ο Αλέξανδρος Κουτσουμπέλης, αναφέρει: «Οι μηνυόμενοι δηλώνουν ότι ασκούν άλλοτε το επάγγελμα του αυτοκινητιστού, άλλοτε του εμπόρου αυτοκινήτων ΔΧΕ και άλλοτε του μεσίτου. (…) Λειτουργούν δύο-τρία καταστήματα στην περιοχή των Αθηνών (ένα στην οδό Δράκοντος αριθμ. 81, ένα στην οδό Λένορμαν αριθ. 163 και πιθανόν και τρίτο στην οδό Λιοσίων)». Σύμφωνα με όσα καταγγέλλει η κυρία Τζανάκη, με τα ψέματα και τη συνδρομή «συμβολαιογράφου», μιας κυρίας η οποία συντάσσει και υπογράφει συμβόλαια ή πληρεξούσια, υπεξαιρούν από τα θύματά τους τεράστια ποσά.
Πόσα ακριβώς; Ο κ. Ιωάννης Μυλωνάς, ο οποίος θέλησε να αγοράσει άδεια και ταξί εξ ημισείας με άλλον συνάδελφό του, αναφέρει στη μήνυσή του εις βάρος του Αλέξανδρου Κουτσουμπέλη και του Θεόδωρου Ανδριανόπουλου: «Στις 9.10.2006 πληρώσαμε το ποσό των 90.000 ευρώ με την υπ’ αρ. επιταγή ΓΓ 57250671-6 της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπογράψαμε προσύμφωνο και οι εγκαλούμενοι μας επαναβεβαίωσαν ότι στις 11.10.2006 θα γινόταν η οριστική μεταβίβαση της αδείας στα γραφεία τους, από όπου θα παραλαμβάναμε και το αυτοκίνητο». Στην αγορά οι τιμές για την αγορά μιας άδειας ξεπερνούν τα 170.000 ευρώ, ενώ ένα αυτοκίνητο κοστίζει από 30.000 ευρώ και πάνω.
* Αφαντοι οι ιδιοκτήτες
Αλλά εκείνη την ημέρα έλειπαν και το αυτοκίνητο και οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης. «Προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους αλλά δεν απαντούσαν σε κανένα από τα τηλέφωνά τους, ούτε κινητά ούτε σταθερά. Ούτε και στο μαγαζί ήρθαν» αναφέρει ο κ. Μυλωνάς. «Τη Δευτέρα 16.10.2006 που πήγαμε ξανά στο μαγαζί βρήκαμε τον Θεόδωρο Ανδριανόπουλο. Κάλυπτε συνεχώς τον Αλέξανδρο Κουτσουμπέλη. Μας είπε ότι δεν γνωρίζει πού βρίσκεται, προσποιούνταν τον ανήξερο, του τηλεφωνούσε και μας έλεγε ότι δήθεν ψάχνει χρήματα από άλλες μάνδρες, δανεικά, για να μας καλύψει και να μας επιστρέψει τα χρήματα…» καταλήγει ο μηνυτής.
Εις βάρος των κατηγορουμένων στην υπόθεση των αγοραπωλησιών ταξί-«μαϊμούδων» στρέφονται ήδη με μηνύσεις τους και οι κκ. Σωτήριος Τσάνης και Αγγελέτος Μενδρινός και ο κατάλογος φαίνεται ότι θα αυξηθεί και άλλο.
Για όλα φταίει η συγκυρία, λένε οι κατηγορούμενοι
Σε δεινή θέση βρίσκονται σήμερα τα θύματα. Η πλειονότητα των εξαπατηθέντων, προκειμένου να ανταποκριθούν στα έξοδα της αγοράς των ταξί, υποθήκευσαν τα σπίτια τους, ενώ άλλοι έλαβαν μεγάλα τραπεζικά δάνεια. Οι εισπράξεις από το ταξί που θα δούλευαν, όπως πίστευαν, θα κάλυπταν τις υποχρεώσεις τους. Σήμερα το μόνο που έχουν είναι το χρέος στην τράπεζα, την απειλή να μην καταφέρουν να το πληρώσουν και τον κίνδυνο το σπίτι τους «να βγει στο σφυρί».
Τα θύματα στράφηκαν στη Δικαιοσύνη με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή, έστω και καθυστερημένα, θα πάρουν πίσω τα μεγάλα χρηματικά ποσά που οι επιτήδειοι τους υπεξαίρεσαν. Ολοι τους έχουν προσφύγει και στην αστική δικαιοσύνη διεκδικώντας με την κατάθεση αγωγών το σύνολο του ποσού των χρημάτων που ζημιώθηκαν από τις ενέργειες των κατηγορουμένων. Ακόμη περιμένουν.
Το «αστείο» – αν υπάρχει σε αυτή την υπόθεση – είναι ότι οι κατηγορούμενοι δεν αρνούνται πως έλαβαν χρήματα από τα θύματά τους δίχως να τους παραδώσουν τις άδειες και τα αυτοκίνητα που υποτίθεται ότι θα τους πωλούσαν. Αρνούνται μόνο την κατηγορία της απάτης υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν σκοπό να εξαπατήσουν τους πελάτες τους. Για όλα φταίει, λένε, η… συγκυρία. «Συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή μας, τα απρόοπτα της αγοράς και των συναλλαγών, μας ανάγκασαν να μην μπορούμε να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας» είναι το βασικό επιχείρημα.
Και επιχειρώντας να λύσουν το θέμα με τον ίδιο τρόπο προτείνουν σε όποια από τα θύματά τους τούς τρέχουν στα δικαστήρια να τα βρουν επιστρέφοντάς τους κάποια από τα ποσά που τους… έφαγαν για να δείξουν και καλή διαγωγή εν όψει της δίκης.