H ιστορία έχει πληθώρα ρόλων για μεγάλους ηγέτες και στον Γιάσερ Αραφάτ μοιάζει να ταιριάζει περισσότερο αυτός του μάρτυρα. Πριν από περίπου τρεις μήνες επισκέφθηκα τον Αραφάτ στο κατεστραμμένο αρχηγείο του στη Ραμάλα. Προηγήθηκαν αρκετές ώρες αβέβαιης αναμονής σε ένα ξενοδοχείο. Κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει αν η αναμονή ήταν στοιχείο μυθοπλασίας, μια προσπάθεια να αναπαραχθούν η συνωμοτικότητα και το σασπένς που χαρακτηρίζουν, π.χ., τα ραντεβού με τον Φιντέλ Κάστρο ή αν ήταν απλώς προϊόν ανοργανωσιάς του επιτελείου του.
Ο οδηγός του ταξί που με μετέφερε στο αρχηγείο ήταν εντυπωσιασμένος: «Θα δείτε τον πρόεδρο; Είστε βέβαιος; Οι Αγγλοι περίμεναν δύο εβδομάδες χωρίς να τον δουν». Το τοπίο, σουρεαλιστικό, θα μπορούσε να θυμίζει νυχτερινό τηλεοπτικό πλάνο από τη βραδιά του μεγάλου σεισμού στην Αθήνα: τεράστιοι σωροί από μπάζα, πολτοποιημένα αυτοκίνητα από το πέρασμα τανκς, ένας-δύο προβολείς να φωτίζουν σποραδικά την αλάνα γύρω από το κτίριο και μια έντονη, αποκρουστική μυρωδιά από αποκαΐδια. Καθώς το ταξί έμπαινε σιγά σιγά στο προαύλιο του αρχηγείου, τρεις οπλισμένοι άνδρες της φρουράς του Αραφάτ βγήκαν από ένα παρκαρισμένο βαν. Στους ώμους τους κρεμασμένα πανάρχαια αυτόματα και ασύρματοι.
Στην είσοδο του κτιρίου βρίσκονταν στοιβαγμένοι σάκοι με άμμο και βαρέλια, σε μια απελπισμένη προσπάθεια απόκρουσης των ισραηλινών δυνάμεων κατά την τελευταία επιχείρηση απομόνωσης του Αραφάτ. Ενας 20ρης Παλαιστίνιος ζητεί τα κινητά τηλέφωνά μας και μετά, γελώντας με ενθουσιασμό, αρχίζει να μιλάει σπαστά ελληνικά. Οι 20ρηδες και 30ρηδες της φρουράς διηγούνται με ένταση τις εμπειρίες τους από τις αψιμαχίες με τους Ισραηλινούς στην καρδιά της Ραμάλας και μερικοί δείχνουν τα σημάδια από τα τραύματά τους. Οι παλαιότεροι, βετεράνοι της Φατάχ, που έχουν περάσει πολλά δίπλα στον Αραφάτ στη Βηρυτό, στην Τυνησία και σε άλλα σημεία της παλαιστινιακής περιπέτειας, δεν μιλάνε πολύ. Σε τσεκάρουν με παγωμένες ματιές και έχουν τον αέρα του έμπειρου πολεμιστή.
Οι διάδρομοι του αρχηγείου είναι σκονισμένοι, βρώμικοι και μέσα από τις μισόκλειστες πόρτες διακρίνει κανείς στρώματα στο δάπεδο και όπλα κρεμασμένα στα πόμολα. Το γραφείο όπου μας δέχθηκε ο Αραφάτ, ένα μικρό πρόχειρο στούντιο για τα εντόπια στάνταρντ, θύμιζε παρωδία προεδρικού μεγάρου. Ενας μπάτλερ – σερβιτόρος – παραπαίδι σκούπισε με ένα Βετέξ το κατασκονισμένο γραφείο, έβαλε μια κακομοίρικη παλαιστινιακή σημαία στο πλάνο και κάποιος άλλος έστησε μια αρχαία κάμερα για να καταγράψει τη συνέντευξη για την παλαιστινιακή τηλεόραση. Στη γωνία ένα όρθιο στρώμα θα φιλοξενούσε αργότερα ένα ακόμη μέλος της φρουράς.
Ο Αραφάτ μπήκε στο γραφείο μαζί με δύο προσωπικούς σωματοφύλακες και τον στενότερο συνεργάτη του, τον Νεμπίλ, ο οποίος κάθησε λίγα μέτρα πίσω του. Με μια έκδηλη θεατρικότητα, πολλές χειρονομίες και μεγάλες παύσεις, που τις έκαναν πιο έντονες τα χείλη που έτρεμαν συνεχώς, ο Αραφάτ έδινε κλισαρισμένες απαντήσεις σε κάθε ερώτηση. Ο Νεμπίλ ψιθύριζε συνεχώς, σε ρόλο υποβολέα, κάποιες από τις απαντήσεις. Ο παλαιστίνιος ηγέτης εκνευρίστηκε, και δεν το έκρυψε, όταν επιμείναμε στο αν έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να υπογράψει την τελική συμφωνία με τον Μπαράκ στο Καμπ Ντέιβιντ το 2000. Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να απολογείται, να είναι λίγο αμήχανος, να μην είναι απολύτως ειλικρινής καθώς άρχισε να αναπολεί την «ειρήνη των γενναίων» που ο ίδιος διαπραγματεύθηκε με τον Ράμπιν. Καθώς η συνέντευξη τελείωνε και με αργά βήματα βάδιζε στον διάδρομο έδινε την εντύπωση πως του άρεσε περισσότερο αυτό το συγκεκριμένο περιβάλλον από τη χλιδή ενός ανιαρού προεδρικού μεγάρου. H ένταση, η αίσθηση πως παίζει με τη φωτιά τού ταιριάζει και δεν του αφήνει περιθώρια για το «κλικ» που κάνει τους επαναστάτες statesmen κάποια στιγμή, στο τέλος συνήθως της ζωής τους.
Καθώς γράφονται οι γραμμές αυτές οι Ισραηλινοί μελετούν τι θα κάνουν με τον Αραφάτ. Από τις περιγραφές του αρχηγείου καταλαβαίνει κανείς ότι μια στρατιωτική επιχείρηση απαγωγής του δεν θα συναντούσε ιδιαίτερες δυσκολίες. Θα δώσει όμως το λίγο παραπάνω σπρώξιμο που δεν χρειάζονται αυτή την ώρα οι ήδη ανοιχτές «πύλες της Κολάσεως» στην Παλαιστίνη. Και η ειρωνεία της ιστορίας θα είναι ότι με αυτή την κίνηση ο Αραφάτ θα γίνει μάρτυρας ακόμη και στα μάτια των Παλαιστινίων, οι οποίοι θεωρούν πως είναι ένα απαραίτητο εθνικό σύμβολο αλλά και ένας ανεπαρκής ηγέτης. Αργά το βράδυ, μετά την επίσκεψη στο αρχηγείο του Αραφάτ, ένας γιατρός σπουδαγμένος στην Ελλάδα κάπνιζε ναργιλέ με την υπόλοιπη παρέα στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και παρατηρούσε: «Οταν ήμουν παιδί και μετά ως φοιτητής τον λάτρευα. Τώρα τον θεωρώ έναν ξεπερασμένο, μακιαβελικό… παλιόγερο. Ξέρετε όμως κάτι περίεργο; Αν έβλεπα τους Ισραηλινούς να έρχονται να τον σκοτώσουν, θα έδινα και τη ζωή μου γι’ αυτόν!».