Το τενεκεδένιο ταμπούρλο
Το σοκ που προκάλεσε το Τενεκεδένιο ταμπούρλο στη μεταπολεμική Γερμανία το 1959, όταν πρωτοεκδόθηκε ήταν ανάλογο και της τεράστιας κυκλοφοριακής επιτυχίας του. Μέσα σε έναν χρόνο μόνο η γερμανική έκδοση του μυθιστορήματος ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 300.000 αντίτυπα. Ηταν η πλέον ευφάνταστη αλληγορία για τη ναζιστική Γερμανία, τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις τύψεις και το αίσθημα ενοχής των Γερμανών για τη χιτλερική εποχή. Ο συγγραφέας του Γκύντερ Γκρας ήταν τότε μόλις 32 ετών, είχε δημοσιεύσει ένα βιβλίο με ποιήματα, είχε δοκιμάσει την τύχη του ως θεατρικός συγγραφέας χωρίς να πετύχει σπουδαία πράγματα και ξαφνικά η φήμη του μέσα σε μια μέρα εκτοξεύθηκε στα ύψη. Εκτοτε, κάθε βιβλίο του προκαλούσε έντονες συζητήσεις, ύμνους από την κριτική αλλά όχι σπάνια και οργισμένες αντιδράσεις. Πάντως, ουδέποτε ο Γκρας περνούσε απαρατήρητος. Πέρυσι, στα 80 του χρόνια, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι και προκάλεσε σάλο, αφού ομολογούσε εκεί ότι στα 16 του χρόνια υπήρξε μέλος των διαβόητων χιτλερικών Βάφεν Ες Ες. Ορισμένοι μάλιστα δεν δίστασαν να ζητήσουν να του αφαιρεθεί το βραβείο Νομπέλ που του είχε απονεμηθεί το 1999. Παλαιότερα επίσης είχαν προκαλέσει σάλο, ιδιαίτερα ανάμεσα στους πολίτες και τους διανοούμενους της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, οι απόψεις του ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου οι δύο Γερμανίες, Ανατολική και Δυτική, δεν θα έπρεπε να επανενωθούν ή τουλάχιστον αυτό δεν θα έπρεπε να γίνει αμέσως, γιατί δεδομένου του χιτλερικού παρελθόντος της χώρας κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο για την Ευρώπη.
Γεννημένος το 1927 στην τότε Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ (το σημερινό Γκντανσκ) είχε μια περιπετειώδη ζωή με πολλές στερήσεις. Σπούδασε γλυπτική και γραφικές τέχνες αλλά τις άσκησε περιστασιακά, όταν ήταν πολύ νέος, κερδίζοντας μετά βίας τα προς το ζην. Η μοίρα ωστόσο είχε αποφασίσει αλλιώς. Ο Γκρας θα γινόταν ο διασημότερος και προκλητικότερος πεζογράφος της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Για πολλά χρόνια ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στους κόλπους του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και δημοσίευσε πλήθος πολιτικά άρθρα και δοκίμια. Υπήρξε στενός φίλος του Βίλι Μπραντ και άλλων επιφανών στελεχών του κόμματος, ενώ δεν έπαψε να γράφει μυθιστορήματα, επιτυχημένα μεν αλλά όχι της ίδιας αξίας με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί το κορυφαίο έργο του και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα παγκοσμίως μυθιστορήματα της μεταπολεμικής εποχής. Η σημασία του υπήρξε τεράστια για τα ευρωπαϊκά γράμματα γιατί είναι το πρώτο μυθιστόρημα που σπάει την παράδοση του εσωτερικού μυθιστορήματος και, όπως λέει ο Τζορτζ Στάινερ, ο Γκρας συνεχίζει εκεί όπου σταμάτησε ένας άλλος προπολεμικός συγγραφέας της Γερμανίας, ο Αλφρεντ Ντέμπλιν, με το κορυφαίο του μυθιστόρημα Βερολίνο, Αλεξάντερπλατς.
Από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Γκρας ξεχωρίζουν Η γάτα και το ποντίκι (1963) και τα Σκυλίσια χρόνια (1965). Αυτά, μαζί με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο, αποτελούν τη λεγόμενη Τριλογία του Ντάντσιχ. Η αυτοβιογραφία του είναι ένα ειλικρινές και συγκινητικό βιβλίο που δεν αποκαλύπτει μόνο το ναζιστικό «παρελθόν» του αλλά και πολλές πτυχές της ζωής του, την προσπάθειά του να εκφραστεί, να βρει τον δρόμο του και να βάλει σε τάξη τη ζωή του.
* Το τύμπανο των τύψεων
Στο Τενεκεδένιο ταμπούρλο διαβάζουμε την ιστορία ενός νάνου ονόματι Οσκαρ, γιου μπακάλη, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον μέσο Γερμανό. Ο νάνος του Γκρας, από τις εκπληκτικότερες φιγούρες του μεταπολεμικού μυθιστορήματος, δεν μιλάει αλλά βγάζει κάτι παράξενες τσιρίδες ικανές να κομματιάσουν οποιοδήποτε γυαλί. Ο Οσκαρ έχει ένα τενεκεδένιο ταμπούρλο που το λατρεύει και το χτυπά όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Τα χρόνια περνούν, ο νάνος μεγαλώνει αλλά έχει πάψει να ψηλώνει από τα τρία του χρόνια. Ερχεται ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος και η μεταπολεμική εποχή αλλά ο τρομερός νάνος συνεχίζει να χτυπάει το ταμπούρλο του και στο τέλος καταδικάζεται για φόνο και καταλήγει στο ψυχιατρείο.
Ποιος είναι ο Οσκαρ και τι είναι το ταμπούρλο του δεν δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε. Ο Οσκαρ είναι μια διαστροφική εκδοχή του Πίτερ Παν. Εδώ όμως ο κάπτεν Χουκ και οι πειρατές του παραμυθιού έχουν αντικατασταθεί από τους ναζιστές και το μυθιστόρημα του Γκρας λειτουργεί ως γκροτέσκα και βιτριολική αλληγορία για τη Γερμανία, τον πόλεμο, το ναζιστικό καθεστώς και τη μεταπολεμική εποχή των τύψεων που ακούγονται κάτω από τα χτυπήματα του τενεκεδένιου ταμπούρλου.
Η πολιτική μεταφορά του Γκρας είναι μεγαλειώδης: όπως δεν μεγαλώνει ο Οσκαρ έτσι δεν ενηλικιώνεται και η κοινωνία στην οποία ζει. Ο συγγραφέας επιχειρεί και επιτυγχάνει τον ευφυέστερο και δυσκολότερο συνδυασμό: τη σαρκαστική ανάκληση του παρελθόντος με την πικρή και μακάβρια ανάγνωση του παρόντος. Γι’ αυτό άλλωστε το βιβλίο δεν μας λέει μόνο τι ήταν η Γερμανία της χιτλερικής εποχής και του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος, αλλά συνιστά και ένα υπερμεγεθυσμένο ηθικό σχόλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της μικροαστικής ηθικής μέσα από την οποία ξεπήδησε το χιτλερικό άγος. Και σαν όλα τα μεγάλα έργα αυτού του είδους, όπως το καλλιέργησαν ο Στερν, ο Ραμπελέ και ο Τζόναθαν Σουίφτ, προκαλεί σαρκαστικά γέλια και ταυτοχρόνως ξύνει πληγές. Δεν είναι περιττό να πούμε ότι το χειμαρρώδες αυτό μυθιστόρημα διαβάζεται σχεδόν απνευστί.