Ο εορτασμός της 25ης Δεκεμβρίου υπήρχε ήδη στον κόσμο της Ανατολής και έπειτα στον ελληνορωμαϊκό που τότε τιμούσε τη γέννηση του Μίθρα, του θεού του ουράνιου φωτός
Ο Μίθρας απεικονίζεται στα ανάγλυφα ως εκείνος που προκαλεί την ανατολή, καθώς ο αρχαίος κόσμος ανησυχούσε για τη σταθερότητα της διαδρομής του χρόνου
Ηγέννηση δεν είναι ποτέ ένα τόσο βέβαιο γεγονός όσο ο θάνατος. Στην πραγματικότητα, μπορεί να πεθάνει κανείς χωρίς καν να έχει γεννηθεί. Η επιστροφή στη γέννηση, που ο χριστιανισμός προτείνει κάθε χρόνο στον πολιτισμό της Δύσης και που έχει καταχωρηθεί στη θρησκευτική μνήμη, παραπέμπει σε αυτή την υποχρέωση που ο ποιητής Πάμπλο Νερούδα αναφέρει χωρίς ιδιαίτερη έμφαση σε κάποιο στίχο του: «Γεννηθήκαμε με σκοπό να ξαναγεννηθούμε». Και έτσι, η ζωή συνοψίζει τη σημασία της, καταφεύγοντας στην απλότητα των αγαθών συναισθημάτων με τα οποία αναζητούμε- κάθε χρόνο, τέτοιες ημέρες- να υμνήσουμε την καλοσύνη, την ηρεμία και την ειρήνη.
Ο συμβολισμός της εξόδου στο φως από μια σπηλιά- αυτό το γεγονός που ο χριστιανισμός εορτάζει στις 25 Δεκεμβρίου- υπήρχε ήδη στον κόσμο της Ανατολής και έπειτα στον ελληνορωμαϊκό, που τη συγκεκριμένη ημερομηνία τιμούσε τη γέννηση του Μίθρα, του θεού του ουράνιου φωτός, εγγυητή του όρκου, προστάτη της αλήθειας και εχθρού του ψεύδους.
Φίλος του ήλιου, ο Μίθρας απεικονίζεται στα ανάγλυφα ως εκείνος που προκαλεί την ανατολή: μένει γονατισμένος μπροστά στον ήλιο, με το ένα χέρι απλωμένο στο ύψος του κεφαλιού, ως ότου αυτός αρχίσει την πορεία του, την οποία ακολουθεί σταθερά χωρίς ανατροπές. Ο αρχαίος κόσμος ανησυχούσε για τη σταθερότητα του κύκλου και της διαδρομής του χρόνου, που μόνο ο ήλιος με την ανατολή και τη δύση μπορούσε να διασφαλίσει.
Ο Μίθρας κάθεται δίπλα στον ήλιο και έπειτα πηδάει στο άρμα του για να διασχίσουν μαζί τον ουρανό σε συγκεκριμένες και σταθερές αποστάσεις. Οι πιστοί τιμούσαν τον Μίθρα όχι σε ναούς αλλά σε σπηλιέςαρχικώς φυσικές και έπειτα κατασκευασμένες υπογείως. Από το έρεβος της γης στο ουράνιο φως: αυτός είναι ο συμβολισμός του Μίθρα και του Ιησού.
Πιθανώς να είναι το σύμβολο επίσης κάθε ανθρώπου, ο οποίος για να γεννηθεί πρέπει «να έλθει στο φως» από ένα «σκοτεινό βάθος», που δεν είναι άλλο από τη μήτρα της μητέρας, το σημείο όπου συλληφθήκαμε για να γεννηθούμε. Πρόκειται για μια γέννηση που από μόνη της δεν αρκεί, αλλά προκαλεί μια ανα-γέννηση για να αποκτήσει νόημα. Η εορτή του Μίθρα και του Ιησού επιβεβαιώνει αυτόν τον συμβολισμό, σύμφωνα με τον οποίον καθένας πρέπει να γίνει σημείο εισόδου για τον ίδιο, σπηλιά μιας γενιάς, σκοτεινή νύχτα που προσβλέπει σε μια καινούργια ημέρα.
Τα σύμβολα υποχρεώνονται να επιβιώσουν και οργανώνουν εορτές για να υμνήσουν τη ζωή, όταν η συμμετοχή μας στην ύπαρξη δεν έχει πλέον αυτόν τον έντονο ενθουσιασμό ή τη γοητευτική ηδονή. Τα σύμβολα όμως- αυτός ο συλλογικός μηχανισμός της ζωής που αφορά αποκλειστικά τη ζωή, τη ζωή όλων, τη ζωή μιας ομάδας, του γένους, της ανθρωπότητας- τι γνωρίζουν για τον θάνατο του καθενός; Είναι η ημέρα εκείνη που ο ήλιος θα δύσει για τον καθέναν από εμάς και τότε δημιουργείται ένα άλλο σημείο εισόδου: αυτό της μητέρας γης. Ο Μίθρας, μέσω της συμμαχίας του με τον ήλιο, επεδίωκε να εγγυηθεί τη σταθερότητα του κύκλου. Ο Ιησούς αποκόπτεται από τον κύκλο και τη σταθερότητά του για να ανακοινώσει την είδηση μιας νέας εποχής: καινούργιοι ουρανοί και καινούργιες γαίες. Αυτό υποδηλοί ο διαχωρισμός της Ιστορίας σε προ Χριστού και μετά Χριστόν.
Εντός του κύκλου, κάθε εποχή δεν έχει έναν σκοπό, παρά μόνο ένα τέλος. Και αυτό είναι ο θάνατος, ο αμείλικτος κριτής που ελέγχει τον κύκλο όχι υπό την έννοια ότι του δίνει μια προοπτική προς κάτι, αλλά ότι τον επικυρώνει ως αιώνια επιστροφή. Στον κύκλο δεν υπάρχει νοσταλγία ούτε προσδοκία ούτε μεταμέλεια. Η χρονικότητα που εκφράζει είναι η απλή σταθερότητα του κύκλου, όπου το μέλλον είναι η απλή επανάληψη του παρελθόντος. Δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτό που οφείλει να επιστρέψει. Αυτό ήταν το μοτίβο τής προ Χριστού εποχής.
Στη μετά Χριστόν εποχή διατυπώνεται ένας επαναστατικός λόγος που κατακερματίζει την κυκλικότητα και τη σταθερότητα του χρόνου. Εμφαση δίνεται στο «έσχατον», μια λέξη που υπό την έννοια του χώρου σημαίνει «μακρινός» και υπό την έννοια του χρόνου σημαίνει «τελευταίος». Το «έσχατον» είναι λοιπόν ένας χρόνος όπου μόνο στο τέλος μπορεί να αποκαλυφθεί ο σκοπός όλων αυτών που συνέβησαν στο πλαίσιο αυτού του χρόνου, ο οποίος παύει τότε να είναι γίγνεσθαι και μεταφράζεται σε Ιστορία. Είναι πιθανόν να παρακολουθήσουμε τον χρόνο ως Ιστορία μόνο αν κινείται εντός μιας εσχατολογικής προοπτικής. Στο τέλος εκπληρώνεται αυτό που είχε ανακοινωθεί στην αρχή. Εγκαινιάζοντας την οπτική γωνία του σκοπού που υλοποιείται στο τέλος, ο χριστιανισμός γεννά μια χρονικότητα που είναι αποκλειστικά και μόνο μέλλον. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο διαχωρίζεται από τις πρωταρχικές μυθολογίες που «διάβαζαν» τον χρόνο με εφαλτήριο το παρελθόν, έναν χαμένο παράδεισο, αλλά επίσης προβάλλει τη σωτηρία σε αυτό το πιθανό μέλλον με το οποίο συνδέεται ή η ουτοπία ή η επανάσταση, που είναι και τα δύο χριστιανικά στοιχεία.
Ανήκουν στη μετά Χριστόν εποχή, φέρνουν στο φως το μοτίβο της ελπίδας και της ανα-γέννησης, προβάλλουν τη δυνατότητα σωτηρίας, θεωρούν ότι η Ιστορία έχει ένα νόημα και αντιμετωπίζουν με καχυποψία τον νιτσεϊκό «χρόνο χωρίς σκοπό». Η Δύση σαγηνεύτηκε από αυτό το καινούργιο χρονικό μοντέλο και υμνεί με τα Χριστούγεννα όχι την επιστροφή αλλά την ανα-γέννηση, τον ενθουσιασμό γι΄ αυτό που μπορεί να υποσχεθεί το μέλλον.
Ας μη βλέπουμε τα Χριστούγεννα με αθώα μάτια. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το βλέμμα των παιδιών. Στη δική τους μαγεία, γνωρίζουμε ότι υπάρχει προσωρινότητα και λίγο πλάνη. Μια γιορτή μπορεί να είναι καθολική μόνο αν συγκεντρώνει τις αλληγορίες του ανθρώπου και όχι μόνο την απλότητα και την αθωότητα. Ξεκινήσαμε από μια σπηλιά – είτε του Μίθρα είτε του Ιησού- αλλά στη συνέχεια εκσφενδονιστήκαμε από τον Μίθρα στον ουρανό για να ακολουθήσουμε την πορεία του ήλιου και από τον Ιησού στη γη για να ακολουθήσουμε την εξέλιξη της Ιστορίας. Ο χρόνος χωρίστηκε στα δύο, η φύση και ο κύκλος της υποχώρησαν μπροστά στο μέλλον και στην υπόσχεσή του.
Τα Χριστούγεννα δεν αφορούν το βίωμα και την έκφραση αγαθών συναισθημάτων, αλλά έχουν μια βαθύτερη σημασία: το διακύβευμα είναι ο άνθρωπος και η ιστορία του, ιδωμένα από μια πιο σοβαρή οπτική γωνία, η οποία είναι η εξής: «Δεν αρκεί να γεννιόμαστε. Γεννιόμαστε με σκοπό να ξαναγεννηθούμε».