Εξήντα ένα χρόνια μετά την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών, προαγγέλου της συγκρότησης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και της εμφύλιας αναμέτρησης 1946-1949, «Το Βήμα» επιχειρεί να φωτίσει εικόνες και μνήμες του Εμφυλίου μέσα από τη διαχρονική «ματιά» της κομμουνιστικής Αριστεράς. Μία από τις πιο αιματηρές σελίδες που γράφτηκαν σε αυτόν τον τόπο κατά τον 20ό αιώνα και στιγμάτισαν κοινωνικοπολιτικά τη μεταπολεμική Ελλάδα αφήνοντας ως τις ημέρες μας τα «ίχνη» τους ήταν δίχως αμφιβολία ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις κομμουνιστογενείς δυνάμεις του ΔΣΕ και στις κυβερνητικές δυνάμεις με την έμπρακτη συμβολή των Αγγλοαμερικανών. Ηταν αναπόφευκτος ή όχι ο εμφύλιος πόλεμος; Η απόπειρα να δοθεί εκ των υστέρων απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα κινδυνεύει να είναι μια αναδρομική «ανάγνωση» της ιστορίας και των πεπραγμένων της, γεμάτη υποθετικά «εάν» και ερμηνείες κατά το δοκούν. Ηταν σίγουρα μια πολεμική αναμέτρηση για την εξουσία και την τελική επικράτηση της μιας ή της άλλης αντιμαχόμενης πλευράς σε ένα σύνθετο εσωτερικό πολιτικό πεδίο αστάθειας και βίας, άμεσα συνδεδεμένο με τις εξελίξεις σε ένα διεθνές περιβάλλον εύθραυστων ισορροπιών και αντιφάσεων και ως εκ τούτου τα περιθώρια για εξεύρεση μιας άλλης, ειρηνικής διευθέτησης των (αγεφύρωτων) διαφορών προφανώς ήταν εξ ορισμού περιορισμένα.
Το μεν εαμογενές κίνημα έβγαινε βαθιά τραυματισμένο από την ανοιχτή σύγκρουση του Δεκεμβρίου 1944 με τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους βρετανούς επικυρίαρχους στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό – ως την «παράδοση της σκυτάλης» στους Αμερικανούς το 1947 με το Δόγμα Τρούμαν – και αυτοεγκλωβισμένο από τη συμβιβαστική συμφωνία που υπέγραψε τον Φεβρουάριο του 1945 στη Βάρκιζα με τους νικητές της αναμέτρησης. Το δε αντίπαλο στρατόπεδο επιχειρούσε να θέσει, με κάθε μέσον, εκτός πολιτικού παιχνιδιού το ισχυρό εαμικό κίνημα και τον στρατιωτικό βραχίονά του, τον ΕΛΑΣ, δηλαδή το ΚΚΕ, το οποίο αποτέλεσε τον κύριο στυλοβάτη ενός εκ των σημαντικότερων εθνικών αντιστασιακών κινημάτων στην κατοχική Ευρώπη.
* Η «λευκή τρομοκρατία»
Το κύμα τρομοκρατίας που ακολούθησε την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, που έμεινε στην ιστορία ως «λευκή τρομοκρατία», την οποία ασκούσαν οι πολυάριθμες ακροδεξιές φιλομοναρχικές ομάδες και η χωροφυλακή ανά την Ελλάδα κατά των ΕΑΜιτών, αποτυπώνεται ευκρινώς στη δήλωση της 5ης Ιουνίου 1945 των αρχηγών των κομμάτων του τότε Κέντρου (Θεμ. Σοφούλη, Ν. Πλαστήρα, Γ. Καφαντάρη, Εμμ. Τσουδερού και Αλ. Μυλωνά): «Η εγκαθιδρυθείσα μετά το κίνημα του Δεκεμβρίου εις ολόκληρον την χώραν τρομοκρατία της άκρας Δεξιάς επεκτείνεται καθημερινώς, έχει δε προσλάβει ήδη έκτασιν και βιαιότητα καθιστώσαν αφόρητον την ζωήν των μη βασιλοφρόνων πολιτών, και αποκλείουσαν οιανδήποτε σκέψιν διεξαγωγής ελευθέρου δημοψηφίσματος ή εκλογών». Και ακόμη: «Αι τρομοκρατικαί οργανώσεις της άκρας Δεξιάς, εκ των οποίων αι κυριώτεραι είχον οπλισθή εν μέρει υπό των Γερμανών και παντειοτρόπως συνειργάσθησαν μετ’ αυτών, όχι μόνον δεν αφωπλίσθησαν, όχι μόνον δεν διώκονται, αλλά αναφανδόν συμπράττουν με τα όργανα της τάξεως προς τελείαν κάθε δημοκρατικής πνοής κατάπνιξιν».
* Σαν σήμερα στην Τσούκα
Σε αυτό το κλίμα σαν σήμερα πριν από 61 χρόνια, στις 28 Οκτωβρίου 1946, συγκροτήθηκε στην Τσούκα Αντιχασίων το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών με επικεφαλής τον Μάρκο Βαφειάδη και δύο μήνες αργότερα οι αντάρτικοι σχηματισμοί που δρούσαν στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα ως «ομάδες καταδιωκόμενων αγωνιστών» θα αποτελέσουν τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας με την υπ’ αριθμόν 19 διαταγή της 27ης Δεκεμβρίου 1946. Η διαταγή για την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών ανέφερε τα εξής:
«ΓΕΝΙΚΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΑΝΤΑΡΤΩΝ. Επιτελικό Γραφείο 1. Αριθ. Πρωτ. 1
Η στυγνή δίωξη των αγωνιστών και του δημοκρατικού λαού από τον αγγλόδουλο μοναρχοφασισμό και τα όργανά του, που ανάγκασαν χιλιάδες δημοκράτες να βγούνε στα βουνά για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, οδήγησε στη σημερινή ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος. Εχοντας υπόψη ότι είναι ώριμη πια η ανάγκη της δημιουργίας συντονιστικού οργάνου για το συντονισμό και την καθοδήγηση του όλου αντάρτικου αγώνα, αποφασίζουμε τη δημιουργία του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών, στο οποίο θα υπάγονται τα αρχηγεία Ανταρτών Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ρούμελης.
Σταθμός Διοίκησης Γενικού Αρχηγείου
28 Οκτώβρη 1946».
* Η «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα»
Λίγους μήνες πριν (25-27 Ιουνίου 1945) – και λίγες ημέρες μετά τον τραγικό θάνατο του αποκηρυγμένου από το κόμμα του Αρη Βελουχιώτη στη χαράδρα του Φάγγου στη Μεσούντα της Αρτας (στις 16 Ιουνίου) – η 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ αποφάσιζε να περάσει στη «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα» και επεξεργαζόταν τη «νέα μορφή κρατικής εξουσίας της λαϊκής δημοκρατίας και τα προβλήματα της λαϊκής δημοκρατίας στην Ελλάδα», όπως αναφέρεται στο «Βοήθημα για την ιστορία του ΚΚΕ» που κυκλοφόρησε το 1952 και συντάχθηκε από το Τμήμα Σχολών και Κομματικής Μόρφωσης του Οργανωτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ «με βάση τις «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ» του σ. Νίκου Ζαχαριάδη και τις βασικές αποφάσεις του κόμματος». Ηταν η περίοδος κατά την οποία (ο έγκλειστος στο Νταχάου καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου) Νίκος Ζαχαριάδης, έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα από τις 29 Μαΐου 1945, αναλαμβάνει να αποκαταστήσει «θεωρητικά – πολιτικά – οργανωτικά την πορεία του κόμματος και του κινήματος πάνω στον σωστό μαρξιστικό – λενινιστικό δρόμο από τον οποίο είχε πολιτικά και οργανωτικά εκτραπεί στην πρώτη κατοχή».
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους συνέρχεται το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το οποίο μεταξύ άλλων επιβεβαιώνει την ανάγκη για «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα ενάντια στη χίτικη δολοφονική τρομοκρατία», για «πανδημοκρατικό μέτωπο για την ομαλή δημοκρατική εσωτερική εξέλιξη σ’ ελεύθερες εκλογές» και αποφασίζει «να πάρει όλα τα στρατιωτικοτεχνικά μέτρα που θα του επιτρέψουν ν’ αντιτάξει την ένοπλη άμυνα του λαού σε κάθε προσπάθεια των μοναρχοφασιστών να επιβάλουν με οποιαδήποτε μορφή και με τη βία των όπλων ανοιχτό φασιστικό καθεστώς».
Θα ακολουθήσει η 2η Ολομέλεια του Φεβρουαρίου 1946, όπου η «γραμμή» για την ένοπλη απάντηση στο «μοναρχοφασιστικό άγος» θα συνδυαστεί οργανικά με τον ήδη υπάρχοντα προσανατολισμό προς την αποχή από τις δρομολογούμενες εκλογές οι οποίες προετοιμάζονταν σε συνθήκες αμφιλεγόμενης εγκυρότητας και σε κλίμα διώξεων (το Κέντρο είχε ανοιχτά καταγγείλει την αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων από την κυβέρνηση Βούλγαρη ως «καθαράν πράξιν εκλογικής νοθείας»). Τότε θα αποφασιστεί η προοδευτική έναρξη του ένοπλου αγώνα, σε συνδυασμό με την πολιτική δουλειά και τη μαζική πάλη. Ωστόσο εκτιμήθηκε ως σημαντικό λάθος (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, Αθήνα, 1988) το γεγονός ότι η Ολομέλεια, «ενώ προσανατόλισε το κίνημα και προς την ένοπλη πάλη, δεν επεξεργάστηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για τον ένοπλο αγώνα και δεν έδωσε σαφείς οδηγίες στις οργανώσεις, αφήνοντας έτσι να χαθεί η μεγάλη ευκαιρία για γρήγορη ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα».
* Λάθη στρατηγικής και τακτικής
Την ίδια άποψη είχε άλλωστε και ο Ζαχαριάδης, ο οποίος ωστόσο έβλεπε τα λάθη στρατηγικής και τακτικής στην πρώτη φάση (ως την 3η Ολομέλεια του Σεπτεμβρίου 1947) ως απόρροια της «αρνητικής κληρονομιάς της πρώτης κατοχής και του πρώτου ένοπλου αγώνα στον δεύτερο αγώνα». Μάλιστα στα «Δέκα χρόνια πάλης» θα γράψει ότι «ο ΕΛΑΣ ούτε σα συγκρότηση, διάρθρωση, ούτε στον πολιτικό προσανατολισμό του, ούτε στη στελέχωση, μα ούτε και στην ταχτική και στρατηγική ανοικοδομήθηκε σαν όργανο της σωστής λαϊκής επαναστατικής πολιτικής». «Επρεπε λοιπόν να απαλλαγεί ο ΔΣΕ από την αρνητική, απαράδεχτη κληρονομιά του ΕΛΑΣ, να γίνει ένα καινούργιος λαϊκοεπαναστατικός στρατός», όπως αναφέρεται στο «Βοήθημα» του 1952.
Η επιλογή του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 ερχόταν εκ των πραγμάτων σε ευθεία ταύτιση με την άλλη επιλογή του Ζαχαριάδη για την ένοπλη σύγκρουση. Εκ των υστέρων αναγνωρίστηκε από τον ίδιο ως «ένα άλλο σοβαρό λάθος ταχτικής», διότι, όπως παραδέχθηκε (στα «Δέκα χρόνια πάλης»), με την αποχή «πιστεύαμε ότι θα καλλιεργούσαμε τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες στις μάζες, τη στιγμή που ξέραμε ότι οι Αγγλοι και οι μοναρχοφασίστες θα χρησιμοποιούσαν τα εκλογικά αποτελέσματα για να δυναμώσουν την τρομοκρατική επίθεσή τους», αλλά και γιατί «πιστεύαμε ότι με την αποχή αφαιρούμε αυτή τη δυνατότητα απ’ τον εχθρό και προετοιμάζουμε καλύτερα το λαό για τη νέα ένοπλη αντιπαράθεση».
Ετσι η επίθεση ανταρτών κατά του Σταθμού Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο ανήμερα τις εκλογές ήταν η έμπρακτη απόδειξη της επιλογής του ΚΚΕ για ένοπλη αναμέτρηση με τον αντίπαλο. Το Γ´ Ψήφισμα της Γ´ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων περί «εκτάκτων μέτρων» που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 1946 και προέβλεπε την ποινή του θανάτου «κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους» επισφράγισε την επιλογή της κυβερνητικής πλευράς – με τη συγκατάθεση πάντοτε των Βρετανών – για το «ξεκαθάρισμα των λογαριασμών», ενώ η επάνοδος του βασιλιά Γεωργίου Β´ με το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, το οποίο διεξήχθη σε ασφυκτικό πολιτικό κλίμα, σηματοδοτούσε την οριστική απόφαση της φιλομοναρχικής Δεξιάς για εξοβελισμό του ΕΑΜικού κινήματος από τη μεταβαρκιζιανή πολιτική σκηνή. Θα ακολουθήσει εντός του 1947 η ψήφιση του περιβόητου Νόμου 509 «περί μέτρων ασφαλείας του κράτους» (διατηρήθηκε ως τη Μεταπολίτευση) ως απάντηση της κυβέρνησης Σοφούλη στη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης του βουνού, υπό τον Βαφειάδη. Με τον Νόμο 511, εξάλλου, δημιουργήθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Μακρονήσου, της Γυάρου κ.ά.
* «Αγόμεθα προς δύσκολον θέσιν»
Ο Εμφύλιος, έπειτα από μια δυναμική αρχικά εμφάνιση των δυνάμεων του ΔΣΕ, η οποία απείλησε στρατιωτικά τον αντίπαλο («αγόμεθα μοιραίως προς δύσκολον θέσιν» έγραφε σε αναφορά του ο στρατηγός Κ. Βεντήρης), θα οδηγήσει σταδιακά σε ήττα του ΚΚΕ και στην κυριαρχία των κυβερνητικών δυνάμεων, τον Αύγουστο του 1949. Σε αυτό επέδρασαν καθοριστικά μια σειρά λάθη (όπως η μη έγκαιρη επίλυση του προβλήματος των εφεδρειών και του ανεφοδιασμού των τμημάτων του Κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου στη Νότια Ελλάδα κτλ.) και αντικειμενικά εμπόδια που έθετε η στάση ουδετερότητας που τήρησε ο Στάλιν στο πλαίσιο των συμφερόντων της ΕΣΣΔ και των «παζαριών» με τον Τσόρτσιλ, αλλά και το γύρισμα της πλάτης που επεφύλαξε στον Ζαχαριάδη η «φασιστική κλίκα του Τίτο», όπως την αποκαλούσε.
Ως προς την πολιτική «γραμμή» πάντως, το ΚΚΕ θεωρούσε ότι «ήταν βασικά σωστή» όπως εκτιμούσε ο Ζαχαριάδης, ο οποίος ερμήνευε την ήττα ως αναγκαστική «προσωρινή υποχώρηση» και καλούσε τις αποδεκατισμένες δυνάμεις των μαχητών του ΔΣΕ – η πλειονότητα των οποίων διέφυγε μέσω Αλβανίας προς τις σοσιαλιστικές χώρες – να είναι με «το όπλο παρά πόδα»!
* Η σύγκρουση ΕΛΑΣ και ΔΣΕ
Οπως σχολιάζει σχετικά ο ιστορικός κ. Ν. Μαραντζίδης, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και μέλος του Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων, κατά την περίοδο των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων «της ζαχαριαδικής – σταλινικής παντοδυναμίας» για το ΚΚΕ «δεν επρόκειτο περί εμφυλίου πολέμου, αλλά για απελευθερωτικό πόλεμο ενάντια στην ξένη κατοχή και στα φασιστικά όργανά τους που στην πρώτη φάση είναι οι Γερμανοί και τα τάγματα ασφαλείας και στη συνέχεια οι Αγγλοαμερικανοί και οι ελληνικές κυβερνήσεις». Επισημαίνει δε, ότι στη φάση αυτή «η σύγκριση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ απέβαινε εις βάρος του πρώτου, καθώς ήταν φανερό πως η προηγούμενη σταδιοδρομία του ΕΛΑΣ όχι μόνο δεν ενθουσίαζε τη ζαχαριαδική ηγεσία, αλλά αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση και καχυποψία, όπως επίσης και η μάζα των καπεταναίων που τον είχε στελεχώσει».
Κατά τον κ. Μαραντζίδη η εικόνα και η μνήμη του Εμφυλίου στην κομμουνιστική Αριστερά υπόκειται στη μεταζαχαριαδική περίοδο και σε βάθος χρόνου (1956-1990) μια συστηματική προσπάθεια αναθεώρησης της κυρίαρχης εικόνας της περιόδου της Κατοχής. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά, το 1959 αποφασίστηκε η συγκρότηση κύκλου Ιστορίας με αντικείμενο τη μελέτη του 20ού αιώνα, με ιδιαίτερο στόχο την ανάδειξη της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Σύμφωνα μάλιστα με γράμμα του υπεύθυνου του ιστορικού κύκλου Α. Παπαναγιώτου, «η σχετική καθυστέρηση εκ μέρους του κόμματος να αναδείξει την ΕΑΜική Αντίσταση οφείλεται βέβαια στην κατάσταση που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά στη χώρα μας και στην πολιτική Ζαχαριάδη που έκανε ό,τι μπόρεσε για να σβήσει και να συκοφαντήσει το υπέροχο αυτό κίνημα».
Στη Μεταπολίτευση, τα πράγματα κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση με μια βασική ιδιαιτερότητα, όπως σημειώνει ο κ. Μαραντζίδης: τον ανταγωνισμό μεταξύ κομμουνιστικής Αριστεράς και ΠαΣοΚ για τη μνήμη της Εθνικής Αντίστασης. «Σε ό,τι αφορά τον εμφύλιο πόλεμο, η μνήμη της Αριστεράς κόπηκε κατά κάποιο τρόπο στα δύο: από τη μια αυτή του ΚΚΕ εσωτερικού που επέμεινε να αναδεικνύει τον τυχοδιωκτισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ και ιδιαίτερα του Ζαχαριάδη, όπως επίσης και τα στρατηγικά της λάθη (αποχή από τις εκλογές) και από την άλλη το ΚΚΕ έμοιαζε να στέκεται αμήχανο απέναντι στη ζαχαριαδική κληρονομιά που ενώ δεν υιοθετούσε, δεν έδειχνε να απορρίπτει κιόλας» υπογραμμίζει.
Οσον αφορά την περίοδο της συγκυβέρνησης Δεξιάς – Αριστεράς, το 1989, ο κ. Μαραντζίδης θεωρεί ότι «τότε γίνεται μια ακόμη «αναθεώρηση» της ματιάς για τον Εμφύλιο από το ΚΚΕ και μάλιστα στο κρίσιμο θέμα της περιοδολόγησής του». Η κυβέρνηση Τζαννετάκη ψήφισε νόμο για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος προσδιόριζε ως εμφύλιο πόλεμο τη χρονική περίοδο αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων (1944) ως το 1949. «Ετσι όλες οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και των ταγμάτων ασφαλείας στην Πελοπόννησο και τις διάφορες ένοπλες ομάδες στη Βόρεια Ελλάδα γίνονταν τώρα αποδεκτές από τη θεσμική μνήμη της χώρας ως εμφύλιος πόλεμος» σχολιάζει, διευκρινίζοντας ότι το γεγονός αυτό ανέτρεπε το πάγιο σχήμα περιοδολόγησης που προώθησε συστηματικά η Αριστερά: Κατοχή 1941-1944, Λευκή Τρομοκρατία 1945-1946, Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949.
Από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1991 και μετά, παρατηρείται κατά τον κ. Μαραντζίδη «η φανερή ωραιοποίηση και μυθοποίηση του ΔΣΕ, καθώς ο εμφύλιος πόλεμος παρουσιάζεται τώρα από το ΚΚΕ ως μια «δικαιωμένη πολιτική», η δε ηρωοποίηση του ΔΣΕ μετατρέπεται σε πράξη «προάσπισης της ιστορίας της Αριστεράς, υπόμνησης των αγώνων της και υπενθύμισης πως η ιστορία δεν τελείωσε»».
* Η καθυστερημένη προβολή του ΔΣΕ
Στο ερώτημα γιατί το ΚΚΕ ασχολήθηκε καθυστερημένα με την προβολή του ΔΣΕ και της ιστορίας του και αν αυτό υπέκρυπτε κάποιου είδους πολιτικό και ιστορικό «κόμπλεξ» γύρω από το ζήτημα του Εμφυλίου, ο ιστορικός και δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» κ. Γ. Πετρόπουλος σχολιάζει ότι «αυτό δεν είναι ορθό διότι ο αγώνας του ΔΣΕ δεν σταμάτησε ποτέ να θεωρείται κορυφαία στιγμή στην κομματική ιστορία». Κατά την άποψή του η πραγματικότητα έχει ως εξής: «Για δεκαετίες ολόκληρες η ΕΑΜική Αντίσταση δεν αναγνωριζόταν από την Πολιτεία, συκοφαντούνταν και οι αγωνιστές της βρίσκονταν υπό καθεστώς παντός είδους διωγμού. Η ανάγκη να σταματήσει αυτό συσπείρωνε ευρύτατες δυνάμεις, πολύ πέρα από το ΚΚΕ, και υποχρέωνε το κόμμα, στην πολιτική του προς τα έξω, να προβάλλει περισσότερο το ζήτημα της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης, γεγονός που δημιουργούσε την εντύπωση πως ο ΔΣΕ είτε περνούσε σε δεύτερη μοίρα, είτε είχε «πέσει» στη σιωπή».
Εκπρόσωπος μιας άλλης «σχολής» της αριστερής ιστοριογραφίας, ο κ. Πετρόπουλος πιστεύει ότι «αν περιοριστούμε στην ερμηνευτική έννοια του όρου «εμφύλιος πόλεμος» ως πολέμου μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής, τότε συσκοτίζουμε – αν δεν διαστρεβλώνουμε – την ιστορική αλήθεια, αφού ισοπεδώνουμε τις ταξικές διαφορές που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία με αποτέλεσμα να παραβλέπουμε ή να υποβαθμίζουμε τις κοινωνικές αιτίες που οδηγούν σε μια τέτοια εξέλιξη».
Θεωρεί δε, ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ «δεν είχαν κανένα λόγο να καταφύγουν στα όπλα για να πάρουν την εξουσία, καθώς την είχαν και την παρέδωσαν». Ετσι, ισχυρίζεται ότι «το ΚΚΕ υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τον ένοπλο αγώνα, καταρχήν για λόγους άμυνας, εξαιτίας του μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου που είχε επιβάλει ο αντίπαλος, ενώ στη συνέχεια πέρασε ολοκληρωτικά σ’ αυτή τη μορφή πάλης μη έχοντας διαφορετική επιλογή».
Τέλος, έχει σημασία η επισήμανσή του ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα «και πριν και μετά τον εμφύλιο προβληματίστηκε για το αν θα μπορούσε να αποφύγει την ένοπλη πάλη» και ότι «μόνο σε μία περίπτωση στην ιστορία του ταλαντεύτηκε για αυτή του την επιλογή: στο 8ο Συνέδριο, το 1961, όταν διατυπώθηκε η θέση – η οποία και υιοθετήθηκε – ότι η αποχή από τις εκλογές του ’46 ήταν λάθος «καθοριστικής σημασίας»». Η ερμηνεία του είναι ότι «έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, το ΚΚΕ περνούσε στην άποψη ότι αν συμμετείχε στις εκλογές, θα μπορούσε να υπάρξει τέτοιο εκλογικό αποτέλεσμα που θα καθιστούσε την ένοπλη πάλη μη αναγκαστική, δυνατότητα όμως που οι εκλογές του ’46 δεν παρείχαν ως ενδεχόμενο, ούτε κατά διάνοια».