Τ ο μεταπολεμικό δημιούργημα του Πρόδρομου Αθανασιάδη , του βιομήχανου που έμεινε γνωστός με το όνομα Μποδοσάκης, η Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρεία Λάρκο ιδρύθηκε πριν από 44 χρόνια. Ηταν το 1963 όταν αυτός πείστηκε από το επιστημονικό δυναμικό της χώρας ότι άξιζε να επενδύσει κανείς στα νικελιούχα σιδηρομεταλλεύματα της Ελλάδας και να τροφοδοτεί με σιδηρονικέλιο τους μεγάλους παραγωγούς ανοξείδωτου χάλυβα της παγκόσμιας αγοράς.
Είχε συμβουλευτεί προηγουμένως, λέγεται, τον φίλο του γερμανό μεγαλοβιομήχανο μεταλλουργίας Κρουπ της ομώνυμης κολοσσιαίας εταιρείας, η οποία και κατασκεύασε τη μονάδα της Λάρυμνας. Η ΛΑΡυμνα ΚΟμπανι ήταν κατά 80% δική του, μέσω της Εταιρείας Λιπασμάτων.
Οι Καναδοί της μεγάλης και τρανής Ιnco ήθελαν να έχουν τον πρώτο λόγο, αλλά ο Μποδοσάκης δεν το δέχτηκε. Συνεταιρίστηκε τον Απρίλιο του 1963 με τους Γάλλους της Λε Νικέλ, που απέκτησαν με 1,5 εκατ. δολάρια το 20% έναντι 8,5 εκατ. δολαρίων που επένδυσε ο ίδιος.
Οι επενδύσεις στα μεταλλεία και στο εργοστάσιο στη Νοτιοανατολική Φθιώτιδα δεν άργησαν να μπουν στ΄ αυλάκι κι έτσι εν έτει 1966 η Λάρκο, ενσωματώνοντας τα αποτελέσματα ερευνών διαπρεπών επιστημόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, άρχισε να αξιοποιεί τα σιδηρομεταλλεύματα για να παράγει όχι απλώς σιδηρονικέλιο αλλά ένα εξαιρετικής ποιότητας κράμα κοκκοποιημένου σιδηρονικελίου.
Αυτή ήταν μια μεγάλη καινοτομία για την εποχή και όχι λίγοι από τους μεγάλους παραγωγούς σιδηρονικελίου της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ωκεανίας επιδόθηκαν σε κυνήγι βιομηχανικής κατασκοπείας, τάζοντας ταυτοχρόνως λαγούς και πετραχήλια σε όσους αυτομολούσαν και ομολογούσαν τα καλοφυλαγμένα μυστικά της Λάρκο. Ο μεταλλειολόγος καθηγητής του ΕΜΠ Λουκάς Μούσουλος, στενός συνεργάτης του Μποδοσάκη, ήταν ο βασικός συντελεστής της τεχνογνωσίας αυτής.
Η έκρηξη τιμών
Ωστόσο τότε δεν είχε έλθει ακόμη η εποχή που θα μπορούσε να μιλάει κανείς, όπως σήμερα, για τη «φούσκα» των βιομηχανικών μετάλλων. Οι τιμές του νικελίου δεν ήταν υψηλές. Επιπλέον, η Λάρκο δυσκολεύτηκε πολύ στα πρώτα της βήματα να φθάσει η παραγωγή της σε ικανοποιητικά επίπεδα, γεγονός που απογοήτευσε τους Γάλλους. Ο Μποδοσάκης είχε την ευφυία να τους προτείνει και να τους πείσει να του μεταβιβάσουν το μερίδιό τους το 1968, λίγο προτού οι τιμές εκτοξευτούν στα ύψη. « Είχε το χάρισμα να μυρίζεται το κέρδος » υποστηρίζει ένας από τους παλαιότερους αξιωματούχους της βιομηχανίας. Ηταν τόσα τα κέρδη το 1968 και το 1969 που «βγήκαν» όλα τα λεφτά της επένδυσης! Ο πλούτος της εταιρείας, που διέθετε στο εξωτερικό όλη της παραγωγή της, ήταν τόσο μεγάλος που δεν κρυβόταν!
Ετσι η παραγωγή το 1970, από τους 2.500 τόνους που ήταν το 1967, ανέβηκε στους 8.600
τόνους κι έφθασε στους 10.600
τόνους το 1971. Στην Εύβοια άρχισαν να αναπτύσσονται νέα μεταλλεία και το 1976 η επιχείρηση αποτόλμησε επενδύσεις-μαμούθ. Στα μεταλλεία της Εύβοιας εγκαταστάθηκε εκσκαπτικός εξοπλισμός που ήταν ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη, ενώ στο εργοστάσιο εγκαταστάθηκε τέταρτη μεγάλη περιστροφική κάμινος και πέμπτο ηλεκτροκάμινο. Η παραγωγή έφθασε το 1976 στους 16.448 τόνους, ενώ πέρυσι ήταν 17.737 τόνοι και το 2005, τη χρονιά του παραγωγικού ρεκόρ της Λάρκο από συστάσεώς της, ήταν 19.235 τόνοι. Οι ιστορικές απεργίες
Οι απεργίες που ξέσπασαν στη Λάρκο το 1977 και το 1978, καθώς οι συνδικαλιστές έκαναν λόγο- πολλές φορές διόλου αδίκως- για απαράδεκτους όρους και συνθήκες δουλειάς, αποκάλυψαν τα μελανά σημεία του οικοδομήματος. Ο γηραιός Μποδοσάκης, όταν η αστυνομική συνδρομή της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή απέτυχε, έδωσε ο ίδιος τη λύση. Ωστόσο το 1979 ήταν μοιραία χρονιά για τη Λάρκο. Το έτος αυτό άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Μια φοβερή έκρηξη στη μονάδα της Λάρυμνας, που ορισμένοι αποδίδουν ακόμη και σήμερα γενικώς και αορίστως σε σαμποτάζ, έστειλε στον τάφο και στα νοσοκομεία αρκετούς εργάτες, συγκλονίζοντας τη χώρα. Ο δημιουργός της Λάρκο είχε ήδη φύγει από τη ζωή.
Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1979. Η επιχείρηση έψαχνε ακόμη τον διάδοχό του και τις προοπτικές της, με μπόλικα δανειακά βάρη στις πλάτες της ένεκα των επενδύσεων. Ο τότε υφυπουργός Βιομηχανίας και μετέπειτα πρόεδρος της ΝΔ έδωσε μια λύση που ήταν ίσως η καλύτερη για τους εργάτες και την κοινή γνώμη αλλά η χειρότερη δυνατή για την εταιρεία, απαγορεύοντας για ένα εξάμηνο τη λειτουργία της. «Αυτό την κατέστρεψε,την πήγε χρόνια πίσω,τη βύθισε για τα καλά στα χρέη…» επιμένουν κάποιοι ακόμη και σήμερα.
Ηδη από το 1978 η παραγωγή είχε υποχωρήσει στους 13.000 τόνους και το 1981 είχε πέσει στους 10.000 τόνους, γεγονός που σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών διόγκωνε τόσο τις ζημιές όσο και τα χρέη. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης , πριν από την άνοδο του ΠαΣοΚ, φρόντισε για τη χρηματοδότησή της από την Εθνική Τράπεζα, αλλά ούτε η εξαρχής προνομιακά χαμηλή τιμή με την οποία η ΔΕΗ διέθετε την ηλεκτρική ενέργεια στην άκρως ενεργοβόρο Λάρκο, όπως έκαναν άλλωστε λίγο- πολύ όλες οι κρατικές εταιρείες ηλεκτρισμού των χωρών που είχαν ανάλογες βιομηχανίες, ήταν αρκετή για να την κρατήσει ακμαία.
Ωσπου τον Απρίλιο του 1982 η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου παίρνει με τη σειρά της μια απόφαση για την οποία και αυτή αργότερα θα μετανιώσει. Με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, ο έλεγχος της Λάρκο περνά στην Εθνική Τράπεζα και σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Λόγω και των κακών τιμών πάει όμως από το κακό στο χειρότερο και στις 31 Μαρτίου 1982, αφού εν τω μεταξύ οι πιστωτές της την έχουν απομυζήσει, με υπουργική απόφαση τίθεται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης εν λειτουργία, με αρνητική καθαρή λογιστική αξία περί τα 35 εκατ. ευρώ. Με τη βοήθεια των τιμών, η επιχείρηση δημιουργεί ως τα τέλη του 1988 ταμειακά διαθέσιμα περί τα 18 εκατ. ευρώ.
Στις προβληματικές
Καθώς όλοι προεξοφλούν την πλήρη κατάρρευσή της λόγω συσσώρευσης χρεών με ρυθμίσεις που έμοιαζαν με πανωτόκια και οδήγησαν το χρέος σε πάνω από 85 εκατ. ευρώ, αναζητείται αγοραστής αλλά δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα. Ο οργανισμός των προβληματικών επιχειρήσεων ΟΑΕ «αγοράζει» τις απαιτήσεις των κρατικών πιστωτών έναντι μετοχών, διοργανώνει στις 14 Δεκεμβρίου 1988 πλειστηριασμό και αγοράζει ο ίδιος τα πάγια, αφήνοντας στο ταμείο του εκκαθαριστή, που ήταν ένα πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης γνωστού υπουργού, κυκλοφορούν ενεργητικό άνω των 20 εκατ. ευρώ. Ως τις 17 Μαΐου 1989 η Λάρκο, καθώς οι τιμές καλπάζουν, πραγματοποιεί κέρδη ύψους 20,5 εκατ. ευρώ τα οποία όμως περνούν εν ριπή οφθαλμού στον ΟΑΕ. Ηταν τόσο εύστοχες οι ρυθμίσεις ώστε άρχισε τότε να λειτουργεί νέα Λάρκο, με μετοχικό κεφάλαιο… 300.000 ευρώ, χωρίς να κατέχει πάγια και με άγνωστους όρους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Τα πάγια μεταβιβάστηκαν στη νέα Λάρκο, ενώ συνέχιζε να υπάρχει και η αφανής παλαιά Λάρκο, τελούσα διαρκώς υπό εκκαθάριση, στις 30 Μαΐου 1990. Προσπάθειες της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να την πουλήσει βαίνουν άκαρπες, ενώ η τιμολόγηση της ενέργειας αυξήθηκε κατά 76% και η επιχείρηση χρεωνόταν με τόκους υπερημερίας.
Ωσπου με κυβέρνηση πια του Κ.Σημίτη, το 1995 ρυθμίζεται ευνοϊκά η τιμολόγηση του ρεύματος και στις 27 Απριλίου 1998 διαγράφονται τόκοι υπερημερίας ύψους 82 εκατ. ευρώ. Μέτοχοι γίνονται πια η Εθνική Τράπεζα με 36%, το υπουργείο Οικονομικών με 35,4% και η ΔΕΗ με 28,6%. Ουδείς ωστόσο δέχεται να την χρηματοδοτεί! Ολοι δείχνουν να τη θεωρούν «ξοφλημένη»!
Οι διοικήσεις από το 1982 εναλλάσσονται ανάλογα με την κυβέρνηση και τον υπουργό και οι μεγάλες ζημιές διαδέχονται, ανάλογα με την εξέλιξη των τιμών, τα συγκριτικά χαμηλά κέρδη. Μόνο ιάπωνες τραπεζίτες εμφανίζονται πρόθυμοι να τη χρηματοδοτούν. Οχι με το αζημίωτο φυσικά. Το 2003 η επιχείρηση βρίσκει διέξοδο στην προπώληση μεγάλου μέρους της παραγωγής της, εν ονόματι της προστασίας από ενδεχόμενη πτώση των τιμών, με αποτέλεσμα στο τέλος του έτους να μετράει διαφυγόντα κέρδη περί τα 35 εκατ. ευρώ! Το 2006, καθώς οι τιμές εκτοξεύονται σε πρωτοφανή ύψη, πραγματοποιεί κέρδη 30 εκατ. ευρώ, αλλά τα διαφυγόντα έσοδα- κέρδη εξαιτίας της προπώλησης πολύ μεγάλου μέρους της παραγωγής της υπό συνθήκες που αποτελούν πλέον αντικείμενο και δικαστικής έρευνας- υπολογίζονται στα 70 εκατ. ευρώ!