«Αν όσοι μας ψήφισαν το ’81 πίστευαν ότι θα φεύγαμε από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, δεν θα μας είχαν ψηφίσει». Η φράση αυτή, που αποδίδεται στην Ανδρέα Παπανδρέου και χρονολογείται από το 1983, καταδεικνύει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο πώς ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ χρησιμοποιούσε την αντιευρωπαϊκή ρητορική για να απευθύνεται στο πολιτικό του ακροατήριο εντός συνόρων.


Το γνωστό σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», το περιβόητο εκείνο «δάνειο» του ΠαΣοΚ από το ΚΚΕ, εξυπηρετούσε στο έπακρον τη λογική του κόμματος, το οποίο μόλις επτά χρόνια μετά την ίδρυσή του ανήλθε στην εξουσία, το 1981. Ο Ανδρέας Παπανδρέου απευθυνόταν στο συναίσθημα των μικροαστικών μαζών, ενεργοποιούσε όλα τα μεταπολιτευτικά αντανακλαστικά μιας συγκεκριμένης μερίδας του πληθυσμού και όσα άλλα είχαν συσσωρευθεί κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και τα αξιοποιούσε με έναν και μοναδικό στόχο: να αυξάνει το εκλογικό του ποσοστό, ως τη νίκη του 1981. Από εκείνο το σημείο και έπειτα η ρητορική σχεδόν ποτέ δεν μεταβλήθηκε – αν και ο ίδιος ο Ανδρέας ουδέποτε διακήρυξε επί λέξει «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» -, όμως το ΠαΣοΚ κινήθηκε σε πολιτικούς όρους απολύτως ρεαλιστικά έναντι της Ευρώπης. Αλλωστε η ιστορική συγκυρία επέβαλλε κάτι τέτοιο: η ΝΔ και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαλαν τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, όμως το ΠαΣοΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου ανέλαβαν από την πρώτη στιγμή να διαχειριστούν την πορεία της και τη μετεξέλιξή της στο νέο θεσμικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο.


* Η διαχείριση της ένταξης


Εν τούτοις η σχέση με την ΕΟΚ και, πρωτίστως, η διαχείρισή της έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και για τις εσωκομματικές ισορροπίες και διεργασίες στο ΠαΣοΚ, τόσο πριν όσο και μετά το 1981. Χαρακτηριστικό της περιόδου πριν από τη νίκη στις εκλογές ήταν το επεισόδιο του 1979, το οποίο οδήγησε σε μία από τις πολλές ρήξεις μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Κ. Σημίτη, ο οποίος είχε ήδη από το 1978 φροντίσει να αποστασιοποιηθεί από τη ρητορική του κόμματος έναντι της Κοινότητας.


Η σύγκρουση εκείνη ανάμεσα στον ιδρυτή του ΠαΣοΚ και στον μετέπειτα διάδοχό του στην πρωθυπουργία και στην ηγεσία του κόμματος προκλήθηκε με αφορμή μια κομματική αφίσα. «Ναι στην Ευρώπη των λαών, όχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων» ήταν το σύνθημα και ο Κ. Σημίτης, ως υπεύθυνος για την κομματική προπαγάνδα, δέχθηκε βολές από πολλούς συντρόφους του, με το σκεπτικό ότι κινήθηκε εκτός κομματικής γραμμής. Κατηγορήθηκε ακόμη και ως «Σοσιαλδημοκράτης», έννοια που για το ΠαΣοΚ ακόμη και σήμερα δύσκολα γίνεται ευρέως αποδεκτή. Η σύγκρουση εκείνη οδήγησε στην «καθαίρεσή» του από το Εκτελεστικό Γραφείο και στην πολύμηνη απουσία του στη Γερμανία. Μετά τις εκλογές του 1981 ωστόσο ο Ανδρέας αναθέτει στον Κ. Σημίτη το υπουργείο Γεωργίας, το οποίο εκείνη την εποχή θεωρούνταν το πλέον «ευρωπαϊκό», δεδομένου ότι διαχειριζόταν τεράστια κονδύλια.


Από την εκλογική νίκη του 1981 και έπειτα ο Ανδρέας Παπανδρέου δείχνει να αναλαμβάνει προσωπικώς τη διαχείριση της σχέσης με την ΕΟΚ και παίρνει χαρακτηριστικές πρωτοβουλίες. Αποφασίζει την ίδρυση ειδικής υπηρεσίας, η οποία εντάσσεται στο υπουργείο Εξωτερικών και επικεφαλής της τίθεται αρχικώς ο Γρηγόρης Βάρφης, ενώ τον «διαδέχεται» ως υφυπουργός Εξωτερικών το 1984 ο Θόδωρος Πάγκαλος. Η υπηρεσία αυτή κατ’ ουσίαν αναφέρεται απευθείας στον Πρωθυπουργό.


Μία εβδομάδα μετά τη νίκη στις εκλογές του 1981 ο υφυπουργός Εξωτερικών Ασημάκης Φωτήλας υποβάλλει στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων μια περιγραφή της σχέσης Ελλάδας – ΕΟΚ, η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν μια γενική εισήγηση με σκοπό «να γεφυρωθούν οι διαπεριφερειακές ανισότητες και να ενισχυθούν οι χώρες του Νότου της Ευρώπης». Με τον τρόπο αυτόν το ΠαΣοΚ δείχνει εμπράκτως ότι στόχος του δεν είναι να βγάλει την Ελλάδα από την ΕΟΚ, αλλά να τη θέσει σε μια διαδικασία διαρκούς (επανα)διαπραγμάτευσης.


Ακολουθεί η κατάθεση μνημονίου, με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση ζητεί την επαναδιαπραγμάτευση των όρων ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το οποίο απορρίπτεται και εν τέλει η χώρα εντάσσεται (ή μάλλον παραμένει) στην Κοινότητα με τους ίδιους ακριβώς όρους και απολύτως ισότιμα με τα υπόλοιπα μέλη.


* Η προεδρία του 1983


Με αυτά τα δεδομένα το ΠαΣοΚ της πρώτης περιόδου ισορροπεί διαρκώς μεταξύ της αντιευρωπαϊκής εκλογικής ρητορείας του και του ευρωπαϊκού πολιτικού ρεαλισμού του. Καταφέρνει σχεδόν να ξεχαστεί το «δίλημμα» και αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΟΚ το 1983, ενώ το 1984 γίνονται οι δεύτερες ευρωεκλογές στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Ανδρέας μόλις το 1985 δίνει τέλος στη φιλολογία περί του τι σκοπεύει να κάνει το ΠαΣοΚ με την Ευρώπη: σε συνέντευξη Τύπου μετά το συμβούλιο κορυφής στις Βρυξέλλες ο τότε πρωθυπουργός ανακοινώνει, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, ότι «η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ για να μείνει», κάτι που ούτως ή άλλως οι περισσότεροι γνώριζαν.


Η ισοτιμία της Ελλάδας εντός ΕΟΚ γίνεται ευρέως αισθητή την ίδια περίοδο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου καταθέτει πρόταση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με την οποία καθιερώνονται τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), τα οποία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της χώρας. Εν τούτοις η αξιοποίησή τους και η διαχείρισή τους κρίθηκαν σε πολλές περιπτώσεις προβληματικές ή πλημμελείς.


Η έγκριση και η καθιέρωση της πρότασης του Ανδρέα Παπανδρέου για τα ΜΟΠ ήταν αποτέλεσμα σκληρής διαπραγμάτευσης με τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας έθεσε βέτο στην προοπτική ένταξης της Πορτογαλίας και της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Εν τέλει «πήρε» τα ΜΟΠ και συμφώνησε για τη διεύρυνση, την οποία επεδίωκαν οι δύο υπερδυνάμεις της Κοινότητας. Τα ΜΟΠ εφαρμόστηκαν ως και το 1993.


* Η δεκαετία του ’90


Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του ΠαΣοΚ ήταν δεδομένος. Και από τις αρχές του 1990 ο Ανδρέας Παπανδρέου αρχίζει να μιλάει για την αναγκαιότητα χάραξης κοινής πολιτικής της Ενωσης στους τομείς των Εξωτερικών και της Αμυνας. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη ακόμη και σήμερα, στην προσπάθειά της να επιτύχει και την πολιτική της ενοποίηση. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από ομιλία του Α. Παπανδρέου στη Μαδρίτη, τον Δεκέμβριο του 1990. Μεταξύ όλων των άλλων, ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ μιλούσε για την «οικοδόμηση της Πολιτικής Ενωσης», η οποία «προϋποθέτει την επεξεργασία ενός καταστατικού χάρτη που θα προβλέπει τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης».


Τρία χρόνια αργότερα, και έπειτα από την «παρένθεση» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το ΠαΣοΚ επανέρχεται στην εξουσία, έχοντας ήδη κάνει μια σαφή πολιτική επιλογή με την υπερψήφιση της συνθήκης του Μάαστριχτ στη Βουλή. Οι ευρωπαϊκές αποφάσεις στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ήταν πλέον σκληρές, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα στο εσωτερικό της χώρας. Εφαρμόζεται πάντως με αυστηρότητα και ευλάβεια η πολιτική του περιορισμού των ελλειμμάτων και η Ελλάδα τίθεται σε τροχιά ένταξης στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση.


Την «κληρονομιά» αυτή παραλαμβάνει ο δεύτερος πρωθυπουργός του ΠαΣοΚ, ο Κ. Σημίτης, ο οποίος προσηλώνεται στην επίτευξη ενός πολύ συγκεκριμένου στόχου: την τελική ένταξη της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση, κάτι που επιτυγχάνεται τον Ιανουάριο του 2001. Εχουν παρέλθει μόλις 20 χρόνια από τότε που το ΠαΣοΚ υποτίθεται ότι θα έθετε την Ελλάδα εκτός ΕΟΚ και εν τέλει είναι το ίδιο κόμμα που οδηγεί τη χώρα στον πυρήνα της ομάδας των κρατών που επιχειρούν ένα από τα σπουδαιότερα εγχειρήματα στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική ιστορία.