Το πρότυπο της οικονομικής διπλωματίας
«Κύριοι, δεν είναι ανάγκη να σας πω ότι η διεθνής κατάσταση είναι πολύ σοβαρή». Ετσι άρχισε την ομιλία του ο στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του προέδρου Χάρι Τρούμαν, στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ στις αρχές Ιουνίου του 1947. Ο σεβάσμιος ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περιέγραψε με το σύντομο και λακωνικό τρόπο του επαγγελματία στρατιώτη τις αρχές του Σχεδίου Οικονομικής Βοήθειας, το οποίο έμελλε να λάβει το όνομά του και να μεταβάλει για πάντα τη μοίρα της κατερειπωμένης τότε Ευρώπης. Πενήντα χρόνια αργότερα, το «Σχέδιο Μάρσαλ» έχει περάσει στην Ιστορία ως μια από τις μεγάλες επιτυχίες της αμερικανικής διπλωματίας, ενώ θεωρείται και πρότυπο αντιμετώπισης κοινωνικών και οικονομικών κρίσεων από τους αναλυτές, οι οποίοι δεν διστάζουν να το συνοψίσουν σε δύο λέξεις: «Βούτυρο και όπλα».
Ο Μάρσαλ πραγματοποίησε την ομιλία του σε μια εποχή όπου οι μείζονες διεθνείς εξελίξεις συντελούνταν ενώπιον ακαδημαϊκών ακροατηρίων. Τον Μάρτιο της προηγούμενης χρονιάς, στο Westminster College, στο Φούλτον του Μιζούρι, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έκανε πρώτη φορά δημοσίως λόγο για «Σιδηρούν Παραπέτασμα» («από το Στετίνο στη Βαλτική ως την Τεργέστη στην Αδριατική») και για «σοβιετική σφαίρα» επιρροής. Ο παγετός του Ψυχρού Πολέμου απλωνόταν επάνω στην υφήλιο και, ως διορατικός πολιτικός, ο Τσόρτσιλ το είχε αντιληφθεί εγκαίρως· απολαμβάνοντας το χαβιάρι στο δείπνο που ακολούθησε τη διάλεξή του, λέγεται ότι παρατήρησε: «Ξέρετε, ο θείος Τζο μού έστελνε άφθονο χαβιάρι, αλλά δεν νομίζω ότι πρόκειται να λάβω άλλο πλέον». Αλλωστε, το μόνο πράγμα που είχε λάβει η Δύση από τη Μόσχα εκείνους τους μήνες ήταν το περιώνυμο «Μακρύ Τηλεγράφημα» του διπλωμάτη της αμερικανικής πρεσβείας Τζορτζ Κέναν, το οποίο εισηγείτο σε 8.000 λέξεις την «πολιτική της συγκράτησης» της Σοβιετικής Ενωσης.
Για την Ευρώπη του 1947 το επίθετο «ψυχρός» είχε κυριολεκτική σημασία. Ο χειμώνας της χρονιάς εκείνης πέρασε στα χρονικά της Γηραιάς Ηπείρου ως «ο χειρότερος των τελευταίων εκατό χρόνων». Ο άνθρακας είχε παγώσει στα ορυχεία και οι βρετανοί δημόσιοι υπάλληλοι εργάζονταν σε παγωμένα γραφεία, ενώ στο Λονδίνο η ηλεκτρική ενέργεια αρκούσε μόνο για λίγες ώρες ημερησίως. Στην ηπειρωτική Ευρώπη οι χιονοπτώσεις δεν είχαν προηγούμενο και οι γραμμές των τρένων είχαν αχρηστευθεί, νεκρώνοντας μεταφορές και συγκοινωνίες. Αν ο θρίαμβος του 1945 δεν ήρκεσε για να εξασφαλίσει οικονομική ευρωστία στους νικητές (το αντίθετο μάλλον, αφού η Βρετανία βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας), η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη για τους ηττημένους. «Ευλογημένοι οι νεκροί γιατί τα χέρια τους δεν παγώνουν», έλεγαν στην κατεστραμμένη Γερμανία, όπου τα ερείπια από τους βομβαρδισμούς υπολογίζονταν σε εκατοντάδες εκατ. κυβικών μέτρων.
Η Ευρώπη αργοπέθαινε. «Οι ορατές καταστροφές», παρατήρησε ο Μάρσαλ, «είναι λιγότερο σοβαρές από την πλήρη αποσύνθεση του ιστού της ευρωπαϊκής οικονομίας», καταλήγοντας: «Ο ασθενής χειροτερεύει ενώ οι γιατροί συζητούν». Ο στρατηγός αναφερόταν στην αδιαφορία του αμερικανικού λαού που μετά τον πόλεμο «ενδιαφερόταν μόνο να πάει σινεμά και να πιει Coca-Cola», αλλά και των εκλεγμένων αντιπροσώπων του στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι ανακτούσαν τα ανακλαστικά του απομονωτισμού, που είχε κρατήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες μακριά από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ηταν μια ομάδα «σοφών» του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου της αμερικανικής Ανατολικής Ακτής, οι οποίοι συνέλαβαν την έκταση του προβλήματος στην Ευρώπη και τους κινδύνους που κυοφορούσε η κατάσταση. Ανάμεσά τους ονόματα που μεσουράνησαν τις επόμενες δεκαετίες στο στερέωμα της διεθνούς πολιτικής, όπως των Αβερελ Χάριμαν, Ντιν Ατσεσον και Τζορτζ Κέναν, αλλά και ικανοί διπλωμάτες, όπως ο Τσαρλς Μπόλεν, ή κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υφυπουργός Οικονομικών Γουίλιαμ Κλέιτον.
Η ανησυχία των «σοφών» βασιζόταν σε μια απλή συλλογιστική: η πενία θα οδηγούσε τη Γηραιά Ηπειρο προς τα αριστερά, με τον τρόπο που είχε ωθήσει τη μεσοπολεμική Γερμανία στην αγκαλιά των ναζί. Αλλωστε, οι ενδείξεις δεν προκαλούσαν αισιοδοξία: στη Βρετανία είχαν έλθει στην εξουσία οι Εργατικοι του Ατλι, ενώ στη Γαλλία και στην Ιταλία οι κομμουνιστές βρίσκονταν σε άνοδο, χάρη και στον ρόλο τους στην Αντίσταση. Ακόμη και οι μετριοπαθείς πολιτικοί του Κέντρου στην Ευρώπη έκαναν λόγο για μια στρατηγική «τρίτης δύναμης», που θα κρατούσε αποστάσεις από αμφότερες τις υπερδυνάμεις. Στους διπλωματικούς κύκλους της Ουάσιγκτον υπήρχε η εντύπωση ότι ο Στάλιν θα μπορούσε να προκαλέσει κομμουνιστική επανάσταση στην Ευρώπη «σηκώνοντας απλώς το ακουστικό».
Χωρίς αμφιβολία, η παροχή οικονομικής βοήθειας στους Ευρωπαίους ήταν ένα ευφυές στρατήγημα που χτυπούσε το πρόβλημα στη ρίζα του. Ποιος όμως θα έπειθε το Κογκρέσο και, κυρίως, τον λαό των Ηνωμένων Πολιτειών για την αναγκαιότητα της οικονομικής διπλωματίας; Για τον ρόλο αυτό επελέγη, αφού πρώτα επείσθη ο ίδιος, ο στρατηγός Μάρσαλ, δεδομένου ότι οι «σοφοί» εφευρέτες του σχεδίου ήταν άγνωστοι στην αμερικανική κοινή γνώμη. Το εγχείρημα, αρχής γενομένης από την ομιλία στο Χάρβαρντ, δεν ήταν εύκολο. Παρά την εκστρατεία δημοσίων σχέσεων της αμερικανικής κυβέρνησης, μια δημοσκόπηση της εταιρείας Gallup έδειξε ότι ο ένας στους δύο Αμερικανούς δεν είχε ακούσει ποτέ για το «Σχέδιο Μάρσαλ», ενώ μόλις ο ένας στους επτά ερωτηθέντες μπορούσε να απαριθμήσει τους στόχους του. Ολα αυτά παρά το γεγονός ότι οι αμερικανικές εφημερίδες (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της «Wall Street Journal») υποστήριζαν αναφανδόν το εγχείρημα. Αλλωστε, ο Ατσεσον και ο Κλέιτον καλούσαν συχνά δημοσιογράφους στα γραφεία τους για ένα μαρτίνι στο τέλος της ημέρας, αξιοποιώντας την περίσταση για να τους πείσουν για την αναγκαιότητα οικονομικής βοήθειας προς τη Γηραιά Ηπειρο.
«Η πολιτική μας δεν στρέφεται εναντίον ενός κράτους ή ενός δόγματος, αλλά εναντίον της πείνας, της φτώχειας, του δεσποτισμού και του χάους». Ο στρατηγός Μάρσαλ στη δημόσια ομιλία του ήταν προσεκτικός ώστε να μη φανεί ότι το σχέδιο οικονομικής βοήθειας στρεφόταν εμμέσως εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Αλλωστε η παροχή βοήθειας προσφέρθηκε επίσης (και αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα πτυχή της αμερικανικής πολιτικής) στη Μόσχα και στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία είχαν περιέλθει υπό την επιρροή της μόνο που ως όρος ετέθη να καταστούν οι οικονομίες τους «διαφανείς» στη Δύση. Ο Κέναν και ο Μπόλεν έπεισαν τον πρόεδρο Τρούμαν ότι οι Σοβιετικοί δεν επρόκειτο ποτέ να δεχθούν μια τέτοια πρόταση. Οι εξελίξεις τούς δικαίωσαν καθώς ο υπουργός Εξωτερικών Βιατσεσλάβ Μολότοφ αποδείχθηκε άλλη μία φορά «Κύριος Νιέτ», τηρώντας φυσικά τις εντολές του Στάλιν: το «άνοιγμα» θα περίμενε πενήντα χρόνια.
Οι αναλυτές εκτιμούν σήμερα ότι ο σοβιετικός ηγέτης έχασε την ευκαιρία να εκτροχιάσει το «Σχέδιο Μάρσαλ»: αν η Μόσχα είχε αποδεχθεί να συμμετάσχει, το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας δεν θα είχε διέλθει ποτέ τις Συμπληγάδες του αμερικανικού Κογκρέσου. Το σχέδιο ενεκρίθη τελικά από την αμερικανική νομοθετική εξουσία την άνοιξη του 1948: ο Τσόρτσιλ χαρακτήρισε την έγκρισή του από το Κογκρέσο «μια από τις αποφασιστικές στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας». Είχε προηγηθεί το «θερμό ευρωπαϊκό καλοκαίρι του 1947, όταν, μετά από αρκετές διαβουλεύσεις, δεκαέξι ευρωπαϊκές χώρες αποδέχθηκαν τελικά την αμερικανική βοήθεια: Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Βρετανία, Δανία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Βέλγιο/Λουξεμβούργο, Δυτική Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα και Τουρκία. Η προώθηση του Σχεδίου Μάρσαλ υποβοηθήθηκε σημαντικά και από τη χειροτέρευση των σχέσεων της Σοβιετικής Ενωσης με τους Συμμάχους της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα γεγονότα του Φεβρουαρίου του 1948 στην Τσεχοσλαβακία, που περιήλθε πλέον υπό τον στενό έλεγχο της Μόσχας, και η εκπαραθύρωση του φίλα προσκείμενου προς τη Δύση τσέχου υπουργού Εξωτερικών Γιαν Μάζαρικ λειτούργησαν ως καταλύτης για την έγκριση του «Σχεδίου Μάρσαλ» από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του αμερικανικού λαού στην Ουάσιγκτον. Ανάλογο αντίκτυπο είχε και η ένταση στο Βερολίνο. Η υφήλιος, με πρώτη τη Γηραιά Ευρώπη, εισερχόταν στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, την έναρξη του οποίου θα επεσφράγιζε σε λίγο ο πόλεμος της Κορέας. Η ελληνική μερίδα από τα δολάρια
«Η ΔΙΜΕΡΗΣ ελληνοαμερικανική συμφωνία περί εφαρμογής και εν Ελλάδι του Σχεδίου Μάρσαλ εμονογραφήθη χθες την 1ην μ.μ. υπό του υπουργού των Εξωτερικών κ. Τσαλδάρη και του επιτετραμμένου των Ηνωμ. Πολιτειών κ. Ράνκιν». Ετσι ανακοινώθηκε επισήμως στην Αθήνα, την 1η Ιουλίου 1948, η κύρωση της παροχής οικονομικής βοήθειας στη χώρα μας.
Ο προβληματισμός για τα διαδραματιζόμενα εν Ελλάδι προηγήθηκε κατά μερικούς μήνες της δημοσιοποιήσεως του Σχεδίου Μάρσαλ, και φαίνεται πως απετέλεσε τον καταλύτη των εξελίξεων. Στα τέλη Φεβρουαρίου 1947 η Βρετανία ειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει να παρέχει οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα και την Τουρκία: τον προηγούμενο χρόνο, τα ποσά που είχαν δοθεί στις δύο χώρες, ήταν 540 και 375 εκατ. δολάρια αντιστοίχως. Ο αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν το σκέφθηκε τρεις ημέρες και αποφάσισε τελικά πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναλάμβαναν τα οικονομικά (και βεβαίως τα διπλωματικά) βάρη της Βρετανίας στην περιοχή.
Στις 26 Φεβρουαρίου επιφανή στελέχη του Κογκρέσου, μεταξύ τους και ο Αρθουρ Βάντεμπεργκ, από τους κορυφαίους υποστηρικτές του απομονωτισμού, εκλήθησαν στο Οβάλ Γραφείο. Ο Ντιν Ατσεσον ανέλαβε να εξηγήσει το πρόβλημα: «η σοβιετική πίεση στη Μέση Ανατολή» είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο, που η Μόσχα μπορούσε να σημειώσει αποφασιστική επιτυχία «και η σοβιετική διείσδυση να επεκταθεί σε τρεις ηπείρους». Ο Ατσεσον παρομοίασε την κατάσταση με «τα μήλα στο καλάθι»: αν ένα σαπίσει, αργά ή γρήγορα τα μολύνει όλα. Η «διαφθορά» της Ελλάδας θα έφθανε μέσω της Μικράς Ασίας στο Ιράν και την Αίγυπτο, ενώ οι εξελίξεις δεν θα άφηναν ανεπηρέαστες άλλες μεσογειακές χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία. Η συλλογιστική (που ανταποκρίνεται σε γενικές γραμμές στην περιώνυμη «θεωρία του ντόμινου», χάριν της οποίας οι Αμερικανοί ενεπλάκησαν στο Βιετνάμ) εντυπωσίασε τους παριστάμενους γερουσιαστές.
Το Δόγμα Τρούμαν είδε το φως της δημοσιότητας ενώπιον του Κογκρέσου στις 12 Μαρτίου του 1947. «Πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να είναι η υποστήριξη των ελεύθερων λαών που ανθίστανται στην απόπειρα χειραγώγησής τους από ένοπλες μειοψηφίες ή έξωθεν πιέσεις» είπε ο Χάρι Τρούμαν, εξαγγέλλοντας ενίσχυση της Ελλάδας με 250 εκατ. δολάρια και της Τουρκίας με 150 εκατ. δολάρια. Λέγεται ότι τα μέλη του Κογκρέσου χειροκρότησαν μόνο όταν είπε ότι πρόκειται για δάνεια που θα αποπληρωθούν. Με ή χωρίς χειροκροτήματα πάντως ο απομονωτισμός του Δόγματος Μονρόε είχε πεθάνει, με πρωτοβουλία του «αγρότη από το Μιζούρι» και 33ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Χάρι Σ. Τρούμαν.
Το σύνολο της αμερικανικής μη στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα από το 1944 ως το 1952 ανέρχεται σε 1.350 εκατ. δολάρια. Αν υπολογισθεί και η στρατιωτική βοήθεια το ποσό προσεγγίζει τα 2 δισ., ενώ το σύνολο της ξένης βοήθειας προς την Ελλάδα τα ίδια χρόνια είναι 2.287 εκατ. δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι αναμένεται με ενδιαφέρον έκδοση με τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία έχουν ως αντικείμενο το Δόγμα Τρούμαν, το Σχέδιο Μάρσαλ και την Αμερικανική Βοήθεια προς την Ελλάδα. Ο τόμος, τον οποίο προετοιμάζει η Διεύθυνση Αρχείων του ΥΠΕΞ, πρόκειται να κυκλοφορήσει στις αρχές του επομένου χρόνου. Το λίκνο της ευρωπαϊκής ενοποίησης Ο «Νέος Κόσμος» είχε ανάγκη τη συνεργασία τουλάχιστον όσο και η Γηραιά Ηπειρος
«ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ αγορές, μεγάλες αγορές, για να πουλήσουμε τα προϊόντα μας». Η παρατήρηση αυτή του αμερικανού υφυπουργού Οικονομικών Γουίλιαμ Κλέιτον υποδεικνύει ότι, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’40, οι ΗΠΑ είχαν ανάγκη το Σχέδιο Μάρσαλ τουλάχιστον τόσο όσο και η Ευρώπη. Οι Αμερικανοί παραδέχονται σήμερα ότι το μεγαλύτερο μέρος από τα 13 δισ. δολάρια της οικονομικής βοήθειας (γύρω στα 100 δισ. δολάρια σημερινής ισοτιμίας) επέστρεψε στην Αμερική, από την οποία εισήγαγαν οι Ευρωπαίοι τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αξιοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση των κρατών τους.
Κατ’ ουσίαν, οι επιτελείς του Λευκού Οίκου δεν είχαν αυταπάτες: γνώριζαν ότι κύριος προορισμός των αμερικανικών εξαγωγών ήταν κατά παράδοση η Ευρώπη. Αν ο πρόεδρος Τρούμαν και οι συν αυτώ ήθελαν να συνεχιστεί η καλπάζουσα ανάπτυξη που είχε γνωρίσει η αμερικανική οικονομία στα χρόνια του πολέμου, ξεφεύγοντας από την κοινωνικά οδυνηρή οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’30, ήταν υποχρεωμένοι να χρηματοδοτήσουν τη Γηραιά Ηπειρο. Αυτή ήταν μια πραγματικότητα, η οποία δεν είχε διαφύγει και της προσοχής των εργατικών συνδικάτων: οι συνδικαλιστές αντελήφθησαν έγκαιρα ότι το Σχέδιο Μάρσαλ θα έδινε περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας. Στρατευόμενοι στην υπόθεση της ευημερίας της Ευρώπης, οι Αμερικανοί δεν έπειθαν απλώς τους εαυτούς τους ότι ήταν «ηθικό έθνος», συγχρόνως εξασφάλιζαν και τη δική τους ευημερία.
Ετσι, η Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας, την οποία θέσπισε η νομοθεσία που κύρωσε το Σχέδιο Μάρσαλ, εγκαταστάθηκε το 1948 σε ένα κομψό κτίριο της Place de la Concorde στο Παρίσι, με επικεφαλής έναν από τους κορυφαίους μάνατζερ της αυτοκινητοβιομηχανίας της εποχής, τον Πολ Χόφμαν· ο Χόφμαν είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του στον πρόεδρο Τρούμαν προς ένα δολάριο τον χρόνο. Περισσότεροι από 600 Αμερικανοί και 830 Ευρωπαίοι εργάστηκαν υπό τη διεύθυνσή του από το 1948 ως το 1953, οπότε και έληξε το πρόγραμμα. Το εύλογο ερώτημα σήμερα είναι ποιος ήταν ο πραγματικός αντίκτυπος του κόπου τους, αλλά κυρίως της εισροής κεφαλαίων του Σχεδίου Μάρσαλ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την εικοσιπενταετία μετά το 1948 η Ευρώπη γνώρισε τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στην ιστορία της. Οι Γερμανοί έκαναν λόγο για «wirtschaftwunder», για ένα οικονομικό θαύμα που μεταμόρφωσε τους Ευρωπαίους «από πτωχούς συγγενείς σε εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών», όπως εύστοχα ειπώθηκε. Εν τούτοις, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι το μεγαλύτερο όφελος της Γηραιάς Ηπείρου ήταν κυρίως πολιτικό. «Διά του Σχεδίου Μάρσαλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες προώθησαν την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενότητας», επισημαίνει χαρακτηριστικά, σε διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία του με θέμα «Η Ευρωπαϊκή Ιδέα υπό Αμερικανική Οπτική Γωνία», ο έλληνας πρέσβης Δ. Ε. Τσικούρης, καταλήγοντας ότι «οι όροι παροχής της αμερικανικής βοήθειας έδιναν ένα καθαρό μήνυμα στην Ευρώπη ότι έπρεπε να μπει σε τροχιά ενοποίησης, αν ενδιαφερόταν να λάβει αμερικανική υποστήριξη». «Ελπίζαμε να αναγκάσουμε τους Ευρωπαίους να αρχίσουν να σκέπτονται ως Ευρωπαίοι και όχι ως εθνικιστές», έχει παρατηρήσει ο Τζορτζ Κέναν.
Ομολογουμένως, οι Αμερικανοί αρέσκονται να βλέπουν το Σχέδιο Μάρσαλ ως το γενεσιουργό λίκνο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. «Σκοπός του Σχεδίου Μάρσαλ», παρατήρησε πρόσφατα η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Μάντλιν Ολμπράιτ, «δεν ήταν καθόλου η ανοικοδόμηση της Ευρώπης, αλλά η οικοδόμηση μιας νέας Ευρώπης. Η κληρονομιά του δεν είναι ορατή μόνο στις χαλυβουργίες, στους σιδηροδρόμους και στις αγροτικές εκτάσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας, αλλά και στους θεσμούς που έθεσαν τέρμα σε αιώνες ενδοευρωπαϊκών συγκρούσεων, υπερέβησαν παρωχημένους τρόπους σκέψης και απετέλεσαν βάση για τη δυτικοευρωπαϊκή αλλά και την υπερατλαντική ενότητα». Ο υπαινιγμός είναι σαφής, όπως και η έμφαση στη γαλλογερμανική μεταπολεμική «detente». Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν και ο Χέλμουτ Σμιτ, «Νέστορες» της πολιτικής στο Παρίσι και στη Βόννη αντιστοίχως, ανταπέδωσαν τη φιλοφρόνηση. «Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν θα είχαμε φθάσει ποτέ ως εδώ χωρίς το Σχέδιο Μάρσαλ».
Μιλώντας όμως για υπερατλαντική ενότητα, η κ. Ολμπράιτ αναφέρεται και σε έναν άλλο θεσμό, το ΝΑΤΟ, που έμελλε να δει το φως το 1949. Για τους Αμερικανούς, το Σχέδιο Μάρσαλ και το «δόγμα της συγκράτησης» της Σοβιετικής Ενωσης ήταν, κατά τη γραφική έκφραση του προέδρου Τρούμαν, «τα δύο μισά του ίδιου καρυδιού». Την ίδια εποχή έκανε, άλλωστε, χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες την εμφάνισή του και ένας άλλος νέος αμερικανικός οργανισμός, η «Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών», γνωστότερη με το ακρωνύμιο CIA. Τα 13 δισ. δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ έμελλε να αλλάξουν για πάντα τη ζωή της νεαρής υπηρεσίας, η οποία είναι γνωστό ότι αντιμετώπιζε τότε πρόβλημα κονδυλίων.
Η CIA αξιοποίησε μέρος του πακτωλού της οικονομικής βοήθειας για τις μυστικές επιχειρήσεις της στην Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία και στην Ιταλία, όπου τα «γεράκια» (κατ’ άλλους «οι νεαροί ιδεαλιστές») της υπηρεσίας έβλεπαν με ανησυχία την άνοδο της δημοτικότητας των κομμουνιστών.
Ευλόγως, η αμερικανική παρέμβαση δεν συγκινούσε ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή Αριστερά στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Οι περισσότεροι γάλλοι διανοούμενοι αντιμετώπισαν το Σχέδιο Μάρσαλ με κριτικό πνεύμα, υπό το πρίσμα της «διπλωματίας του δολαρίου»· το 40% της γαλλικής κοινής γνώμης θεωρούσε, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, την οικονομική βοήθεια πλήγμα σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Ακόμη και στη Βρετανία, ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών σημείωνε ότι «ο αντιαμερικανισμός είχε παθολογικά στοιχεία».
Θα γνώριζε η Ευρώπη τη σημερινή της ευμάρεια χωρίς το Σχέδιο Μάρσαλ; Οι γνώμες διίστανται. Αν η βοήθεια είχε πολιτικό και οικονομικό αντίκρισμα, αυτό φαίνεται ότι οφείλεται και στην ταυτότητα του λήπτη. Επισημαίνεται ότι η Ευρώπη διέθετε αξιόλογη οικονομική υποδομή: «εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, βιομηχανικό ιστό, αξιόλογη τεχνογνωσία, εμπορική παράδοση και σχετική νομοθεσία». Θα αρκούσαν 100 δισ. δολάρια σήμερα, διερωτώνται οι αναλυτές, για να λυθούν τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική και τεκμηριώνεται συνήθως με την επίκληση των παραδειγμάτων της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής αλλά και της Ινδίας, όπου η εισροή κεφαλαίων δεν είχε θεαματικά αποτελέσματα όπως στη γηραιά Ευρώπη. Με απλά λόγια, «το Σχέδιο Μάρσαλ αποτελεί πρότυπο που διδάσκει τα όρια της οικονομικής διπλωματίας».